Μια από τις πρώτες φθινοπωρινές μπόρες φέρνουν ψυχρό αεράκι μέσα στην πλατεία του θέατρου «Πορεία», όπου διαπράττεται το «Έγκλημα και τιμωρία». Φυσικά, όχι τόσο ψυχρό για να θυμίζει Αγία Πετρούπολη, όπου και εκτυλίσσεται η πλοκή του έργου. Εξάλλου, αυτός ο Ντοστογιέφσκι είναι αναθεωρημένος, αν όχι μετακινημένος, δια χειρός ενός δηλωμένου οπαδού του, του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη. Το νέο πρωτότυπο έργο, βασισμένο στο μυθιστόρημα – τομή της παγκόσμιας λογοτεχνίας θέλει έναν Ρασκόλνικοφ να ζει τον προσωπικό του εφιάλτη αλλά και τον εφιάλτη της ανθρωπότητας: Εκεί όπου η ρητορική ψευδαίσθηση ενός ανώτερου είδους ανθρώπου τον καθιστά δυνάστη για τους μελλοθάνατους μιας άλλης εποχής. Εκεί όπου ο Ρασκόλνικοφ προοιωνίζει τον Χίτλερ.
Γεύση από πρόβα
Η ανάκριση του επιθεωρητή έχει ξεκινήσει σε αυστηρό τόνο και ο Ροντιόν Ρασκόλνικοφ κατηγορείται «για σκοτεινά ανομολόγητα πάθη και φριχτές ορμές». Τα ασπρόμαυρα γκρο πλαν στο πρόσωπο του Προμηθέα Αλειφερόπουλου που συσπάται από θυμό και ειρωνεία, εκπέμπουν στην οθόνη στο βάθος της σκηνής ενώ ο Δημήτρης Ήμελλος (ως Πορφύρης) επιμένει πως ο 23χρονος φοιτητής της Νομικής που έχει ψευδαισθήσεις ενός «νέου Πούσκιν» είναι ο δολοφόνος της γριάς τοκογλύφου.
Είναι η πρώτη φορά που η πρόβα για το θεατροποιημένο «Έγκλημα και τιμωρία» γίνεται παρουσία του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, άμα τη εμφανίσει του στη σκηνή του «Πορεία», υποδύεται τον συγγραφέα, αναλαμβάνοντας χρέη ψυχαναλυτή, «για να μπει στο μυαλό του και να μου λες τι σκέφτεται» όπως του αναθέτει ο Πορφύρης.
Οι ανακρίσεις συνεχίζονται: Η Σοφία Σεϊρλή ως μητέρα Πουλχερία ορκίζεται πως ο γιος της «δεν μοιάζει με τους κοινούς ανθρώπους» και η Στέλλα Βογιατζάκη ως Ντούνια καθώς υπερασπίζεται τον αδερφό της με το επιχείρημα πως «θέλει να διορθώσει τον κόσμο». Ο Δημήτρης Τάρλοου χαρακτηρίζει αυτές τις σκηνές ως μια «ψύχραιμη περιοχή του έργου όπου συγκρούεται το λογικό με το άλογο»· αυτά μέχρι την εμφάνιση της Σόνια στο πρόσωπο της Μαριάννα Πουρέγκα, μιας νεαρής πόρνης αλλά και πρέσβειρας του Καλού.
Το έργο
Τι σχέση μπορεί να έχει ο Ρασκόλνικoφ του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι με τον Αδόλφο Χίτλερ, αλλά και με τα θεωρήματα του Σίγκμουντ Φρόϊντ ή του Φρίντριχ Νίτσε; Όταν ο Δημήτρης Τάρλοου αποφάσισε να ανεβάσει το «Έγκλημα και τιμωρία» δεν στράφηκε στις άφθονες ξένες θεατρικές διασκευές που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια πάνω στο μυθιστόρημα του κορυφαίου Ρώσου. Απεναντίας, θέλησε να κάνει μια χειρονομία «αυτοφυούς πολιτισμού» – όπως σήμερα την ονομάζει ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης. Ήταν, εξάλλου, εκείνος που ανέλαβε, με αφετηρία το κλασικό, να γράψει ένα νέο πρωτότυπο έργο για την ελληνική σκηνή, έχοντας – όπως πολλοί συνάδελφοι του ανά τον κόσμο – το έργο του Ντοστογιέφσκι ως πνευματικό φάρο.
«Όταν ο Δημήτρης Τάρλοου μού πρότεινε να γράψω ένα έργο εμπνευσμένο από το ‘Έγκλημα και τιμωρία’ του, γύρεψα χρόνο για να σκεφτώ. Ο νους μου φυσικά είχε αγκιστρωθεί στο μέγα ηθικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό αίνιγμα του βιβλίου: Το συντελειακό όνειρο του Ροντιόν στο τέλους του μυθιστορήματος. Από την πρώτη στιγμή, το έβαλα ως όρο στον εαυτό μου: Αν θα έγραφα κάτι θα το έκανα για να απαντήσω σε ετούτη την ντοστογιεφσκική Συντέλεια», σχολιάζει ο Τριαρίδης. Ξεκίνησε, δηλαδή, ορμώμενος από το τέλος του βιβλίου όπου δεσπόζει το αινιγματικό, σκιώδες όνειρο του κεντρικού ήρωα, η κατάρρευση του κόσμου: Μια προφητική περιγραφή η οποία στο μέλλον απασχόλησε συγγραφείς όπως ο Αλμπέρ Καμύ και ο Πρίμο Λέβι. «Από τις πρώτες μου εφηβικές αναγνώσεις πάνω στο μυθιστόρημα, με βασάνιζε η έννοια της τιμωρία, αλλά τιμωρία δεν έβλεπα πουθενά και μέχρι σήμερα δεν έχω απαντήσει στο ερώτημα της. Θαρρώ πως και ο Ντοστογιέφκι τρόμαξε με το έργο που έγραφε και το εγκατέλειψε αναπάντητο. Η δική μας εκδοχή, λοιπόν, έπρεπε να απαντήσει στο μεγάθεμα της τιμωρίας», σημειώνει ο Θανάσης Τριαρίδης.
Διατρέχοντας τον ιστορικό χρόνο 150 χρόνια μετά το έργο του Ντοστογιέφσκι, ο Τριαρίδης δεν μπόρεσε να προσπεράσει την πραγματική συντέλεια που διαπράχθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης «μια συνθήκη εξακολουθητική που δεν τέλειωσε μαζί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως σχολιάζει. Αναδεικνύοντας έτσι στο πρόσωπο του Ρασκόλνικοφ τον ‘προφήτη’ που διέκρινε «ανθρώπους – λεκέδες» και που «ήθελε να διορθώσει τον κόσμο». «Οικοδομήσαμε έναν καινούργιο Ροντιόν που από μικρό παιδί βασανίζεται από τον εφιάλτη, από μια ασυνείδητη γνώση. Γιατί η αποστολή του να ξεβρωμίσει τον κόσμο δεν μπορεί παρά να οδηγεί στους θαλάμους αερίων» συνεχίζει. Ο Θανάσης Τριαρίδης εκτιμά πως ο Ντοστογιέφκσι γράφει το «Έγκλημα» καθώς «υποψιάζεται το άκρο της ανθρώπινης φύσης. Το Άουσβιτς είναι το οργανωμένο έγκλημα πάνω σε αυτήν την ακραία υποψία. Με αυτόν τον τρόπο διαβάζουμε δημιουργικά τον Ρώσο συγγραφέα και υιοθετούμε τους βασικούς ήρωες του για να θέσουμε τα ζητήματα του έργου».
Παραλαμβάνοντας το νέο κείμενο, ο Δημήτρης Τάρλοου αισθάνεται πως μπαίνει στο λαβύρινθο του νου του Ρασκόλνικοφ και πως η παράσταση δεν είναι παρά ένας συνεχόμενος εφιάλτης στο μυαλό του. «Είναι ένα κείμενο απόλυτης θεατρικής ροής, όπου ο Τριαρίδης έκανε γενναίες περικοπές, προσθήκες αλλά διατήρησε τα πρόσωπα του μυθιστορήματος που θα εκφράσουν τους νοηματικούς άξονες του έργου. Προσέθεσε βεβαίως και νέους: Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι εισβάλλει μέσα στο κείμενο σαν χαρακτήρας για να δημιουργήσει, εκ των έσω, μια νέα δραματουργία» επισημαίνει ο Δημήτρης Τάρλοου. Σε διάλογο με τον εαυτό του, ο Θανάσης Τριαρίδης αναρωτήθηκε αν ο Ντοστογιέφσκι θα συμφωνούσε με αυτή την νέα ερμηνεία και τις ριζικές παρεμβάσεις. «Πιστεύω πως δεν θα αντιδρούσε αρνητικά και πως θα το ενέκρινε. Ο δικός του δολοφόνος σκοτώνει για ηθικούς λόγους αλλά το ίδιο επικαλέστηκε αργότερα και ο Χίτλερ» τονίζει.
Εκτός από το κεφάλαιο του Ολοκαυτώματος, ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Τάρλοου εστιάζει και σε άλλες πτυχές της ντοστογιεφσκικής σκέψης αφού θεωρεί πως όποιες αλλαγές κι αν τολμήσει κανείς δεν μπορεί παρά να αγγίξει τα πυρηνικά θέματα του έργου: «Για μένα είναι πολύ ζωτικό το θέμα της ανάστασης του ανθρώπου εν ζωή, δηλαδή της επανατοποθέτησης του μέσα στον κόσμο όπως και το ζήτημα της διαμάχης με τον εαυτό, καθώς μην ξεχνάμε πως το όνομα του Ρασκόλνικωφ μεταφράζεται ως ‘σχησματικός’· απέχει, λοιπόν, από την θεωρία στην πράξη, συγκρούεται μέσα του ο ορθός λόγος και η μεταφυσική. Όλα αυτά είναι δύσκολα αλλά και καίρια ζητήματα για τον σύγχρονο άνθρωπο που έχει χάσει την πίστη του».
Η σκηνοθεσία
Οι πρόβες για το «Έγκλημα και τιμωρία» ξεκίνησαν σκόπιμα από το νησί της Άνδρου το περασμένο καλοκαίρι, καθώς ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Τάρλοου επιδίωκε να αποσπάσει από τον κάθε πρωταγωνιστή του την προσωπική του αλήθεια μέσα από μια εξομολογητική διάθεση. «Αναζήτησα στιγμές αποδοχής και ταπείνωσης που θα μας έδιναν στιγμές αλήθειας, άρα ακριβές στιγμές για την παράσταση μας. Γι’ αυτό πήγαμε σε ένα φυσικό περιβάλλον, ώστε η συνύπαρξη μας να είναι απελευθερωτική και μέσα εκεί να μπορέσουν να ειπωθούν τα δύσκολα και οδυνηρά, αλλά κυρίως να μπορέσουμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον» εξηγεί.
Μέσα από αυτή τη μέθοδο δημιουργίας της ομάδας, ο Τάρλοου οδηγείται σε μια παράσταση ονειρική και εφιαλτική όπου υπάρχει χώρος τόσο για ποίηση και βαθιά διευρεύνηση των χαρακτήρων όσο και νέα μέσα που μπορούν να συμβάλλουν στον αρχικό σκοπό. Είναι η πρώτη φορά που ως σκηνοθέτης ενδίδει στο εγχείρημα της live κινηματογράφισης και, όπως παραδέχεται, είχε αποφασίσει να κάνει χρήση του μέσου αν εξυπηρετούσε τη σκηνοθετική ιδέα: «Η κάμερα φάνηκε αρχικά χρήσιμο ως εργαλείο ανάκρισης, μην ξεχνάμε πόσο συχνά ανακρίνει ο Πορφύριος τον Ροντιόν. Όμως, τελικά, μας έδωσε τη δυνατότητα να κάνουμε focus σε εκφράσεις που χάνονταν, εκφράσεις προσώπων που υποφέρουν, καταβαραθρώνονται, απελπίζονται βαθιά».
Το κινηματογραφικό πλαίσιο θα συνυπάρχει με την σκηνική δράση, η οποία ωστόσο θα συμβαίνει σε πολλά παράλληλα επίπεδα. Ο Δημήτρης Τάρλοου τις ονομάζει ζώνες δράσης που σκοπό έχουν να αποδώσουν το αίσθημα του διαρκούς εφιάλτη, αυτό δηλαδή που πρεσβεύει η συγγραφική και σκηνοθετική προσέγγιση. Προς την ίδια κατεύθυνση θα συνεισφέρουν και οι ηχητικές αυξομοιώσεις – αλλοιώσεις των φωνών των ερμηνευτών που άλλοτε θα μοιάζουν αληθινές κι άλλοτε απόκοσμες.
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί
Η φωνή του Δημήτρη Ήμελλου από το ρόλο του επιθεωρητή Πορφύριου που εκτιμά πως «χαρακτήρες σαν τον Ρασκόλνικωφ μπορούν να βρουν στην τιμωρία την υπέρτατη εκπλήρωση» μοιάζει να συνοψίζει την, κατά Τριαρίδη, ντοστογιεφσκική προβληματική. Ωστόσο, στο πρώτο διάλειμμα από την πρόβα ο Ήμελλος ξεκαθαρίζει πως ο τίτλος του έργου αφορά όλους τους ήρωες του «αφού όλοι έχουν εγκληματίσει και όλοι έχουν την ανάγκη της δικής τους τιμωρίας». Για τον πολύπειρο ηθοποιό που έχει εκλεκτικούς δεσμούς με τη ρωσική λογοτεχνία έχοντας σπουδάσει θέατρο στη Μόσχα, «όλα τα πρόσωπα του έργου πλέουν σε μια θάλασσα που ποτέ δεν είναι η ίδια. Αυτή είναι η αξία του Ντοστογιέφσκι. Δίνει την ψευδαίσθηση ενός έργου ντοκιμαντέρ αλλά όπως έχει πει και ο ίδιος ‘τίποτα δεν είναι πιο φανταστικό από την πραγματικότητα’. Οι ήρωες του, λοιπόν, είναι πολύ πραγματικοί και παλεύουν να σωθούν» σημειώνει.
Σήμερα, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος μοιάζει να συμφωνεί και με τον συμπρωταγωνιστή του – και διώκτη του – Δημήτρη Ήμελλο. Αν και παλαιότερα, κατά την πρώτη του συνάντηση με τον Ρασκόλνικωφ ως νεαρός αναγνώστης είχε καταγοητευτεί από την αντιδραστική του σκέψη για να αλλάξει τον κόσμο. «Τώρα, πλέον, αντικρίζω έναν άνθρωπο που κατακερματίζεται από τις ιδέες του και αντί για τον Ρασκόλνικωφ με συγκινούν άλλα πρόσωπα του έργου, όπως αυτό του αυτόχειρα Σβιντριγκάιλοφ». Αναγνωρίζοντας πως υποδύεται έναν από τους πιο εμβληματικούς ήρωες της δυτικής εργογραφίας, ο Αλειφερόπουλος νιώθει πως έχει απαλλαγεί από το βάρος της ιστορικότητα του έργου ώστε να επικεντρωθεί στους κυρίαρχους προβληματισμούς του. «Υποδύομαι τον Ρασκόλνικωφ σε μια εποχή που με απασχολεί τρομερά το ζήτημα της πίστης, τόσο σε προσωπική κλίμακα όσο στην κλίμακα της ανθρωπότητας. Με αφορά πολύ η μάχη του σύγχρονου ανθρώπου ανάμεσα στο νόημα της ζωής και στη ματαίωση του. Και κυρίως πόσο χρειαζόμαστε τη λύτρωση εντός μας αλλά την αναζητούμε εκτός».
Τόσο κατά τον Ντοστογιέφκι όσο και στην ερμηνεία του Θανάση Τριαρίδη, η Σόνια έρχεται να δημιουργήσει αυτή τη λυτρωτική ρωγμή για τον Ροντιόν. Όπως σημειώνει και ο συγγραφέας «η Σόνια θα πάρει μέσα της το όνειρο του Ροντιόν». Η Μαριάννα Πουρέγκα που υποδύεται τη «διάφανη πόρνη» του Ντοστογιέφσκι παραδέχεται πως είναι ένα κορίτσι «που, συχνά, την φέρνει σε αμηχανία. Σέρνεται μέσα στο βούρκο και όμως δεν σταματά να βρει το φως μέσα σε αυτό. Έχει το καλό μέσα και προσπαθεί να το εμπνεύσει και γύρω της. Ίσως στις μέρες μας κάποιοι να τη θεωρούσαν τρελή, ωστόσο είναι αξιοθαύμαστο και σπάνιο λουλούδι». Παρόλα αυτά, η Πουρέγκα αισθάνεται πως όλοι οι ήρωες του έργου έχουν μια βαθιά ανθρωπινότητα. «Στον καθένα διακρίνεις δύναμη και αδυναμία, το θεϊκό και το ανθρώπινο, την ταπείνωση και τη θέωση. Δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να συγκρούονται με τη φύση τους».
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, στον οποίο έχει ανατεθεί ο ρόλος του Ραζουμίχιν (φίλου του Ροντιόν) αλλά και ο ρόλος εύρημα του Ντοστογιέφσκι που εισβάλλει μέσα στο έργο του για να το αναθεωρήσει, βρίσκεται, τρόπον τινά, σε μια πλεονεκτική θέση: Μπορεί να παρατηρήσει τα πρόσωπα που έχει επινοήσει στο μυθιστόρημα του, ο κορυφαίος Ρώσος. «Μέσα από αυτό το ρόλο αισθάνομαι πως ο Ντοστογιέφσκι δεν θέλει να θυσιάσει κανέναν. Τους καταλαβαίνει όλους και τους αγαπά όλους, μέσα στις φοβερές τους αντιφάσεις, όπου τη μια στιγμή αγαπούν και την επόμενη προβάλλουν το ναρκισσισμό τους πάνω από όλους».
Οι υπόλοιποι ήρωες στο κείμενο του Τριαρίδη είναι ο Σβιντριγκάιλοφ (τον υποδύεται ο Δημήτρης Μπίτος) που «ενσαρκώνει την ανθρωπινότητα του κακού: Αν μολυνθεί από την αγάπη οφείλει να αυτοκτονήσει», η αδερφή του Ροντιόν, Σόνια (στο ρόλο της η Στέλλα Βογιατζάκη) και η Πουλχερία, μητέρα του κεντρικού ήρωα (ερμηνευμένη από τη Σοφία Σεϊρλή) «που θα αποφασίσει να γίνει η δολοφονημένη Αλιόνα Ιβάνοβνα και θα γυρέψει να ξαναδολοφονηθεί από τον γιο της για να επαναφέρει την κοσμική τάξη».
Η αισθητική της παράστασης
Αν και, υπό κατασκευή ακόμα, το σκηνικό της Θάλεια Μέλισσα αποκαλύπτει έναν κόσμο συγκοινωνούντων δοχείων, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον συμβολισμό. Πτυχές του παραπέμπουν σε χώρο προσευχής και εξομολόγησης, άλλες θυμίζουν την αγριότητα ενός κρεματορίου ενώ στην μπροστινή ζώνη της σκηνής δεσπόζει ένας υπόνομος γεμάτος νερό, υπογραμμίζοντας τη θεωρία του Ρασκόλνικωφ περί «βρωμιάς» όσο και την ανάγκη της κάθαρσης. Η σκηνογράφος της παράστασης εξηγεί πως την απασχολεί η απόδοση ενός, μη δομημένου, χώρου εγκλεισμού που λειτουργεί ως παλίμψηστο: «Είναι ένα τοπίο μνήμης και εγκατάλειψης, μια δυστοπική συνθήκη, όπως οι θολοί, ασαφείς τόποι των ονείρων» παρατηρεί.
Σε συνάφεια με το σκηνικό της Μέλισσα, έρχονται και τα κοστούμια των ενδυματολόγων Αλέξανδρου Γαρνάβου και Τζίνας Ηλιοπούλου που φέρουν μια σκούρα παλέτα αλλά κυρίως εμπνέονται από τη χρήση της κάμερας προσπαθώντας να αποδώσουν ψήγματα ατμόσφαιρας από το σινεμά του Ταρκόφσκι και του Κασσαβέτη.
Στέλλα Χαραμή, monopoli.gr, 17.11.2023
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Έγκλημα και Τιμωρία