Στο θέατρο Πορεία ο Δημήτρης Τάρλοου επιλέγει να σκηνοθετήσει το επικό μυθιστόρημα του Φίοντορ Ντοστογιέφκσι, το μνημειώδες Έγκλημα και Τιμωρία, σε κείμενο του Θανάση Τριαρίδη, το οποίο αποτελεί θεατρική μεταφορά του πρωτότυπου. Στο κείμενο τηρούνται οι βασικές συντεταγμένες του μεγαλειώδους λογοτεχνικού έργου.
Έτσι ο Ρασκόλνικοφ, ο ανακριτής Πορφύρης, ο Σβιντριγκάιλοφ, η Σόνια, η Αλιόνα (εδώ ως φάντασμα), ο Ραζουμίχιν, η Ντούνια περιδινίζονται στη μεταδομημένη εκδοχή για το θέατρο που καταθέτει ο Τριαρίδης και η οποία έχει διττή πορεία: από τη μια εκκινεί και θέτει επί σκηνής την ιστορία, από την άλλη μπορεί να αναγνωσθεί και ανεξάρτητα από το μυθιστόρημα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα.
Ο ρόλος του Ντοστογιέφσκι
Επί σκηνής, εμβόλιμος και επινοημένος στην θεατρική μεταφορά, εμφανίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Ντοστογιέφσκι σκηνικά λειτουργεί σαν τη φωνή που κινητοποιεί τις διεργασίες του εσωτερικού διαλόγου τόσο στους χαρακτήρες που φτιάχνει ο ίδιος, όσο και στη δική προσωπική διερώτηση για τα όρια του δικαίου και του αδίκου.
Η επιλογή του παιχνιδιού μεταξύ του λογοτεχνικού και του θεατρικού στησίματος και η εμφάνιση ενός έτερου σκηνικού προσώπου εν είδει εξομολογητή και raisonner, θέτει σε ισχύ τις λειτουργίες του αναστοχασμού και της αποστασιοποίησης τόσο μέσα στο σκηνικό γεγονός όσο και στην επικοινωνία κοινού-παράστασης, κάτι που ενισχύει τη σκηνοθετική ματιά να λειτουργήσει με όρους αμιγώς μοντέρνους, μη ταυτισιακούς και αυστηρά πειθαρχημένους. Ο Τριαρίδης δομεί τη θεατρική μεταφορά με σαφήνεια.
Η ιστορία παρουσιάζεται σαν αλληλουχία επεισοδίων, οι χαρακτήρες είναι καλοχτισμένοι και ο βασικός εννοιολογικός πυρήνας ενεργός. Από μόνη της εξάλλου η μεταφορά ενός δύσκολου έργου, το οποίο λειτουργεί με όρους σύμπλεξης προσώπων, παράλληλων ιστοριών, αναδρομών, πολυτοπικών και πολυχρονικών καταστάσεων, συναισθηματικής έντασης και ψυχολογικών ημιτονίων, είναι ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Πολλώ δε μάλλον που ο χρόνος της παράστασης, αυτός των ενενήντα λεπτών επιβάλλει σκηνική οικονομία και πειθαρχία, στοιχεία που διατρέχουν καθαρά τη σκηνοθεσία.
Αν κάτι λείπει από τους σκηνικά παρόντες, είναι ο Μαρμελάντοφ, ο πατέρας της Σόνιας, στον οποίο ο Νοστογιέφσκι έχει επενδύσει στο μυθιστόρημά του, καθώς η δική του παρουσία, η απόγνωση, η καταβύθιση φωτίζει αντιστικτικά το χαρακτήρα της όμορφης Σόνια, η οποία αναγκάζεται να εκπορνευθεί για να ζήσει αυτή και η θετή της οικογένεια, και η που στο βιβλίο είναι ένας χαρακτήρας ιδιαίτερος, αντισυμβατικός, καθώς συνδυάζει την αμαρτία με την αγιοσύνη και την άδολη αγάπη, αποτελώντας εντέλει αληθινή πρόκληση για την ηθοποιό που καλείται να ενσαρκώσει το ρόλο.
Εν προκειμένω, η Μαριάννα Πουρέγκα στο ρόλο της Σόνια έχει να κερδίσει ένα δύσκολο στοίχημα, καθώς χωρίς την παρουσία του Μαρμελάντοφ επωμίζεται την ανάδειξη μιας σύνθετης ψυχοσύνθεσης χωρίς αντίβαρα. Έτσι επιτελεί μια τίμια ακροβασία, αμφίθυμη, αλλά συγκινητική.
Ο Δημήτρης Ήμελλος στο ρόλο του επιθεωρητή Πορφύρη Πέτροβιτς, ο οποίος ερευνά την ανάμιξη του νεαρού φοιτητή Ρασκόλνικοφ για το φόνο της γριάς τοκογλύφου Αλιόνα Ιβάνοβνα και της αδερφής της, είναι στιβαρός, παρουσιάζει καθαρά τη διττή περσόνα του ρώσου γραφειοκράτη ανακριτή, που όμως βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο τόσο με την επαγγελματική του ιδιότητα όσο και με τις φιλοσοφικές αλλά πάντα πραγματιστικές ανησυχίες του.
Ο Ρασκόλνικοφ του Προμηθέα Αλειφερόπουλου είναι εξωστρεφής στην οδύνη και στις προθέσεις του. Ο ηθοποιός έχει κάνει καθαρή ανάγνωση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα τον οποίο επιτελεί, χωρίς να δίνει χώρο στις πολλαπλές αμφιβολίες, τα πισωγυρίσματα του και τη συντριβή του αντίστοιχου μυθιστορηματικού ήρωα. Ο δικός του Ρασκόλνικοφ εκκινεί από το κείμενο του Τριαρίδη και αυτόν αναδεικνύει με συνέπεια και ενέργεια. Η Ντούνια της Στέλλας Βογιατζάκη έχει τη δύναμη ενός συμπιεσμένου ελατηρίου και παραστασιακή ευγένεια.
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος στο διπλό ρόλο του Ραζουμίχιν και του Ντοστογιέφσκι προσεγγίζει με ευαισθησία και τα δύο πρόσωπα. Η Σοφία Σεϊρλή ως μητέρα του Ρασκόλνικοφ καταφέρνει να αποδώσει το ρόλο με θερμοκρασία, ενώ στο ρόλο της πεθαμένης, φασματικής Αλιόνα θέτει ενώπιον του κοινού μια ολοκληρωμένη, συμπυκνωμένη παρουσίαση ενός οιονεί παρόντος προσώπου, που επί της ουσίας αποτελεί βασικό άξονα της πλοκής.
Ο Δημήτρης Μπίτος στο ρόλο του Σβιντριγκάιλοφ, δίνει μια ερμηνεία αναπάντεχα αποκαλυπτική. Σπάει το ρυθμό, κορυφώνει την ένταση, θέτει σε κίνηση τα τεκταινόμενα, ορίζει με την παρουσία του τη διάδραση των χαρακτήρων. Κατάφερε όχι μόνο να «διαβάσει» με ακρίβεια το χαρακτήρα που ερμηνεύει, αλλά να τον εξελίξει λογικά, σωματικά, κινησιολογικά.
Τα πρόσωπα έχουν ως αναφορά τη ρηχή πέτρινη τάφρο που διατρέχει παράλληλα τη σκηνή. Η υδάτινη τομή χωρίζει τις επικράτειες του χώρου και του χρόνου, του συνειδητού και του ασυνείδητου, του ατομικού και του συλλογικού. Η παρουσία του νερού, στο οποίο όλοι οι χαρακτήρες του έργου τελικά μετέρχονται, ο καθένας με το δικό του τρόπο, είναι ίσως από τα πιο φορτισμένα σκηνικά σημεία. Το νερό ως φορέας της κάθαρσης, ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ως όριο κάποιας διαβατήριας τελετής, αλλά και ως καταβύθιση, σημασιοδοτεί πολλαπλώς τα τεκταινόμενα στη σκηνή, εκεί όπου κομμάτια από τον πολυπρισματικό κόσμο του Ντοστογιέφσκι αποκτούν σώμα, κίνηση, αναπνοή, για να διηγηθούν, να ποθήσουν, να θρηνήσουν, να στοχαστούν, να απελπιστούν.
Στο σκηνικό που επιμελείται η Θάλεια Μέλισσα, η οργάνωση των μεταλλικών αψίδων, οι πλευρικές τζαμαρίες, η έμφαση στο μέταλλο την πέτρα, το γυαλί και η καλά γεωμετρημένη οργάνωση των υπόλοιπων σκηνικών αντικειμένων, ορίζουν με καθαρότητα το χώρο δράσης, αντίδρασης, απόδρασης των προσώπων του δράματος. Ο χώρος λειτουργεί ως εξομολογητήριο, ως ναός, αλλά και ως φυλακή. Τα πρόσωπα που εμφανίζονται σταδιακά στη σκηνή, φεύγουν, επανέρχονται, συνδιαλέγονται και το καθένα συντρίβεται με το δικό του απόλυτο τρόπο, φαίνεται ότι δεν μπορούν να διαφύγουν από τον τόπο που σημαίνεται ως καταφύγιο αλλά και ως κελί.
Το παιχνίδι με την κάμερα
Το παιχνίδι με την κάμερα και τις προβολές ενισχύει ακριβώς την κλειστοφοβική αίσθηση που διαχέεται σαν τη ρώσικη ομίχλη στην τσαρική Αγία Πετρούπολη. Τα κοντινά πλάνα, η επίμονη εστίαση στα πρόσωπα και στις εκφράσεις τους, η παράλληλη ανάδειξη των χαρακτήρων σε πρώτο και δεύτερο πλάνο, αλλά και ο οπτικός πολυμερισμός του χώρου και του χρόνου ενισχύονται, αναδεικνύοντας ακριβώς την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και των καταστάσεων που τόσο ανυπέρβλητα έχει συνθέσει ο Ντοστογιέφκσι.
Εμφαίνω στη χωρική διαχείριση καθώς ο σκηνικός χώρος αναδεικνύεται σε ισχυρό «συνομιλητή» των προσώπων στο αυστηρά σκηνοθετημένο δραματικό τοπίο, το οποίο απηχεί τον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, ακριβώς τις πιο κρίσιμες ώρες για το πνεύμα και το σώμα: εκείνες όπου το φως παίζει περίεργα παιχνίδια με το σκοτάδι, τότε όπου η συνείδηση χαλαρώνει τις άμυνές της και ο νους επιτρέπει σε όσα στοιχειώνουν το σώμα και το πνεύμα να έρθουν στην επιφάνεια. Ζητώντας το δικό τους χώρο, τη δικαίωση, την καταδίκη ή τη σωτηρία. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συντονίζονται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς και η μουσική του Φώτη Τσιώτα δίνει την απαραίτητη «υγρασία» στα σκηνικά επεισόδια.
Αποστασιοποίηση
Η σκηνοθετική ματιά του Τάρλοου ευνοεί την αποστασιοποίηση του θεατή στο δράμα, μόνο και μόνο για να επιτρέψει στη συνέχεια την κριτική εμβύθιση στο θεατρικό γεγονός με όρους ατομικής εμπλοκής. Η πρόταση του Τάρλοου απαιτεί από τον θεατή εγρήγορση και αναστοχασμό. Το Έγκλημα και Τιμωρία στο θέατρο Πορεία είναι μια παράσταση που χρειάζεται το χρόνο της για να επενεργήσει στο θεατή, να διαβρώσει τις άμυνές του και να ενισχύσει τις αμφιβολίες του για το σωστό και το λάθος, το καλό και το κακό, τη σωτηρία και την καταδίκη.
Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι, αν και σε πρώτο επίπεδο φέρνει το δράμα σε ένα τέλος, αυτό είναι ωστόσο δίσημο, εκκρεμές. Όπως βασανιστικά εκκρεμής παραμένει η συμφιλίωση με τον εαυτό και τον άλλο. Και τούτο ο σκηνοθέτης αφήνει να φανεί, καθώς οργανώνει ένα σκηνικό αφήγημα ανοικτού τέλους και αμφίσημης αθωότητας, όπως συμβαίνει εξάλλου σε κάθε κρίσιμη διερώτηση για τη ζωή και το θάνατο.
Ελευθερία Ράπτου, bookpress.gr, 9.2.2024
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Έγκλημα και Τιμωρία