Το Garamond 12 της Μαρίας Δριμή, που πήρε τον τίτλο του από μια… γραμματοσειρά, προέκυψε από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία και πραγματεύεται τα θέματα της ταυτότητας, του απογαλακτισμού και της δειλίας απέναντι στη ζωή, της υποστηρικτικής και ενίοτε πνιγηρής σχέσης μητέρας-παιδιού, της αποδοχής του εαυτού, της άρνησης παραδοχής της πραγματικότητας, των ζωτικών προτύπων, της έκθεσης του καλλιτέχνη, της αδυναμίας να ακολουθήσουμε έναν «ενδεδειγμένο» τρόπο ζωής, της φιλίας, της ερωτικής επιθυμίας…
Ο Μαρκ Χάντερ, ένας ταλαντούχος ανερχόμενος συγγραφέας, πάσχει από αγοραφοβία και ζει διαρκώς κλεισμένος στο σπίτι μαζί με την υπερπροστατευτική μητέρα του και προσκολλημένος στην ανάμνηση του πρόωρα χαμένου θείου του.
-Αυτήν την περίοδο εμφανίζεστε στην παράσταση “Garamond 12” που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία. Τι σας είχε κάνει εντύπωση κατά την πρώτη ανάγνωση του σεναρίου;
Την μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η ανάγκη για ένα προσωπικό avatar. Ο αγοραφοβικός συγγραφέας του έργου, το χρειάζεται, για να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του έξω από το σπίτι. Χρειάζεται ένα δεύτερο “εγώ”, έναν υπάλληλο, έναν σωσία, που να πηγαίνει στη θέση του, σε συνεντεύξεις, σε παρουσιάσεις των βιβλίων του, να έρχεται σε επαφή με τους αναγνώστες και τους θαυμαστές του, να είναι η εικόνα του στον έξω κόσμο. Αυτή η ανάγκη για κάποιον, να κάνει στη θέση σου πράγματα, μερικές φορές λίγο τρομακτικά για έναν άνθρωπο ντροπαλό, και να αντιμετωπίζει αντί για σένα την πρακτικότητα της ζωής, είναι κάτι που ακούγεται τόσο ξεκούραστο… Και έχει και τόσο χιούμορ σαν ιδέα.
-Πώς κρίνετε την επιλογή του τίτλου;
Ο τίτλος του έργου, έχει μια ιδιαίτερη γοητεία, πρώτα απ’ όλα γιατί είναι μια λέξη άγνωστη – τουλάχιστον ήταν σε μένα- κι ύστερα γιατί κρύβει ένα μυστικό. Είναι κάπως σαν αίνιγμα αυτός ο τίτλος, που σου ξυπνάει την περιέργεια εξαρχής . Θα μάθουμε στην πορεία της ανάγνωσης του έργου, η της θέασης, ότι “Garamond 12”, είναι η αγαπημένη γραμματοσειρά του συγγραφέα Μαρκ. Όμως η βαθύτερη σύνδεση του με αυτήν, είναι το μυστικό που μόνο η παράσταση πρέπει να αποκαλύψει, μια που κάθε παράσταση οργανώνεται γύρω από κάτι τέτοιο, από κάτι που προορίζεται για τους θεατές της και μόνο. Για αυτή την ωραία μικρή κοινότητα της σκοτεινής αίθουσας, κάθε βράδυ.
-Θα θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για τον ρόλο σας;
Η Μπεθ, η μητέρα του αγοραφοβικού συγγραφέα Μαρκ, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την επιτυχία του έργου του, αλλά και για την αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Έχει οργανώσει το σπίτι τους σαν μια φωλια-φυλακή, σαν ένα εκτροφείο ιδιοφυΐας. Προσφέρει ο, τι χρειάζεται το ταλέντο του γιου της, για να εκγυμναστεί και να ανθίσει. Αποζητά το λογοτεχνικό μεγαλείο. Όπως πολλές μητέρες, προβάλλει δικιές της ανάγκες πάνω του. Θεωρεί την αγοραφοβία του γιου της μια “ιδιαιτερότητα”, από αυτές που κάθε ιδιοφυΐα δικαιούται να έχει. Όταν η ζωή θα εισβάλει από την “πόρτα” που άφησε ανοιχτή, η πλάνη της θα διαβρωθεί από το καθαρό οξυγόνο.
-Το ότι είστε η πρώτη ηθοποιός που ενσαρκώνει την Μπεθ σας επέτρεψε να διαχειριστείτε τον ρόλο με μια μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία;
Θα έλεγα ότι αυτή την ελευθέρια την δημιουργική, την προσφέρει ή όχι, ο σκηνοθέτης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Sergey Okunev, μας έδωσε τροφή και μας ώθησε πολύ προς μια τέτοια κατεύθυνση. Από εκεί και πέρα είναι πάντα κι ένα ωραίο προσωπικό στοίχημα. Να κατακτάς την δημιουργική σου ελευθερία, σε κάθε παράσταση, μέσα σ’ ένα δοσμένο πλαίσιο, και πάντα μαζί με τους συμπαίκτες σου. Είναι μια λεπτή ισορροπία, πολύ απολαυστική όταν πετυχαίνει.
-Στη σκηνοθεσία συναντάμε τον Sergei Okunev. Θέλετε να μας μιλήσετε για την προσέγγισή του στο έργο;
Ο σκηνοθέτης μας, ήθελε έναν αέρα φρεσκάδας για την παράσταση. Ήθελε νομίζω να φυσήξει μέσα στο σπίτι των Χάντερ, πάνω στη σκόνη των βιβλίων, και της παράδοξης ζωής τους. Η κυριά οδηγία του ήταν “ελαφρύτερα” και “παρακάτω”. Να γίνει δηλαδή ένα θέμα βαρύ, σαν παιχνίδι στα χέρια μας, να παίξουμε με όρεξη παιδική, και να διανύσουμε με ορμή την διαδρομή μας προς την έξοδο από την ιστορία. Παρασύροντας μαζί μας και τους θεατές, στην φωτεινή πιθανότητα που προσφέρει το ίδιο το κείμενο.
-Τη σκηνή την μοιράζεστε με τρεις ακόμα ηθοποιούς και μια μαριονέτα. Μπορείτε να μας πείτε πως εμπλέκεται η τελευταία στη δραματουργία του έργου;
Η μαριονέτα προσωποποιεί κάτι. Κάποιον από το παρελθόν του Μαρκ. Είναι υπερμεγέθης, σαν μια μεγάλη σκιά, που πέφτει πάνω του. Σαν μια μεγάλη επιρροή, ή και προστασία. Ταυτόχρονα, σ’ένα έργο που τίθεται το θέμα μιας ψεύτικης ταυτότητας, αλλά και το πως και από ποιον κινούνται τα νήματα της ζωής μας, η παρουσία της μαριονέτας, αποκτά πολλαπλές διαστάσεις.
-Το έργο “Garamond 12” αποτελεί ένα ακόμα δείγμα σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας που παρουσιάζεται στο Θέατρο Πορεία. Το κοινό στη χώρα μας δείχνει, κατά τη γνώμη σας, ενδιαφέρον για νέα έργα;
Είμαι σίγουρη γι΄αυτό. Το βλέπω από την προσέλευση του κόσμου στην δικιά μας παράσταση, αλλά κι από τις συζητήσεις που κάνουμε κατά καιρούς με τους θεατές, αλλά και με δημιουργούς, νέους ή πιο έμπειρους. Υπάρχει αυτό το ενδιαφέρον, η επιθυμία θα έλεγα και από τις δυο πλευρές. Είναι κάτι αξιοθαύμαστο, να γράφεται ένα έργο υπό την αιγίδα ενός θεάτρου, και να παρουσιάζεται αμέσως εκεί. Η σχολή πυροδότησης θεατρικής γραφής στο “Πορεία”, είναι σαν φούρνος για φρέσκο ψωμί.
Χριστίνα Μανωλακάκη, culturenow, 2.5.2023