Με πολλές περγαμηνές ήρθε στην Ελλάδα το έργο της -νομικού και θεατρικής συγγραφέα- Σούζι Μίλερ. Σε μορφή μονολόγου, πραγματεύεται το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης και συγκεκριμένα της ελλιπούς νομικής αντιμετώπισής της. Ηρωίδα είναι η Τέσα Ένσλερ, μία ικανή δικηγόρος, που έχει υπερασπιστεί αρκετές φορές άνδρες που κατηγορούνται για διάπραξη βιασμού, ώσπου θα βρεθεί η ίδια στη θέση του θύματος και θα αντιληφθεί ότι το σύστημα και οι νόμοι τους οποίους υπερασπιζόταν είναι στην πραγματικότητα στρεβλοί. Το έργο ξεκινάει δυναμικά, μεταφέροντας την αδρεναλίνη που επικρατεί σε μία δίκη, τον ανταγωνισμό του επαγγέλματος που σπέρνεται ήδη από το στάδιο της φοίτησης της νομικής επιστήμης, και κυρίως δίνοντας μια εικόνα του πώς δομείται το σύστημα των νόμων και κατ’ επέκταση το οικοδόμημα της δικαιοσύνης: "δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι υπήρχε συναίνεση, αρκεί να δειχτεί πως ο κατηγορούμενος πίστευε πως υπήρχε συναίνεση", θα πει χαρακτηριστικά η Τέσα, εξηγώντας πώς κερδίζονται τα σχετικά δικαστήρια. Η ερωτική σχέση που θα συνάψει με έναν συνάδερφό της μας εισάγει στο κυρίως ζητούμενο -δηλαδή αυτό της συναίνεσης- και από εδώ και πέρα το έργο αποκτάει πολύ συγκεκριμένο στόχο. Μάλιστα, μπορεί να υποστηριχτεί ότι δραματουργικά ζημιώνεται, ειδικά όσο παίρνει τη μορφή ενός "κατηγορώ", αν και είναι έξυπνη η κίνηση της συγγραφέα να το παρουσιάσει ως την αγόρευση της ηρωίδας, δικαιολογώντας έτσι το καταγγελτικό, διδακτικό ύφος του. Παρ’ όλ’ αυτά, το έργο δεν παύει να αποτελεί ένα σύγχρονο δείγμα μάχιμου πολιτικού θεάτρου και η παρουσία του στο σύγχρονο ρεπερτόριο πολύ σημαντική.
Το έργο αναδεικνύεται στη ζωηρή σκηνοθεσία του Γιώργου Οικονόμου, ο οποίος δεν αρκείται σε μία "απλή" απόδοση. Η παράστασή του έχει ενέργεια, ρυθμό, εντάσεις και συναισθηματικές διαβαθμίσεις, διαχέεται στην πλατεία με πάθος. Φυσικά, έχει και μια πολύ καλή Λένα Παπαληγούρα στην πρώτη ελληνική ερμηνεία του ρόλου, η οποία, αεικίνητη και γεμάτη ενέργεια, κάνει τη σκηνή και το έργο κτήμα της. Σε μια σημαντική ερμηνευτική στιγμή, η ηθοποιός αλλάζει προσωπεία, διαθέσεις και συμπεριφορές, "δημιουργεί" απολύτως τις επιμέρους καταστάσεις του έργου, τις διαμορφώνει με το σώμα, τη φωνή και την ψυχή της, αναδεικνύει το χιούμορ, το σαρκασμό, την ειρωνεία, τον κυνισμό και την οδύνη του. Ένα τραπέζι και δύο οθόνες είναι τα μόνα σκηνικά αντικείμενα (σκηνικό-κοστούμια: Πάρις Μέξης), όμως η ερμηνεία της είναι αυτή που επιβάλλεται επί σκηνής, ωραία υποστηριγμένη από τη μουσική (Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου) και την κινησιολογία (Αγγελική Τρομπούκη).
Τώνια Καράογλου, Aθηνόραμα, 29.11.2024