Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Garamond 12», σε κείμενο της Μαρίας Δριμή και σκηνοθεσία Sergei Okunev, το οποίο παρουσιάζεται, έως τις 22 Οκτωβρίου 2023, στο Θέατρο Πορεία, και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Η ιστορία
Το έργο της Μαρίας Δριμή, «Garamond 12», αποτελεί ένα ακόμη ελπιδοφόρο δείγμα σύγχρονης νεοελληνικής δραματουργίας προερχόμενο από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του Θεάτρου Πορεία.
Ο Μαρκ, ένας επιτυχημένος, εσωστρεφής και αγοραφοβικός -ή τουλάχιστον έτσι του είχε πει η μάνα του- συγγραφέας, ζει συνέχεια κλεισμένος στο σπίτι , με μοναδική συντροφιά την αυταρχική μητρική φιγούρα της Μπεθ. Όλα θα αλλάξουν όταν προσλάβει τον Τζέικ, έναν εξωστρεφή και αυθόρμητο νεαρό άνδρα, ο οποίος θα συμφωνήσει -αν και διστακτικά- να γίνει το «πρόσωπο» του Μαρκ στον έξω κόσμο. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο Τζέικ γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας νεαρής επίδοξης συγγραφέως και θαυμάστριας του Μαρκ, της Κάρεν.
Tο έργο
Η Μαρία Δριμή χειρίζεται το υλικό της σοφά και με προσεκτικό σχεδιασμό. Η φρέσκια και αναζωογονητική «ματιά της» καταφέρνει να πει και να μεταδώσει στον θεατή κάτι σημαντικό σχετικά με το διαρκές «ταξίδι» εξερεύνησης και ανακάλυψης της ταυτότητας και του εαυτού, τις τοξικές οικογενειακές σχέσεις -ιδιαίτερα εκείνη της μητέρας-γιού-, την ανιδιοτελή φιλία, τον έρωτα, την πορεία προς την ενηλικίωση, τον μύχιο φόβο να ζήσουμε τη ζωή και να κάνουμε το βήμα παρακάτω, τις αυταπάτες και την πεισματική άρνηση να παραδεχθούμε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Θέτει ερωτήματα σχετικά με το χρέος και την ευαλωτότητα του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο και το κοινό του.
Και, παράλληλα, κάνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύνδεση ζωής και τέχνης μέσα από τη φιγούρα του Μαρκ, ο οποίος όχι μόνο βρίσκει φωνή ως συγγραφέας προτού την βρει ως άτομο και προσωπικότητα, αλλά, επιπλέον, αποτελεί μια ισχυρή προσωποποίηση του «έργου τέχνης» που αναπόδραστα απογαλακτίζεται από τον δημιουργό του, ξεφεύγει από τα “δεσμά” της εξουσίας του και ανοίγεται στον κόσμο, σαν ένας ζωντανός οργανισμός που ενηλικιώνεται και εξελίσσεται. Με τον δημιουργό -όπως ακριβώς και η μητέρα του Μαρκ-, ανήμπορο και ολίγον τι τρομοκρατημένο πλέον, να βλέπει το “παιδί” του να ανοίγει τα φτερά του.
Ο τίτλος του έργου, «Garamond 12», μια γραμματοσειρά που πήρε το όνομα της από τον Γάλλο σχεδιαστή τυπογραφικών στοιχείων και εκδότη Claude Garamond (περ. 1510-1561), φέρνει τη στιβαρότητα μας παλιάς αυθεντίας που έρχεται να βάλει σε σειρά σκόρπιες λέξεις, σκέψεις και ζωές, ενώ λειτουργεί και ως ένα «ξόρκι» που -μαζί με τη δύναμη της φιλίας- ξυπνά τον Μαρκ από τον λήθαργο του και τον βοηθά να απελευθερωθεί από ό,τι τον κρατάει «παγιδευμένο».
H παράσταση
Ο Sergei Okunev, στην πρώτη του σκηνοθεσία στη χώρα μας, παρουσιάζει ένα σύγχρονο ατμοσφαιρικό παραμύθι αντιθέσεων και αντιστροφής ρόλων. Οι Αλέξανδρος Μαυρόπουλος και Χάρης Τζωρτζάκης, με τις υπέροχες ερμηνείες τους, έδωσαν “σάρκα και οστά” στην αντίθεση που τοποθετείται στον πυρήνα του έργου. Ο ντροπαλός και αβέβαιος για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, Μαρκ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), ο οποίος θαρρείς πως στρεφόταν προς τη μητέρα του για να επιβεβαιώσει την ίδια του την ύπαρξη και το -κατ’ανάγκην- alter ego του, ο Τζέικ (Χάρης Τζωρτζάκης), ο οποίος εμφανίζεται ανοικτός σε όλες τις πιθανότητες, έτοιμος να ρισκάρει και να «αρπάξει»τη ζωή.
Η παρουσία μιας γιγαντιαίας Μαριονέττας, είτε ως το παρελθόν που στοιχειώνει τον ήρωα, είτε ως η «σκιά» αυτού που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι, έφερνε εξωτερικά στο νου κάτι από γοτθικό τρόμο λειτουργώντας, ωστόσο, ως προστατευτική και παρηγορητική φιγούρα απέναντι στον Μαρκ. Σε αντίθεση με τη χειριστική, τοξική μητέρα, την Μπεθ -η Μαρία Ζορμπά καταφέρνει και κλέβει την παράσταση σε ένα σύνολο υπέροχων ερμηνειών- της οποίας η ευχάριστή εμφάνιση, οι απατηλοί καλοί τρόποι, η ναρκισσιστική “αγάπη” προς το παιδί της, τα αμφίβολα κίνητρα της, τρομάζουν με την αίσθηση του «σκοτεινού» και «υποχθόνιου» που ελοχεύει μέσα της και της απόλυτης εξουσίας πάνω στο παιδί της. Σε αντίθεση με τη μητέρα έρχεται, επίσης, η φιγούρα της Κάρμεν -δύο αντιθετικές γυναικείες παρουσίες μέσα στην παράσταση. Ερμηνευμένη με μια αφοπλιστική νότα γλυκύτητας και αθωότητας από τη Σίλια Μπισιώτη, της οποίας η ηρωίδα όχι μόνο είναι το «κλειδί» για την απελευθέρωση του Μαρκ, αλλά, με τη σειρά της, εμφανίζεται ως ένα alter-ego της Μπεθ, που μέσα από το νοιάξιμο, τη φροντίδα, την κατανόηση και τη συγχώρεση αποδεικνύεται ως το “γιατρικό” των δύο ανδρών.
Το «μεταθεατρικό» στοιχείο δηλώνει το «παρών» καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Όχι μόνο ως προβληματική πάνω στην ίδια τη θεατρική τέχνη, αλλά και ως ένας ευρηματικός σκηνοθετικά τρόπος για να υπερτονιστεί η εξουσιαστική φιγούρα της μητέρας -με τον Okunev να δράττει εδώ την ευκαιρία για να πραγματοποιήσει ένα σχόλιο πάνω στην «αυθεντία του σκηνοθέτη», χάρη και στην πληθωρική παρουσία της Μαρίας Ζορμπά που κατακτά απόλυτα τη σκηνή- καθώς και η προβληματική σχέση με τον γιό της, με τη χρήση μιας χαλαρής εκδοχής του «θεάτρου εν θεάτρω», στην αρχή της παράστασης, να καθιστά σαφή την πλήρη εξάρτηση του Μαρκ από εκείνη, “παίζοντας”, παράλληλα, με τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού.
Στο τέλος οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Μαρκ αρχίζει να αμφισβητεί αυτή την «αυθεντία», να ανεξαρτητοποιείται. Όσο εκείνος δυναμώνει και κάνει βήματα προς τα μπρος, τόσο η μητέρα του χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της με τα “θεμέλια” της εξουσίας της να τρίζουν. Ο Μάρκ ενηλικιώνεται -έστω και καθυστερημένα- αποκτά δικό του σπίτι, ζωή, φίλους, στυλ, ενώ η Μπεθ, μετατρέπεται σε ένα “φάντασμα” του παλιού της εαυτού. Εξωτερικά δίνει την εικόνα της απόλυτης “κατάρρευσης”, ενώ μέσα της η αίσθηση μιας ήρεμης απελπισίας, μοναξιάς και εγκατάλειψης που αναδύει, αποδεικνύει περίτρανα και με τραγικό τρόπο πως η ίδια είχε περισσότερο ανάγκη τον Μαρκ από ότι αυτός εκείνη. Ότι χωρίς τον γιό της έχει χάσει κάθε σκοπό και νόημα στη ζωή.
Οι αντιθέσεις, ωστόσο, δεν σταματούν εδώ, αλλά “μπολιάζουν” τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης με τον πιο υπαινικτικό τρόπο. Τα κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου οπτικοποιούν την καθυστερημένη μετάβαση του Μαρκ από την “παιδική ηλικία” στην ενηλικότητα, με την προσθήκη χρωματιστών «πινελιών», στην εμφάνιση του ήρωα, να αναδεικνύουν τόσο την ανακάλυψη μιας ολόδικης του “ταυτότητας”, όσο και το χαρούμενο και αισιόδοξο μέλλον που προμηνύουν οι νέες αλλαγές στη ζωή του. Το οπτικό μοτίβο αντιθέσεων της παράστασης συμπληρώνουν τα σκηνικά -επίσης με την υπογραφή της Αλέγιας Παπαγεωργίου- τα οποία εξωτερικεύουν τις εκάστοτε διαθέσεις και τον ψυχισμό των χαρακτήρων-, καθώς και οι φωτισμοί της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου, που καθοδηγούν τους ήρωες από το σκοτάδι στο φως, άλλοτε για να αποκρύψουν και άλλοτε για να μας αποκαλύψουν τα κίνητρα και τις επιθυμίες τους.
Τέλος, σε σκηνοθετικό πάλι επίπεδο, η χρήση των χώρων από τους ηθοποιούς -ιδιαίτερα εκείνου της πλατείας- σε καίρια σημεία της παράστασης, ενισχύουν το δίπολο εγκωβισμός/κλειστοφοβία – ελευθερία.
Εντυπώσεις
Ένα κείμενο φρέσκο και αναζωογονητικό που έχει πολύ σημαντικά πράγματα να πει και τα λέει με τον πιο ενδιαφέροντα και έξυπνο τρόπο. Μια παράσταση συναρπαστική και καλοστημένη που ριζώνει βαθιά μέσα σου και σε κερδίζει όλο και περισσότερο όσο περνούν τα δευτερόλεπτα.
Aριστούλα Ζαχαρίου, monopoli.gr, 18.10.2023