Disclaimer: μας επιτρέπουμε να σας μιλήσουμε για την παράσταση που είδαμε πρόσφατα με μια δεδομένη –κι ως ένα βαθμό επιθυμητή- άγνοια. Ομολογούμε ότι δεν έχει προηγηθεί η μελέτη που επιβάλλεται όταν πρόκειται για το “κορυφαίο ψυχογράφημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ηθικής.” Θα πρέπει, νιώθουμε, να προηγηθεί σοβαρή έρευνα προκειμένου να γράψουμε για το “Έγκλημα και Τιμωρία” σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία. Το επιβάλλουν τα μεγέθη. Το κείμενο του Ντοστογιέφσκι. Το δοκίμιο του Κωστή Παπαγεώργη. Η ευρηματική θεατρική μεταφορά του Θανάση Τριαρίδη. Η επιμελημένη, έξοχα μεθοδική, σχεδόν επιστημονική δουλειά μιας ολόκληρης ομάδας ανθρώπων πάνω και κάτω από τη σκηνή. Η αίσθησή μας είναι ότι πρόκειται για ένα έργο που οι συντελεστές μελέτησαν, ανέλυσαν, δούλεψαν συστηματικά και για καιρό με το αριστερό ημισφαίριο* του εγκεφάλου τους πριν αρχίσουν να καταπιάνονται με το δεξί. Για να απευθυνθούν στη συνέχεια και στο δικό μας δεξιό ημισφαίριο*. Δηλαδή στο συναίσθημά μας. Στη φαντασία μας. Στην προσοχή, την παρόρμηση, τη συγκίνησή μας. Στην αγωνία, την επιθυμία, την κρίση μας.
Η τοποθέτησή μας έχει το αφιλτράριστο ενός γρήγορου, οπωσδήποτε όχι τέλειου σκίτσου. Αν είστε σύμφωνοι με αυτό, παρακαλούμε να συνεχίσετε την ανάγνωση. Ευελπιστούμε ότι το σκίτσο μας θα εμπεριέχει όλη την απαραίτητη πληροφορία που θα σας κάνει να πάτε και να δείτε οι ίδιοι μια παράσταση που αξίζει την προσοχή και το συναίσθημά σας. Ένα έργο πολυπρόσωπο, πολύπλευρο από τη φύση του αλλά και πολύπλευρα ιδωμένο, που θα σταθεί αφορμή να εμβαθύνετε όσο επιθυμείτε στις συνθήκες και τους λόγους που το δημιούργησαν -τότε και τώρα.
Η υπόθεση είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο Ρασκόλνικοφ, φοιτητής στις φτωχογειτονιές της Αγίας Πετρούπολης, σκοτώνει με μπαλτά τη γριά τοκογλύφο Αλιόνα Ιβάνοβνα και την αδερφή της. Η παράσταση ξεκινά μέσα στο γραφείο του Αστυνόμου που τον ανακρίνει για το έγκλημα.
Πορφύριος Πετρόβιτς /Αστυνόμος: μια έξοχη, με σωστά υλικά δομημένη -αν και σε καμιά περίπτωση μη αναμενόμενη- ερμηνεία μαθηματικής ακρίβειας από έναν σίγουρο και χαρισματικό Δημήτρη Ήμελλο. Ο Αστυνόμος γίνεται εμμονικός με την ανακάλυψη του ενόχου. Δουλεύει, παλεύει, αυτοκυριαρχείται αλλά και σκυλιάζει, φοβάται (ότι μπορεί να του γλιστρίσει ο ένοχος) και φοβίζει. Απειλεί ευθέως τους ανθρώπους που ανακρίνει στο γραφείο του. Ξέρει ότι οι δολοφονημένες ήταν “σιχάματα”, αλλά θεωρεί αποστολή του να επιβάλλει την τάξη. Φτάνει στα άκρα προκειμένου να αναγκάσει τον Ρασκόλνικοφ να ομολογήσει. Τάζει λεφτά μέχρι στον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι, που ένα έξυπνο εύρημα του Τριαρίδη τον φέρνει επί σκηνής να παρακολουθεί τις ανακρίσεις του Αστυνόμου, για να τον βοηθήσει να αποσπάσει την ομολογία του ενόχου. Ο Αστυνόμος Πετρόβιτς, πεπεισμένος για την ενοχή του φοιτητή, ζητάει αποδείξεις με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα.
Ροντιόν Ρασκόλνικοφ: υπεράνθρωπος ή νάρκισσος; Μεσσίας -όπως τον βλέπουν οι τρεις γυναίκες της ζωής του- ή σαλεμένος μεγαλομανής; Οξείας αντίληψης, προικισμένο μυαλό -και καρδιά- που σκοτώνει για να κάνει καλό στον κόσμο; Ή ιδεοληπτικός και εν τέλει απλώς άλλος ένας εγκληματίας ανάμεσα στους τόσους; Ο φοιτητής που μεγάλωσε μέσα σε τρομαχτική στέρηση - στέρηση οικονομική και στέρηση δυνατοτήτων, δικαιωμάτων κι αξιοπρέπειας στη ζωή τη δική του και των πολύ αγαπημένων του ανθρώπων- φτάνει να πιστεύει ότι δικαιούται να εγκληματήσει κατά του απροκάλυπτα κακού. Κατεβάζει στο κεφάλι της “γριάς βδέλλας” τον μπαλτά πείθοντας τον εαυτό του ότι η δολοφονία της είναι πράξη καλή. Ηθικά σωστή.
Δεν έχει τον παραμικρό ηθικό δισταγμό για την πράξη του. Είναι κυνικός. Αδιαπέραστος. Άκαμπτος στις ανακρίσεις του Αστυνόμου. Μέχρι τη στιγμή που δεν είναι πια.
Τότε αρχίζει η αγωνιώδης κατάδυση στα μύχια της ψυχής του. Ο Ντοστογιέφσκι δεν έγραψε το έργο για να περιγράψει απλώς την αθλιότητα που έβλεπε ο Ρασκόλνικοφ γύρω του, αλλά για να καταγράψει τις σκοτεινές διαδρομές του μυαλού του μετά τη συνειδητοποίηση της ενοχής του.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος μάς δίνει έναν Ρασκόλνικοφ πειστικό μέσα από μια σειρά παραδοξότητες. Εμφανίζεται σίγουρος, αλλά και ταραγμένος. Με το μεγαλύτερο νοιάξιμο για τον συνάνθρωπό του, αλλά και παραμορφωμένος από την περιφρόνηση για όσους θεωρεί μιάσματα. Σπλαχνικός και βίαιος. Καλός και κακός. Λογικός και τρελός. Θαρραλέος και φοβισμένος. Μας αφήνει να δούμε τις ψυχικές μεταπτώσεις ενός ανθρώπου που περνάει από τον κυνισμό στον οποίο τον εξωθεί η επιβίωση στα όρια της τρέλας και τη μεταμέλεια. Η κάμερα επί σκηνής μας καλεί να εστιάσουμε στο βλέμμα του, στις εκφράσεις του προσώπου του ενώ από την πλατεία βλέπουμε την γυρισμένη πλάτη του. Κι αυτή η ταυτόχρονη θέαση της δράσης από μακριά κι από πάρα πολύ κοντά –που γίνεται επίσης με άλλα πρόσωπα της ιστορίας- δεν είναι απλώς ένα τρικ εντυπωσιασμού που ώφου-τό ‘χουμε-ξαναδεί. Έχει λόγο ύπαρξης, πλουταίνει την εμπειρία, βαθαίνει την αφήγηση.
Σόνια: είναι μια διάφανη παρουσία πάνω στη σκηνή η Σόνια της Μαριάννας Πουρέγκα. Μια ολόλευκη γυναίκα-κορίτσι στην όψη και στο μέσα της. Η πορνεία και η εξαθλίωση δεν αλλοιώνουν την παιδική της ματιά στον δύσκολο κόσμο που την περιβάλλει. Με ανεξάντλητη τρυφερότητα και πίστη στο καλό στέκεται απέναντι σε όλους. Από τους βίαιους ανθρώπους του πεζοδρομίου μέχρι τον Ρασκόλνικοφ, και μέχρι τον εαυτό της τον ίδιο. Δεν υπάρχει τίποτα χυδαίο στην εκπόρνευσή της. Η ερμηνεία της μας δίνει μια Σόνια αισθαντική αλλά αγνή ακόμα κι όταν ξεγυμνώνεται. Είναι ένα πλάσμα τρυφερό, συμπονετικό και παρόλαυτά γενναίο.
Γενικότερα οι γυναικείες παρουσίες στο έργο είναι φροντιστικές και αγέρωχες. Γυναίκες-μάνες, γυναίκες-αδερφές, γυναίκες-στήριγμα, γυναίκες-αγκαλιά, γυναίκες-αποδοχή, γυναίκες-αγίες και γυναίκες-πόρνες, γυναίκες-μεγαλείο, γυναίκες που δεν φοβούνται να πούνε το σωστό πράγμα τη σωστή στιγμή.
Σημαντική, μεστή και ζεστή η σκηνική παρουσία της έμπειρης Σοφίας Σεϊρλή ως μάνας του Ρασκόλνικοφ. Ακέραιη κι ανθρώπινη η Ντούνια - Στέλλα Βογιατζάκη.
Ο Δημήτρης Μπίτος είναι ένας έξοχος Σβιντριγκάιλοφ: μια ερμηνεία χειμαρρώδης, με νεύρο. Πρόκειται για έναν άντρα έκφυλο και θρασύ που βιάζει, σκοτώνει την πλούσια γυναίκα που παντρεύτηκε, εκβιάζει. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ηθικούς φραγμούς και άρα ούτε ενοχές. Είναι απεχθής, χαμερπής και μόνος ως την ώρα που δίνει τέλος στη ζωή του. Ερμηνευτικά ακριβής ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος στον διπλό του ρόλο ως χαρισματικός πλην νευρωτικός Ντοστογιέφσκι και Ραζουμίχιν, ευαίσθητος φίλος του Ρασκόλνικοφ.
Σύντομη αλλά απαραίτητη αναφορά στο λιτό, έξοχα λειτουργικό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα. Είναι όσο χρειάζεται σαφές για να παραλάβει τις διαφορετικές χρήσεις που υπηρετούν την εξιστόρηση -πότε ανακριτικό γραφείο, πότε χαμόσπιτο- αλλά και ταυτόχρονα αρκούντως αφαιρετικό και α-σχημάτιστο ώστε να γίνει το σκηνικό ενός εφιάλτη, το πεδίο της εσωτερικής αναμέτρησης του Ρασκόλνικοφ με τη συνείδησή του. Το υδάτινο γραμμικό δάπεδο στο κέντρο της σκηνής είναι ίσως υπόνομος που καταλήγουν τα απόνερα, ίσως γούρνα του δρόμου, ίσως καθαρτήριο που με το πλύσιμο των χεριών /ποδιών φεύγουν κι οι ενοχές. Φεύγουν όμως;
Αυτό που καταγράφουμε ως το πιο ξεχωριστό, το πιο συγκινητικό στοιχείο της παράστασης είναι η αίσθηση της ομάδας. Πάνω και πέρα από τις οπωσδήποτε αξιόλογες ατομικές προσπάθειες των ηθοποιών, του μουσικού που τους συνοδεύει επί σκηνής, πάνω και πέρα από τους ταλαντούχους συντελεστές στα φώτα, τη μουσική, τα κοστούμια στέκεται το σύνολο. Είναι κυρίαρχη η εντύπωση ότι βλέπουμε το προϊόν της δουλειάς μιας καλά συντονισμένης ομάδας ανθρώπων - πάνω και κάτω από τη σκηνή. Μια ομάδας αρμονικά ενορχηστρωμένης. Προσηλωμένης σε κοινό σκοπό. Η παράσταση ως τελικό αποτέλεσμα είναι προϊόν τριβής, ανταλλαγής και συνεργιστικής δράσης με τη σκηνοθετική υπογραφή του Δημήτρη Τάρλοου.
Το “Έγκλημα και Τιμωρία” είναι ένα θρίλερ με θρησκευτικές, φιλοσοφικές και κοινωνικές διαστάσεις. Σήμερα που ο εφησυχασμός μας δοκιμάζεται καθημερινά ο Ντοστογιέφσκι έρχεται να του ανοίξει «πληγές».
– Μπορείς να είσαι καλός χωρίς να πιστεύεις στον θεό;
– Είναι «έγκλημα» ο φόνος μιας βλαβερής ψείρας;
– Τι είμαστε οι άνθρωποι, τέρατα ή καλοί; Και τα δύο; Θα το ισορροπήσουμε ποτέ ή είμαστε όλοι παιχνίδι στα χέρια μιας μοίρας που άλλοτε μας αγιοποιεί κι άλλοτε μας δαιμονοποιεί;
Σας καλούμε να αναρωτηθείτε μαζί μας: γιατί τα ερωτήματα που θέτει μας αφορούν τόσο προσωπικά, τόσο σταθερά, τόσο πολύ;
Το έργο παίζεται στο Θέατρο Πορεία, σε μια νευραλγική και ολοζώντανη γειτονιά του κέντρου της Αθήνας. Από πλευράς μας σας το συστήνουμε με ένα μεγάλο μπράβο κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στο σύνολο των συντελεστών της. Καλωσορίζουμε τη δική σας γνώμη /ματιά /αίσθηση που σας άφησε η παράσταση.
Έλλη Νικολάου, theatromania.gr, 11.12.2023
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Έγκλημα και Τιμωρία