ΣΕ ΕΝΑ ΚΑΦΕ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ, στο Κολωνάκι. Εκεί δόθηκε το ραντεβού με τη Λένα Παπαληγούρα, ένα ηλιόλουστο πρωινό Δευτέρας με την κίνηση να είναι αμείλικτη στο κέντρο της Αθήνας και στους δρόμους του Κολωνακίου ακόμα μεγαλύτερη, λόγω των έργων στην πλατεία για το Μετρό.
Φτάσαμε και οι δύο με αρκετή καθυστέρηση -παρκάρισμα στο κέντρο, αυτή η μάστιγα-, ωστόσο είχαμε αρκετή ώρα μπροστά μας μέχρι να φύγει τρέχοντας για να παραλάβει τα παιδιά της από το σχολικό.
Στα 37 της, η Λένα Παπαληγούρα είναι ηθοποιός, σύζυγος και μητέρα δύο αγοριών (3,5 ετών ο μεγάλος, 2 και κάτι ο μικρός). Είναι μία γυναίκα που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής. Άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε, όχι. Ουδείς τέλειος. «Και τα λάθη μας είμαστε», μου λέει. «Είναι αναπόφευκτο».
Φέτος, δουλεύει ασταμάτητα σε θέατρο και τηλεόραση, έχοντας ανοίξει πολλά μέτωπα μέσα στη σεζόν, αλλά και πότε δε συνέβαινε αυτό. Ίσως, μόνο την περίοδο της πανδημίας και των lockdowns. «Τότε, ναι, πάτησα φρένο αναγκαστικά. Επανεκτίμησα τον προσωπικό μου χρόνο, την ηρεμία με την οικογένειά μου στο σπίτι μέχρι που σήμερα πια, έχω βρεθεί να τρέχω ξανά σαν την τρελή, να συνηθίζω και πάλι το καθημερινό τρέξιμο».
Με τη Λένα Παπαληγούρα μιλήσαμε για τη νέα της θεατρική παράσταση, μετά Το Σώσε που έριξε αυλαία πριν μερικές εβδομάδες στο Παλλάς – μεταμορφώνεται στη Νόρα στο αριστουργηματικό Κουκλόσπιτο του Ίψεν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία· για τη συμμετοχή της στη σειρά Φλόγα και Άνεμος της ΕΡΤ1 και για την Πτώση, μία ακόμα σειρά της κρατικής τηλεόρασης που έρχεται στις αρχές του 2023· για την κωμωδία που αγαπά παρά το γεγονός ότι στην καλλιτεχνική της διαδρομή την ακολουθεί το δράμα, αλλά και για τα παιδικά της χρόνια, το μεγάλωμα σε μία οικογένεια που έχει πρωταγωνιστήσει στην πολιτική σκηνή και στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, το άγχος να μεγαλώσει δύο καλά παιδιά, δύο καλούς άντρες, δύο καλούς ανθρώπους.
Η φετινή θεατρική σεζόν
ΦΕΤΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ για τέταρτη φορά, τρίτη με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Τάρλοου. Μία αθηναϊκή σκηνή που αγαπά και ένας σκηνοθέτης που εκτιμά απεριόριστα. «Το Πορεία είναι ένα θέατρο που λειτουργεί με αξιοπρέπεια ως φάρος έμπνευσης και ο Δημήτρης έχει μία βαθιά διεισδυτική ματιά πάνω στα έργα. Βασίζεται πολύ στις προσωπικότητες των ηθοποιών του, στη συνεργασία και τη μεταξύ τους επικοινωνία».
Τη σκηνοθετεί στο Κουκλόσπιτο του Χένρικ Ίψεν. Η υπόθεσή του πάνω-κάτω γνωστή. Ο γάμος της Νόρας και του Χέλμερ καταρρέει όταν η αποκάλυψη ενός ψέματος άρει κάθε βεβαιότητα, φανερώνει την παντελή έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους και τις πραγματικές διαστάσεις της σχέσης τους, οδηγώντας τους στο τέλος της αθωότητας και του γάμου τους, με τη Νόρα να φεύγει και να αφήνει πίσω της τον σύζυγο και τα τρία τους παιδιά. Να παίρνει μία απόφαση που κρύβει οδύνη, αλλά και ελευθερία.
«Η εκδοχή που θα δείτε είναι η ανάγνωση που προκύπτει μέσα από τα μάτια μας, τα βιώματα και τις εμπειρίες μας. Αυτό κάνει το έργο πολύ σύγχρονο, όχι ως προς τη μορφή του αναγκαστικά, αλλά ως προς την αιχμηρότητα μέσα από την οποία αντιμετωπίζουμε τα θέματα του: την ανισότητα των φύλων, τη σχέση των δύο φύλων, την τραγική υποκρισία που μπορεί να διαποτίζει έναν γάμο, την έλλειψη ουσιαστικής, αληθινής επικοινωνίας. Για μένα ο τρόπος που ο Ίψεν βλέπει την προσπάθεια αυτού του ζευγαριού για επικοινωνία είναι σπαραχτικός», αναφέρει η Λένα Παπαληγούρα, που κρατά τον ρόλο της Νόρας.
«Είναι μία εμβληματική ηρωίδα της παγκόσμιας δραματουργίας. Από αυτούς τους ρόλους που ονειρεύεσαι ως ηθοποιός στο ξεκίνημά σου αλλά δεν τολμάς να αγγίξεις… Τώρα, ονειρεύομαι με μεγαλύτερη γενναιότητα. Παρ’ όλα αυτά, ζω με την ανασφάλεια του αν θα τα καταφέρω. Η Νόρα είναι σαν να εμπεριέχει όλες τις ποιότητες της γυναικείας φύσης και σαν μιλάει στην εποχή μας με τον πιο σύγχρονο, άμεσο, σκληρό και ειλικρινή τρόπο.
Το έργο αγγίζει πολλά κοινωνικά θέματα, αλλά για μένα κυρίως υπαρξιακά. Σε μία εποχή που η γυναικεία χειραφέτηση είναι στο επίκεντρο των συζητήσεων, δεν μπορεί παρά να δει κανείς το έργο και έτσι. Η Νόρα διαγραφεί τεράστια πορεία από την αρχή ως το τέλος του έργου. Μία πορεία προς μία βίαιη ενηλικίωση. Βρίσκεται σε έναν πεθαμένο γάμο και ενώ συμβαίνουν γύρω της πράγματα που την επηρεάζουν δραματικά, βρίσκει τη δύναμη και τη διαύγεια να το αντιληφθεί, να το αρθρώσει και να πάρει την απόφαση να φύγει, να μην εγκλωβιστεί σε σχήματα, καταστάσεις και ρόλους όπως βλέπουμε να εγκλωβίζονται σήμερα πολλά ζευγάρια· πολλές γυναίκες που ενώ καταπιέζονται, δεν το αναγνωρίζουν ή όταν το αναγνωρίζουν και κάνουν την κίνηση να φύγουν, δολοφονούνται για την απόφασή τους να ελευθερωθούν από ό,τι τους σακατεύει την ψυχή».
Μου υπενθυμίζει ότι ο Ίψεν είχε «κατηγορηθεί» ως φεμινιστής με Το Κουκλόσπιτο και ότι όταν πρωτοπαρουσίασε το έργο προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων για το πώς μία γυναίκα μπορεί να αφήσει την οικογένειά της και να φύγει. Μάλιστα, μία ηθοποιός είχε απαιτήσει να αλλάξει το τέλος για να δεχτεί να παίξει τον ρόλο ακριβώς για αυτό τον λόγο.
«Επίτηδες ο Ίψεν μας βάζει μια ακραία συνθήκη στο έργο. Η εγκατάλειψη των παιδιών σοκάρει ακόμα και σήμερα. Πόσο μάλλον τότε που γράφτηκε. Και για εμένα που έχω παιδιά, η πράξη αυτή φαντάζει πολύ ακραία. Ταυτόχρονα, όμως, την ώρα που μιλάω για τη γυναικεία καταπίεση βράζω μέσα μου με τη φρίκη που ζούμε με τις γυναικοκτονίες. Ποιος μπορεί να κρίνει την ανάγκη οποιουδήποτε να βγει από μία συνθήκη για να βρει τον εαυτό του;».
Η διπλή τηλεοπτική παρουσία
Η ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑ δεν επιστρέφει μετά από καιρό μόνο στο Θέατρο Πορεία, αλλά και στη συχνότητα της κρατικής τηλεόρασης, ένα χρόνο μετά τη συμμετοχή της στη σειρά Καρτ Ποστάλ. Φέτος, είναι εκ των πρωταγωνιστών της σειράς της ΕΡΤ1, Φλόγα και Άνεμος, σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ.
Η υπόθεση βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου, διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1960 και επικεντρώνεται στον θυελλώδη έρωτα του Γεώργιου Παπανδρέου και της Κυβέλης. Η Λένα υποδύεται την Όλγα.
«Παράλληλα με την πραγματική ιστορία της Κυβέλης και του Παπανδρέου, τρέχουν άλλες δύο ιστορίες που δεν είναι αληθινές. Είναι μυθοπλασία. Δεν είναι δηλαδή ιστορικά πρόσωπα, αλλά χαρακτήρες που αντανακλούν την εποχή εκείνη. Το γεγονός αυτό μου έδωσε μία ελευθερία, καθώς βασικός οδηγός μου ήταν το βιβλίο και η φαντασία μου. Δεν υπήρχε δηλαδή η ανάγκη να δημιουργήσω ένα πρόσωπο ακόμα και εμφανισιακά που να έχει υπάρξει στ’ αλήθεια».
Ποια είναι όμως η Όλγα; «Είναι μία βασανισμένη γυναίκα, που αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι των γυναικών εκείνης της εποχής, που βρίσκονταν σε ματαιωμένους γάμους, με άντρες που δεν είχαν επιλέξει και αγαπήσει, με όνειρα που εγκατέλειψαν για χάρη της οικογένειας.
Είναι παντρεμένη με τον Φώντα, τον ταγματάρχη της Δικτατορίας, έναν άντρα που επίσης ξεκίνησε με ένα διαφορετικό όραμα και κατέληξε ταγμένος σε κάτι που αποκαλύπτεται στην πορεία της σειράς αν το πιστεύει ή όχι. Είναι έγκυος στο παιδί του και αντί να περιμένει το μωρό της με προσμονή και χαρά, το περιμένει με ματαίωση και θλίψη».
Η Όλγα θυμίζει κάπως τη Νόρα. «Μα για αυτό μιλάμε για μία διαχρονική ηρωίδα και για ένα διαχρονικό κείμενο. Στο Κουκλόσπιτο του Ίψεν μπορεί να αναγνωρίζουμε το σπίτι του γείτονά μας ή του φίλου ή και το δικό μας».
Το Φλόγα και Άνεμος δεν είναι η μοναδική τηλεοπτική δουλειά της για τη φετινή σεζόν. Από τις αρχές του 2023, θα συμπρωταγωνιστήσει με τους Χρήστο Λούλη και Θάλεια Ματίκα στη σειρά Η Πτώση, σε σενάριο Τίνας Καμπίτση και σε σκηνοθεσία Χρήστου Γεωργίου και πάλι μέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ1.
«Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε γυρίσματα. Είναι ένα υπαρξιακό δράμα μυστηρίου που διαδραματίζεται σε ένα νοσοκομείο και πραγματεύεται το εμπόριο οργάνων. Ο Χρήστος υποδύεται έναν χειρουργό που καταλήγει στη φυλακή, η Θάλεια τη σύζυγό του και εγώ την Εριέττα, γιατρό και συνάδελφο του ήρωα του Χρήστου, ένα μυστηριώδες πρόσωπο που γνωρίζει πολλά και αποκαλύπτει λίγα.
Μου αρέσουν οι σειρές με ιατρικό περιεχόμενο. Σε μία άλλη ζωή, μάλλον γιατρός θα γινόμουν (γελάει)».
Μιλάει με χαρά για το άνοιγμα της ελληνικής τηλεόρασης στην εγχώρια μυθοπλασία και για τις Άγριες Μέλισσες που άνοιξαν τον χορό, μετά από χρόνια, και απέδειξαν ότι το κοινό διψά για καλές δουλειές, τις επιβραβεύει και τις στηρίζει. «Οπότε το παραμύθι των καναλιών ότι τους δίνουμε ριάλιτι, γιατί αυτό θέλουν να δουν, δεν πιάνει πια παιδιά μην το ξαναπείτε».
ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ 15ΕΤΙΑ, που ασχολείται επαγγελματικά με την υποκριτική, η συντριπτική πλειοψηφία των ρόλων που έχει ερμηνεύσει σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση είναι δραματικοί. Τα ίδια τα έργα στα οποία έχει κληθεί να συμμετάσχει είναι δραματικά ή έχουν έντονο το δραματικό στοιχείο. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
«Έλα πες μου εσύ τώρα! Έκανα πέρυσι και φέτος κωμωδία και είπα επιτέλους! Δηλαδή για όνομα του Θεού, δεν είμαι μόνο του δράματος», απαντά χαριτολογώντας.
Η τελευταία της παράσταση, πριν Το Κουκλόσπιτο, ήταν η περσινή επανάληψη του Σώσε σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη τον Σεπτέμβριο, στο Θέατρο Παλλάς. Μία καθαρόαιμη κωμωδία, που απήλαυσε με την ψυχή της.
«Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, που τραβάω σαν μαγνήτης τους δραματικούς ρόλους. Ίσως, γιατί συστήθηκα στους συναδέλφους και στο κοινό μέσα από αυτούς; Ίσως, γιατί κάτι βρίσκουν μέσα μου και κουμπώνουν σωστά; Εγώ αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι την επιζητώ την κωμωδία και ας μην έρχεται συχνά.
Ξέρεις, στη ζωή μου είμαι κωμική προσωπικότητα. Όλοι οι φίλοι μου το γνωρίζουν αυτό! Είμαι γκαφατζού, αφηρημένη, έχω όλα αυτά τα στοιχεία που μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να πέσει πάνω σε ένα δέντρο ενώ περπατά στο πεζοδρόμιο και χαίρομαι γι’ αυτό. Δε θέλω να αλλάξει. Είναι αυτό που με κρατά ακόμα αθώα».
Η καλλιτεχνική φύση
ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ που την πήγαινε πολύ συχνά όταν ήταν παιδί στο θέατρο, κυρίως σε παραστάσεις της Ξένιας Καλογεροπούλου. Ήταν ήσυχο, κλειστό παιδί και καλή μαθήτρια στο σχολείο. «Το ότι θα ασχοληθώ με την υποκριτική δεν ήταν κάτι που είπα μία ωραία πρωία. Ήταν σαν να υπήρχε κατά κάποιο τρόπο από πάντα. Ήμουν καλλιτεχνική φύση».
Παρά το γεγονός ότι σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, φοίτησε παράλληλα στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, καθώς το να γίνει ηθοποιός ήταν μονόδρομος, η πρώτη της επιλογή.
Ωστόσο, συμβαίνει το εξής περίεργο: «Ενώ η ύπαρξή μου είναι απόλυτα ταυτισμένη με τη δουλειά μου, δηλαδή δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω κάτι άλλο πέραν της υποκριτικής, ταυτόχρονα μπορώ να με φανταστώ να κάνω όλες τις άλλες δουλειές. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αν σταματήσει κάποια στιγμή η ηθοποιία να μου δίνει ικανοποίηση και να δουλεύω σε παραστάσεις, σειρές, ταινίες που γίνονται με ουσιαστικό τρόπο, θα μπορούσα πολύ εύκολα να γίνω νηπιαγωγός.
Ζούμε σε μία εποχή, που ειδικά μετά την πανδημία, όλα μοιάζουν να γίνονται απλά και μόνο για να γίνουν, να δείξουμε ότι τα κάναμε και να χαθούν. Σαν η ζωή μας να είναι ένα Instagram και όσα κάνουμε ένα story. Για παράδειγμα, αν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της θεατρικής πρόβας δεν οδηγούνται σε ένα βάθος, δεν υπάρχει μία πραγματική, συνάντηση ανθρώπων που να μετουσιώνεται σε μία ουσιαστική ιστορία που κάτι θα αφήσει πίσω της, δεν ξέρω κατά πόσο έχει νόημα όλο αυτό».
Γι’ αυτό άραγε συνηθίζει να παίζει στο θέατρο σε παραστάσεις που έχουν έναν μεγάλο κύκλο παρουσίασης; Δεν ανεβαίνουν δηλαδή για 20 βραδιές ή για τρεις μήνες και κατεβαίνουν, αλλά επαναλαμβάνονται ή τρέχουν για πολλές σεζόν, όπως Η Κατερίνα σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη. «Ενώ με κουράζει αφάνταστα, με λυτρώνει κιόλας το να κάνω μεγάλους κύκλους σε παραστάσεις. Είναι όμως πραγματικά πολύ δύσκολο να διατηρήσεις τον ίδιο παλμό, την ίδια ένταση και φρεσκάδα σε ένα θεατρικό έργο που παίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα και επαναλαμβάνεται κάθε λίγο και λιγάκι.
Όμως θα σου πω κάτι. Το καλοκαίρι που ξαναπαίξαμε τον Γυάλινο Κόσμο με τον Γιώργο (Νανούρη), αισθάνθηκα ότι μπήκαμε σε μεγαλύτερο βάθος. Ότι αυτή είναι η αντίσταση μου στο πρόσκαιρο της εποχής μας. Να επιμένουμε και να προσπαθούμε όλο και πιο πολύ, διαφορετικά όλα τα πράγματα θα ήταν εφήμερα».
Δείχνει να είναι άνθρωπος και επαγγελματίας των μακροχρόνιων σχέσεων. Ισχύει; «Ε να μωρέ, είμαι παντρεμένη, τι άλλο θα μπορούσα να είμαι;», απαντά χαριτολογώντας. «Βασικά, είμαι πιστή σε ένα όραμα και στους ανθρώπους μου. Αν πω ότι είμαι κάπου, πάει τελείωσε εκεί θα είμαι. Δεν έχω φύγει δηλαδή ποτέ από δουλειά».
Ακόμα κι αν δεν της έκανε η δουλειά; «Γενικά μπαίνω στα πράγματα ανοιχτή και οι προσδοκίες μου δημιουργούνται παράλληλα με αυτό που μου συμβαίνει. Επίσης, όταν το πράγμα τελματώνει, το παλεύω γιατί μπορεί μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία να ξεπηδήσει κάτι καλό και όμορφο. Έτσι όμως λειτουργώ εγώ, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου.
Εννοείται ότι δεν αναφέρομαι σε περιπτώσεις ανθρώπων που μπορεί να υποφέρουν ή να κακοποιούνται μέσα σε δουλειές. Εκεί, αλίμονο, σηκώνεσαι και φεύγεις χθες».
Το πολιτικό, οικογενειακό backgound
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΣΕ ΣΤΟ ΨΥΧΙΚΟ, μέσα σε μία οικογένεια πολιτικών προσώπων της σύγχρονης Ελλάδας με ιστορικό εκτόπισμα. Ο πατέρας της, ήταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσιος Παπαληγούρας, η μητέρα της, η Ζαΐρα Ράλλη-Παπαληγούρα, κόρη του Γεωργίου Ράλλη και ο παππούς από την πλευρά του πατέρα της, ήταν ο Παναγής Παπαληγούρας.
Παραδέχεται ότι έχει κάπως βαρεθεί να τη ρωτούν για την οικογένειά της, για τη σχέση της με την πολιτική, που είναι αυτή που έχουμε πάνω-κάτω όλοι όσοι θέλουμε να είμαστε ενημερωμένοι πολίτες και για το αν πέρασε ποτέ από το μυαλό της να βρεθεί στον πολιτικό στίβο.
«Ευτυχώς, οι γονείς μου δε με έμαθαν να επιλέγω ανάλογα με τις επιρροές του οικογενειακού μου περιβάλλοντος και γι’ αυτό τους ευγνωμονώ. Ήθελαν ν’ ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο. Ελπίζω να καταφέρω να το περάσω και εγώ αυτό στα δικά μου παιδιά, γιατί κάνω ένα επάγγελμα που έχει ένα περιτύλιγμα που μπορεί να φανεί στο παιδικό ή εφηβικό μυαλό γοητευτικό».
Ξεκαθαρίζει βέβαια ότι η δουλειά του μπαμπά της -«την κρατούσε πάντα έξω από την πόρτα του σπιτιού»- και αυτή των παππούδων της δεν της φάνηκε ποτέ γοητευτική. «Προτιμώ να βρίσκομαι στον χώρο της Τέχνης που ακόμα ευτυχώς τροφοδοτείται από το όραμα».
Το επώνυμό της δεν αισθάνθηκε ποτέ να τη βαραίνει. «Ήθελα περισσότερο να αποδείξω ότι μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου, αλλά αυτό είναι θέμα χαρακτήρα. Την ίδια επιθυμία θα είχα και αν δε με έλεγαν Παπαληγούρα. Είμαι υπερήφανη για την οικογένεια μου, αλλά το επάγγελμα που ακολουθώ είναι τελείως διαφορετικό και ο δρόμος δικός μου.
Επίσης, δε θεωρώ ότι λειτούργησε θετικά ή αρνητικά στην πορεία μου στην υποκριτική. Η σκηνή είναι αμείλικτη, οπότε και εκείνη δε σε αντέχει και σε πετάει κάτω και εσύ δεν αντέχεις και κάποια στιγμή το παίρνεις απόφαση και κατεβαίνεις».
Η δική της οικογένεια
ΜΕΓΑΛΩΜΕΝΗ Η ΙΔΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ γεμάτο αγάπη, που την έκανε να αισθάνεται ελεύθερη, αλλά και να διακατέχεται από πειθαρχία, θα ήθελε να μεγαλώσει τα παιδιά της με τον ίδιο τρόπο. Είναι μητέρα του Αναστάση και του Αντώνη. Η ευτυχής κατάληξη της όμορφης σχέσης που έχτισε με τον σύζυγό της, Άκη Πάντο, που δεν έχει καμία σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. «Αυτό από μόνο του λειτουργεί σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης και γείωσης, αλλά και ελαφράδας που με ξυπνά από τον πλανήτη μου».
Οικογένεια ήθελε από πάντα, αρκεί να ερχόταν στη ζωή της ο κατάλληλος άνθρωπος. «Μου φαινόταν αρκετά μάταιο να μην έχεις κάποιον να μοιράζεσαι τη ζωή σου και να που τον βρήκα και οδηγηθήκαμε αβίαστα μέσα από μία όμορφη σχέση στο να φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια».
Τώρα που έγινε μητέρα κατανοεί πόσο δύσκολο είναι να είσαι γονιός. «Να σκέφτεσαι και να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση, να παίρνεις αποφάσεις, να έχεις υπομονή, να προσπαθείς να αναπτύξεις μία σωστή επικοινωνία με τα παιδιά σου, να τους δώσεις χώρο να είναι αυτό που είναι και να μην τα φορτώνεις με δικές σου προσδοκίες. Τα παιδιά είναι ένα τόσο δύσκολο αλλά ταυτόχρονα και τόσο ωραίο κεφάλαιο στη ζωή. Βασικά, για μένα μόνο αυτό αξίζει στη ζωή. Μεταφέρει την ύπαρξή μου σε άλλο επίπεδο, ανώτερο».
Επειδή όπως προανέφερε ήταν αρκετά εσωστρεφής ως παιδί και μετέπειτα, ως έφηβη, εξομολογείται ένα ακόμα καλό, από τα πολλά, που της έκανε η μητρότητα. «Πριν αποκτήσω οικογένεια, ήμουν πιο ελεύθερη στη σκηνή απ’ ότι στη ζωή μου. Κάτι που δεν ισχύει πια. Τα παιδιά, θέλεις δε θέλεις, σε βγάζουν προς τα έξω».
Βλέπει τη μητέρα της, που τη βοηθά καθημερινά ώστε να μπορεί να ισορροπεί -η ίδια γελάει με αυτή τη λέξη- μεταξύ σπιτιού και δουλειάς, με τα αγόρια της και συγκινείται κάθε φορά. «Είναι σαν να με βλέπω μικρή μαζί της. Τώρα, κατανοώ κάποια πράγματα που ίσως να χρέωνα ως παιδί στους γονείς μου».
Αν έχει ένα μεγάλο άγχος για τα παιδιά της -δεν της αρέσει αυτή η πρόταση, αλλά την έχει επαναλάβει αμέτρητες φορές: «Σε τι κόσμο έφερα το παιδί μου;»- είναι να καταφέρει να μεγαλώσει δύο καλά παιδιά. «Δύο καλούς άντρες, δύο καλούς ανθρώπους που θα μπορούν να σταθούν με την καλοσύνη τους απέναντι στον κόσμο. Δυστυχώς, όμως όπως λέει και ο Ντοστογιέφσκι, η καλοσύνη αντί να θεωρείται ευφυΐα, μπερδεύεται με την αδυναμία».
Χριστίνα Φαραζή, oneman.gr, 16.11.2022
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ