Για δεύτερη φορά ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται με έργο του Χένρικ Ιψεν, τη βάση όλου του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου και προδρόμου της ψυχανάλυσης, όπως λέει. «Το κουκλόσπιτο», που ανεβαίνει στις 11 του μηνός στο θέατρο Πορεία σε δική του μετάφραση, απόδοση και σκηνοθεσία, με συνεργάτιδα την Έρι Κύργια στη δραματουργία, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης, το 1879, προκάλεσε «θύελλα αντιπαραθέσεων» στον θεατρικό κόσμο και στη γεμάτη προκαταλήψεις κοινωνία.
Η υποκρισία που μπορεί να διαποτίζει ένα γάμο, τα κίβδηλα ιδεώδη, οι συνέπειες της επιπολαιότητας, τα ψέματα, οι εκβιασμοί, η κακοποίηση είναι ορισμένα από όσα θίγει το έργο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο γάμος της Νόρας, που υποδύεται η Λένα Παπαληγούρα, και του Τόρβαλντ Χέλμερ, ρόλο που ερμηνεύει ο Γιώργος Χριστοδούλου, καταρρέει με την αποκάλυψη ενός ψέματος και κυρίως την έλλειψη επικοινωνίας, και η «σύζυγος κούκλα» αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι τους. Όλα αυτά ενάμιση αιώνα πριν. Ποια γυναίκα, τότε, μπορούσε να επαναστατήσει εγκαταλείποντας σύζυγο και παιδιά; Ποια θα μπορούσε να είναι ο εαυτός της ή να θέλει να τον ανακαλύψει, σε μια κοινωνία αποκλειστικά ανδρική «με νόμους φτιαγμένους από άνδρες και με εισαγγελείς και δικαστές που αξιολογούν τη γυναικεία συμπεριφορά από αρσενική άποψη», όπως έγραψε ο συγγραφέας;
Ποια θα μπορούσε να είναι η Νόρα σήμερα; «Μια κοπέλα εύπορης οικογένειας που ζει στην Κηφισιά, έχει σπουδάσει σε δραματική σχολή, κάνει μεταγλωτίσσεις, έχει παντρευτεί ένα στέλεχος μεγάλης εταιρείας και ταυτοχρόνως είναι η γυναίκα που κρύβεται για να μην αποκαλύψει τον πραγματικό της εαυτό, και έτσι γίνεται υποχείριο των γύρω της. Υπάρχουν πολλές τέτοιες γυναίκες με καλές προθέσεις, που έχουν δεχτεί να λειτουργούν σε πλαίσιο κίβδηλο. Αυτό σημαίνει κουκλόσπιτο: ένας χώρος νεκρών αισθημάτων. Όταν ανακαλύπτει ότι η πραγματική επαφή είναι το ζητούμενο και όχι η κοινωνική ανέλιξη, αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία».
Ο Τόρβαλντ είναι κατά βάσιν ευγενής με ιδανικά που κινούνται γύρω από το λάιφσταϊλ, του αρέσουν τα μοδάτα μπαρ και έχει μια καλή γυναίκα, αλλά ζει χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει δώσει σημασία ούτε στις ανάγκες της Νόρας ούτε στον εαυτό του. Εκχυδαΐζει τον βίο του και πληρώνει το τίμημα της επιλογής του.
Το διάβασμα ενός έργου
Φεμινιστικό μανιφέστο για πολλούς, για τον Δημήτρη Τάρλοου το «Κουκλόσπιτο» «είναι πολύ περισσότερα από αυτό». Σημαντικό θέμα για κείνον είναι πώς διαβάζει κανείς τα έργα. Συχνά οι θεατές δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν σε κάποια ανεβάσματα, κλασικά κείμενα. «Είναι στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου καλλιτεχνικού ναρκισσισμού, όπου ο σκηνοθέτης είναι πάνω από τον συγγραφέα. Ευτυχώς, ανοίγει μια συζήτηση για το ζήτημα, πώς αντιμετωπίζει κάποιος ένα κλασικό κείμενο. Υπάρχει μεγάλη διαφορά στο πώς φέρνεις σε μια πιο σύγχρονη μορφή ένα έργο, ώστε να μην ακούγονται κάποια πράγματα του 19ου αιώνα, και στο να παρεμβάλλεις δικά σου ή κάποια λογοτεχνικά κομμάτια κ.ά. Και αυτό συμβαίνει για λόγους προβολής ώστε να αποκτήσουν κάποιοι μια πατέντα. Σημασία όμως έχει να γίνει εν τω βάθει δουλειά, ώστε το αποτέλεσμα να αναδείξει την πολυπλοκότητα των σχέσεων, ιδίως σε ένα τόσο σπουδαίο έργο».
Μια τομή στην κοινωνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα, αλλά και στη σημερινή, χαρακτηρίζει το «Κουκλόσπιτο». Από τα δυσκολότερα σημεία του ο σκηνοθέτης θεωρεί «την παρατήρηση του Ιψεν ότι οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν ένα είδος σχέσης, αλλά στην πραγματικότητα είναι και κάτι άλλο, καθώς και την τελευταία σκηνή ανάμεσα στη Νόρα και στον άντρα της. Τίθεται ένα μεγάλο ερώτημα: εάν η απόφαση της Νόρας είναι εντός πλαισίου ηθικής. Το ερώτημα δεν απαντάται στο έργο, ούτε από την παράστασή μας. Αφήνει ένα μεγάλο ερώτημα για τη σχέση των ανθρώπων. Φαίνεται ότι η απόφασή της δεν είναι απόλυτα επιθυμητή, αλλά είναι οδυνηρή και αναγκαία».
Ο Τάρλοου θέλησε να μιλήσει για όλα αυτά σε μια εποχή με πολλές γυναικοκτονίες, καταγγελίες, για ζητήματα φλέγοντα και επίκαιρα όπως η βία εις βάρος της γυναίκας, αλλά και πράγματα πιο περίπλοκα όπως ο γάμος. «Πώς ο θεσμός επηρεάζει τη ζωή τους, πόσο αλλάζει τη σεξουαλικότητά τους, τι είναι σωστό και αποδεκτό και τι όχι, πώς μεγαλώνουμε παιδιά, αν είμαστε όλοι ικανοί για γονείς. Οι σύγχρονοι γονείς συχνά ασχολούνται με τα παιδιά τους μέσω του τάμπλετ. Η προσωπική επαφή γονιών - παιδιών είναι σε πολλές οικογένειες μειωμένη λόγω έλλειψης χρόνου ή ενδιαφέροντος και τα παιδιά μεγαλώνουν μόνα ή με έναν άλλον άνθρωπο. Θίγεται επίσης τι σημαίνει κληροδοτώ στα παιδιά μου το είδος της ζωής που επιλέγω».
Ο πολιτισμός, το κράτος και το μεγάλο ψάρι που τρώει το μικρό
Ο σύζυγος της Νόρας αδυνατεί να πάρει αποφάσεις για τη ζωή του, αλλά και να στηρίξει τη γυναίκα του. «Δεν είναι μισητό, αλλά τραγικό πρόσωπο. Το έργο είναι επίκαιρο και γι’ αυτό. Βλέπουμε άντρες να εκμεταλλεύονται γυναίκες, αλλά πρέπει να δούμε και το αντίστροφο, πόσο οι άντρες είναι ανίκανοι, εξαιτίας του τρόπου που μεγάλωσαν, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να υπάρξουν ως έλλογα όντα».
Συζητάμε για τις σχέσεις γονέων - παιδιών που θίγει το έργο, ενώ από το βάθος ακούγονται μωρουδίστικες, χαρούμενες φωνούλες. Είναι η νεοφερμένη Φιλιώ, που απέκτησαν πρόσφατα με τη σύζυγό του Στέλλα Γιοβάνη. Η σχέση με τον 16χρονο Φίλιππο και τη 15χρονη Μανιώ από τον πρώτο του γάμο είναι καλή. «Με εμπιστεύονται, συζητάμε όσα τους απασχολούν. Πρόσφατα με αφορμή το ποίημα του Καβάφη “Οσο μπορείς”, που τους έβαλαν στο σχολείο, συζητήσαμε με τη Μανιώ για τον ευτελισμό της καθημερινότητας. Έφερα ως παράδειγμα τον τρόπο που θα επιλέξω να κάνω μια σκηνοθεσία. Δεν είμαι άγιος, αλλά γενικά λειτουργώ σε ένα πλαίσιο ηθικής. Το κατάλαβε και μου έφερε τα δικό της παράδειγμα. Ότι αρνήθηκε να ακολουθήσει την παρέα της, που είχε επιλέξει λάιβ ενός λαϊκού τραγουδιστή, γιατί δεν της άρεσε, αν και το τρέντι ήταν να ακολουθήσουν όλοι. Ήταν σωστό, επέμενε στην άποψή της για κάτι που δεν αποδέχεται. Δεν είμαι ο ιδανικός μπαμπάς που τρέχει τα παιδιά του σε διάφορες δραστηριότητες. Με απασχολεί αρκετά η καλλιτεχνική μου δραστηριότητα και αυτό, ίσως, με αποκόπτει από ένα κομμάτι της καθημερινότητας. Με τον Φίλιππο θα πάμε μαζί στο γήπεδο, θα κάνουμε συζητήσεις. Όπως ένα όνειρό του που τον τρόμαξε. Είχε να κάνει με τον θάνατο και τι προλαβαίνουμε να κάνουμε όσο είμαστε εν ζωή. Πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου να γίνει οπαδός και να φωνάξεις για την ΑΕΚ και εξίσου να δεις μια ανοιχτή πρόβα, του είπα. Πάντα μου λένε την άποψή τους και για τις παραστάσεις».
Η δική του σχέση με τους γονείς; «Όλο το πλαίσιο είναι συγχωρητικό. Όταν περνάνε τα χρόνια και γίνεσαι κι εσύ μεσήλικας, πρέπει μέσω της δικής σου διεργασίας να μπορείς να συγχωρείς τους γονείς σου ουσιαστικά, όχι λεκτικά».
Έξι παραγωγές (οι δύο συμπαραγωγές) ο φετινός προγραμματισμός του Πορεία, ξεκίνησε με υψηλές προπωλήσεις. Πάνω από 3.000 εισιτήρια ένα μήνα πριν από το ανέβασμα του «Κουκλόσπιτου» είναι «η καλύτερη προπώληση μετά τη χρονιά της “Μεγάλης χίμαιρας”». Το «Όνειρο ενός γελοίου» από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης είναι επίσης γεμάτο. Αγκάθι είναι οι επιχορηγήσεις, «άδικες για όσους έκαναν προγραμματισμό διετίας. Δεν μπορεί, π.χ., για τον προγραμματισμό πέντε έργων να λαμβάνεις 50.000 ευρώ και ο άλλος με μονοετή προγραμματισμό, 30.000 ευρώ». Η Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής συνεχίζει - τον Απρίλιο ανεβαίνει ένα ακόμη έργο που προέκυψε απ’ αυτήν, το «Garamond 12» της Μαρίας Δριμή-, «όμως δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να διατηρηθεί η σχολή. Είναι θέμα βιωσιμότητας». Δεν υπάρχει καμία ενίσχυση για το εργαστήριο και το νεοελληνικό έργο, παρότι, όπως λέει ο Δ. Τάρλοου, «είναι η πρώτη φορά που έχουμε μια τόσο οργανωμένη διασύνδεση μεταξύ σκηνικής πράξης και εκπαίδευσης».
Δεν υπάρχει καμία πρωτοβουλία για συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ. «Το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την πολιτιστική πολιτική είναι ένα ζήτημα. Στη Λιθουανία θεωρούν βαριά βιομηχανία την κουλτούρα τους, την οποία διαφημίζουν και τους σκηνοθέτες τους με παραστάσεις στο εξωτερικό. Εδώ δεν υπάρχει τέτοιου είδους σκέψη. Το αναλαμβάνουν μόνοι τους οι μεγάλοι οργανισμοί όπως η “Στέγη” ή το “Νιάρχος”, αλλά δεν το θεωρώ σωστό να μην υπάρχει κρατική εμπλοκή.
Η διασύνδεση του κράτους με τα μεγάλα ιδρύματα θα έπρεπε να είναι διαφορετική. Γιατί πρέπει να είναι μονοπώλιο των μεγάλων ιδιωτικών οργανισμών; Μέσα σε αυτή την άγρια πια πραγματικότητα, καθένας προσπαθεί να επιβιώσει όπως μπορεί. Όμως το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό».
Γιώτα Συκκά, Καθημερινή, 13.11.2022
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ