Το Prima Facie μας θυμίζει ότι το θέατρο είναι μια λεωφόρος κοινωνικής αλλαγής. Όταν το έργο πρωτοπαίχτηκε το 2019, η Μίλερ έκανε μια παράσταση αποκλειστικά για γυναίκες. Μεταξύ των γυναικών που προσκλήθηκαν σε αυτό το σόου ήταν πολιτικοί από πολιτειακά και ομοσπονδιακά κοινοβούλια, δικαστές, μεταξωτές και δικηγόροι. Πολλά σχολεία αρρένων, καθώς και μέλη της Επιτροπής Νομικής Μεταρρύθμισης, κλήθηκαν επίσης να παρακολουθήσουν παραστάσεις κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Η συμπόνια που είναι εμφανής στις συζητήσεις μετά την παράσταση που ακολούθησαν ορισμένες από αυτές τις παραστάσεις, είπε η Miller, προσφέρει έναν «φάρο ελπίδας» στις μελλοντικές γενιές. Ίσως για να τονίσουμε αυτό, η μαγνητοσκοπημένη θέαση του έργου είναι πλέον υποχρεωτική για την έδρα του High Court στη Βόρεια Ιρλανδία. Το Prima Facie στέλνει ένα μήνυμα σε ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την αλλαγή.
Η Υπόθεση
Η ιστορία επικεντρώνεται στην Tessa Ensler, μια λαμπρή και φιλόδοξη δικηγόρο ποινικού δικαίου, που ειδικεύεται ως συνήγορος υπεράσπισης, συχνά και θυτών σεξουαλικών εγκλημάτων. Η Tessa, βαθιά πεπεισμένη για τη δύναμη του νόμου και τη δυνατότητα του συστήματος να απονείμει δικαιοσύνη, αντιμετωπίζει μια προσωπική τραγωδία όταν πέφτει η ίδια θύμα βιασμού. Η σύγκρουση μεταξύ της επαγγελματικής της πίστης στον νόμο και της προσωπικής της εμπειρίας ως θύματος αποτελεί την καρδιά του έργου.
Η πλοκή ξεδιπλώνεται μέσα από τον εσωτερικό διάλογο της Tessa, όπου εκφράζονται ταυτόχρονα η σιγουριά και η αγωνία της. Από την αρχική της αλαζονεία ως μια επαγγελματίας που “παίζει” το σύστημα με μαεστρία, περνά σε μια συγκλονιστική συνειδητοποίηση της αδικίας που είναι βαθιά ριζωμένη στη διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης. Το Prima Facie αγγίζει ευαίσθητα και πολυσύνθετα ζητήματα, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες του νομικού συστήματος. Ειδικότερα, το έργο διερευνά την έννοια της “πρωτογενούς απόδειξης” (prima facie) – μιας νομικής αρχής που καθορίζει την εγκυρότητα μιας υπόθεσης μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Η ίδια η ζωή της Tessa έρχεται να συγκρουστεί με αυτή την αρχή, αποκαλύπτοντας την αδυναμία του συστήματος να αντιμετωπίσει την αλήθεια των θυμάτων.
Η Miller διερευνά με μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία τις έμφυλες ανισότητες και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν στις διαδικασίες απόδοσης δικαιοσύνης. Το έργο επισημαίνει πώς το νομικό πλαίσιο συχνά δεν προστατεύει τα θύματα αλλά, αντιθέτως, λειτουργεί ως εμπόδιο στην απονομή δικαιοσύνης, συχνά δικάζοντας το θύμα, και όχι το θύτη. Παράλληλα, εξετάζει το θέμα της ηθικής σύγκρουσης, καθώς η Tessa καλείται να επαναπροσδιορίσει την πίστη της στο σύστημα που μέχρι τότε υπηρετούσε με πάθος.
Δραματουργία και Σκηνοθεσία
Το κείμενο της Suzie Miller είναι σφιχτό, γεμάτο ένταση και προοδευτικά χτίζει την ένταση μέχρι την κορύφωση. Ο ρυθμός είναι έντονος, με εναλλαγές ανάμεσα σε νομική γλώσσα, προσωπική εξομολόγηση και φιλοσοφική σκέψη. Η γλώσσα της είναι απλή αλλά γεμάτη συναισθηματική δύναμη, επιτρέποντας στον θεατή να συνδεθεί βαθιά με την Tessa. Η μονολογική μορφή του έργου το καθιστά ιδιαίτερα απαιτητικό για την ηθοποιό, αλλά και μοναδικά καθηλωτικό. Ο Γιώργος Οικονόμου χρησιμοποιεί λιτό σκηνικό και υποβλητικό φωτισμό για να επικεντρωθεί στη δύναμη του λόγου και των συναισθημάτων της Tessa. Η σκηνοθεσία του αφήνει χώρο για τον θεατή να συναισθανθεί και να συμμετέχει νοητά στο προσωπικό δράμα της πρωταγωνίστριας.
Ως παράσταση μιας γυναίκας, το έργο είναι ιδιαίτερα οικείο. Πρέπει να είναι. Η θεματολογία το απαιτεί. Κάποια στιγμή, τα φώτα ανάβουν το κοινό καθώς η Tessa αντιμετωπίζει τις αδυναμίες του νομικού συστήματος, πώς τα θύματα θυματοποιούνται περαιτέρω στη δίκη και αναγκάζονται να εξιστορήσουν την επίθεσή τους, ξανά και ξανά, άψογα, αναμφίβολα, προκειμένου να κερδίσει κάποια εμφάνιση δικαιοσύνη. Και όλα αυτά τα επιτυγχάνει η εξαιρετικά ώριμη και ουσιαστικά δουλεμένη ερμηνεία της Λένας Παπαληγούρα, η οποία αποδεικνύει για μια ακόμα φορά την έφεση της στους μονολόγους.
Ερμηνεύοντας έναν χαρακτήρα βουτηγμένο σε συναισθηματική αναταραχή και ηθική πολυπλοκότητα, η Παπαληγούρα ζωντανεύει τους φόβους και την σταδιακή καταρράκωση μιας γυναίκας που αγωνίζεται για δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που συχνά παραβλέπει την ανθρωπιά της. Η ερμηνεία της δεν είναι απλώς μια ενσάρκωση ενός ρόλου. Είναι μια βαθιά διερεύνηση των θεμάτων που στηρίζουν την αφήγηση, αφήνοντας μια διαρκή επίδραση στο κοινό.
Από την πρώτη στιγμή η Παπαληγούρα περιηγείται με στις περιπλοκές του χαρακτήρα της με φινέτσα και ερμηνευτική ευλυγισία που μιλά για την εκτεταμένη εκπαίδευση και την αφοσίωσή της στην νομική επιστήμη. Μια ιδιαίτερα οδυνηρή στιγμή προκύπτει όταν ο χαρακτήρας της έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα μιας τόσο τραυματικής εμπειρίας όσο η σεξουαλική κακοποίηση, μια σκηνή που εξισορροπεί την ευαλωτότητα με την ανθεκτικότητα. Η ικανότητα της Παπαληγούρα να μετατοπίζεται ανάμεσα στον ακατέργαστο συναισθηματικό πόνο και την ατσάλινη αποφασιστικότητα είναι εξαιρετική, παρασύροντας το κοινό στην εσωτερική της πάλη. Είναι σε αυτές τις στιγμές ευπάθειας που το ταλέντο της λάμπει περισσότερο, καταφέρνει να προκαλέσει ενσυναίσθηση ενώ προκαλεί τους θεατές να αντιμετωπίσουν τις δικές τους προκαταλήψεις και τους κοινωνικούς κανόνες.
Η Tessa της Παπαληγούρα έρχεται αντιμέτωπη και με το victim blaming και αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του έργου. Είναι θύμα των στερεοτύπων και των κουτσομπολιών, ανθρώπων που μιλάνε και λένε τα λάθος πράγματα και ανθρώπων που βλέπουν και ξέρουν, αλλά δεν κάνουν τίποτα. Ακούγονται πολλές τέτοιες «φωνές» μέσα στο έργο, είναι λες και η Tessa έχει καταπιεί όλα αυτά τα σχόλια και τις γνώμες, τις αναπαράγει, παλεύει μαζί τους, προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, φτάνει στο σημείο να λοιδορεί και να αμφισβητεί η ίδια τον εαυτό της, όπως τα περισσότερα θύματα που “δικάζονται” για όσα υπέστησαν, μέσα στα πλαίσια μια βαθιά πατριαρχικής κοινωνίας και νομικής τάξης.
Σε αυτά τα σημεία η ερμηνεία της Παπαληγούρα σηματοδοτείται από τη λεπτή χρήση της γλώσσας του σώματος και της φωνητικής κλίσης. Χρησιμοποιεί λεπτές χειρονομίες που μεταφέρουν στρώματα νοήματος, συχνά επικοινωνώντας περισσότερο με μια φευγαλέα ματιά ή ένα τρέμουλο στη φωνή της παρά μόνο μέσω του μονολόγου. Αυτή η τεχνική της όχι μόνο ενισχύει το βάθος του χαρακτήρα της, αλλά επίσης ενισχύει τα θέματα της σιωπής του έργου και τις ανείπωτες αλήθειες που διαποτίζουν τις ζωές όσων πλήττονται από συστημικές αδικίες. Η σκηνική της παρουσία είναι μαγνητική, μετατρέποντας το θέατρο σε έναν χώρο όπου το κοινό αισθάνεται τόσο το βάρος του χαρακτήρα όσο και το τρεμόπαιγμα της ελπίδας που διαπερνά την πορεία της. Η ερμηνεία της Παπαληγούρα αντηχεί σε αυτά τα θέματα, καθώς ενσαρκώνει τον αγώνα ενάντια σε ένα σύστημα που συχνά περιθωριοποιεί τις φωνές των καταπιεσμένων. Η ερμηνεία της, ειδικά στην “αγόρευση” της, χρησιμεύει ως μια κραυγή για αναγνώριση και αλλαγή, ενθαρρύνοντας το κοινό να αναλογιστεί τους δικούς του ρόλους στη διαιώνιση ή την αμφισβήτηση αυτών των αδικιών. Η συναισθηματική αυθεντικότητα που φέρνει στον χαρακτήρα επιτρέπει στους θεατές να ασχοληθούν με το υλικό σε προσωπικό επίπεδο, προκαλώντας συζητήσεις που εκτείνονται πολύ πέρα από τα όρια του θεάτρου.
Το Prima Facie είναι ένα έργο που ανταποκρίνεται έντονα στις σύγχρονες συζητήσεις γύρω από τη σεξουαλική κακοποίηση, το κίνημα #MeToo και την ανάγκη για μεταρρύθμιση του νομικού συστήματος. Εξετάζοντας τη δυσκολία της απόδειξης της ενοχής σε υποθέσεις σεξουαλικής βίας, το έργο γίνεται μια ισχυρή φωνή που απαιτεί αλλαγή. Η Miller επιτυγχάνει να συνδέσει το προσωπικό με το πολιτικό, προσφέροντας μια εμπειρία που προκαλεί όχι μόνο τη συναισθηματική αλλά και τη νοητική εμπλοκή του κοινού. Οι θεατές φεύγουν από την παράσταση όχι μόνο συγκινημένοι αλλά και προβληματισμένοι για τη δομή της δικαιοσύνης και την κοινωνική της λειτουργία.
Είναι μια παράσταση που όλοι θα έπρεπε να δουν – όχι μόνο για την θεατρική – αισθητική της αξία, αλλά και για τη βαθιά της κοινωνική σημασία. Στο τέλος, το Prima Facie δεν είναι απλώς μια ιστορία για τη δικαιοσύνη· είναι μια κραυγή για αλλαγή. Αυτό το έργο είναι μια έντονη υπενθύμιση ότι οι νόμοι γύρω από τη σεξουαλική επίθεση έχουν απογοητεύσει τις γυναίκες και την κοινωνία. Αλλά ο νόμος είναι οργανικός και όταν αποτυγχάνει να αποδώσει δικαιοσύνη, όπως μας λέει η Tessa στην τελευταία γραμμή του έργου, «κάτι πρέπει να αλλάξει».
Κάτια Σωτηρίου, mytheatro.gr, 3.12.2024