Απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ (υποτροφία Α. Παπαδάκη) και αριστούχος απόφοιτος του διεπιστημονικού μεταπτυχιακού προγράμματος των τμημάτων Θεατρικών Σπουδών (ΕΚΠΑ) και Μουσικών Σπουδών (Ιόνιο Πανεπιστήμιο). Εργάζεται ως θεατρολόγος από το 1997 (βοηθός σκηνοθέτη, επιμελήτρια προγραμμάτων, δραματολόγος παραστάσεων, μεταφράστρια θεατρικών έργων, δραματουργός), έχοντας συνεργαστεί με τους Γ. Χουβαρδά, Στ. Λιβαθινό, Μ. Μαρμαρινό, Δ. Τάρλοου, O. Korsunovas, Κ. Ρήγο, Α. Φωνιαδάκη, Δ. Καραντζά, Κ. Ευαγγελάτου, C. Graužinis, Γ. Καλαβριανό, Α. Δανέζη-Κνούτσεν, Γρ. Καραντινάκη, Σ. Λιούλιου, με το Εθνικό Θέατρο, τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, την ομάδα όπερας The Medium Project, κ.ά. Με το θέατρο Πορεία συνεργάζεται από το 1999.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ
του Jon Fosse
σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά
Ο Γιάννης Χουβαρδάς, στην πρώτη του σκηνοθεσία επί ελληνικού εδάφους μετά την ολοκλήρωση της θητείας του στο Εθνικό Θέατρο, ασχολείται για δεύτερη φορά με έργο του Γιον Φόσσε, του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα που αποτελεί φαινόμενο για το παγκόσμιο θέατρο. Έτσι, μετά το "Τόσο Όμορφα" (που είχε παρουσιάσει το 2004 στο θέατρο Αμόρε και ο ίδιος ο Φόσσε είχε εγκωμιάσει, ως την παράσταση που ήταν πιο κοντά στο όραμά του όταν έγραφε το έργο), επανέρχεται με τις "Παραλλαγές Θανάτου"(2002), μια αλληγορία για την αγάπη, τη ζωή, τη γέννηση και τον θάνατο από 12 Δεκεμβρίου 2013 στο Θέατρο Πορεία με τους Νίκο Καραθάνο, Χρήστο Λούλη, Γιάννο Περλέγκα, Άλκηστη Πουλοπούλου, Μαρία Πρωτόπαπα, Λυδία Φωτοπούλου σ' ένα τετράγωνο κομμάτι πάγου μέσα στη μέση του πουθενά...
Η αυτοκτονία μιας νέας γυναίκας γεννάει βασανιστικά ερωτήματα στους γονείς της, που αρνούνται να αποδεχτούν το γεγονός. Γιατί το έκανε; Ποιες οι συνέπειες της πράξης της στον οικογενειακό περίγυρο; Τι είναι ο θάνατος; Τι φέρνει μαζί του; Πόσο μοιάζουν η ζωή και ο θάνατος και πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρίσκονται μεταξύ τους; Το έργο εκτυλίσσεται ως ένα ψυχογράφημα της διαδικασίας που ακολουθούν οι γονείς για να φτάσουν στις απαντήσεις. Παρόλο που ο Φόσσε τοποθετεί στο κέντρο της ιστορίας του τον θάνατο και μάλιστα ενσαρκωμένο από ηθοποιό, στην πραγματικότητα μιλάει για την αγάπη ως απαραίτητη προϋπόθεση της γέννησης της ανθρώπινης ζωής.
Η γλώσσα του έργου, μινιμαλιστική αλλά μεγάλης πνοής, καθημερινή και ποιητική, ρεαλιστική και μεταφορική, αποκαλύπτεται ως μια μουσική παρτιτούρα από παύσεις, επαναλήψεις, ανολοκλήρωτες φράσεις, αιχμηρά νοήματα, που δημιουργούν ένα ρυθμό ειρωνικά αντιστικτικό προς την έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζει τη σχέση των δύο γονέων. Το γλωσσικό περιβάλλον του έργου συμπληρώνεται ιδανικά από την περιγραφή ενός βόρειου καιρικού σκηνικού, όπου κυριαρχούν το σκοτάδι, η βροχή, ο άνεμος, η θαλασσοταραχή, το κρύο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Γιον Φόσσε
Ο Γιον Φόσσε γεννήθηκε το 1959 στο Haugesund της Νορβηγίας. Σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία και δίδαξε στην Ακαδημία Δημιουργικής Γραφής στο Hordaland. Το 1983 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Κόκκινο, μαύρο», το οποίο ακολούθησε πληθώρα άλλων μυθιστορημάτων, ποιητικών συλλογών, δοκιμίων και παιδικών βιβλίων. Το 1994 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργοΚαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ, που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο του Bergen. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες. Το 2007 χρίστηκε Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής. Το μινιμαλιστικό και υπερ-νατουραλιστικό ύφος του Φόσσε ανανέωσε ριζοσπαστικά το τοπίο της Νορβηγικής δραματουργίας. Το όνομά του ακουγόταν έντονα για νόμπελ λογοτεχνίας το 2013.
Από το 2011, μένει στο Grotten, μια τιμητική κατοικία που ανήκει στο νορβηγικό κράτος και βρίσκεται στις εγκαταστάσεις του βασιλικού παλατιού στο Όσλο. Η χρήση του Grotten ως μόνιμη κατοικία είναι μια τιμή που παραχωρείται ειδικά από τον βασιλιά της Νορβηγίας ως τιμή για τη συνεισφορά ενός καλλιτέχνη στις νορβηγικές τέχνες και τον πολιτισμό.
Ο Γιον Φόσσε μιλάει για τη συγγραφή και το θέατρο
Αφήνομαι να πέσω μέσα στο γράψιμο. Πίσω, στα αρχέγονα στοιχεία, στη βάση. Έτσι προσπαθώ να γράψω. Κι έχω την ελπίδα να μείνω συγκεκριμένος και απλός και παράλληλα να αγγίξω τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Για να έχω την αίσθηση πως δημιουργήθηκε ένα καλό έργο, πρέπει να έχω την πεποίθηση ότι βρισκόμουν στο άγνωστο και βρήκα εκεί κάτι νέο, που ακόμα δεν υπήρξε στον κόσμο. Με ενοχλεί πολύ που ο κόσμος επανειλημμένα διακρίνει ένα αυτοβιογραφικό φόντο στα μυθιστορήματά μου και τα θεατρικά μου κείμενα. Αν όντως έγραφα αυτοβιογραφικά, το αποτέλεσμα θα ήταν μόνο σκουπίδια. Είμαι ένας συγγραφέας του φανταστικού, διαφορετικά τα κείμενά μου δεν θα αποκτούσαν φτερά, τα έργα μου δεν αποτελούνται από κενή φλυαρία, φορτωμένη με συναισθήματα ή με μέτριες εμπειρίες με κρυμμένες προθέσεις. Για μένα τα κείμενα σημαίνουν έναν τεράστιο αγώνα με τη γλώσσα, αλλά δεν τα ερμηνεύω ποτέ εκ των υστέρων. Τα έργα μου είναι τόσο επώδυνα που κλαίω ο ίδιος όταν τα βλέπω.
Ο Γιον Φόσσε μιλάει για τους χαρακτήρες των έργων του
Όλοι μου οι χαρακτήρες έχουν τον παιδικό φόβο της εγκατάλειψης. Αυτή είναι η εικόνα: ένα μωρό, ολομόναχο στον κόσμο. Χωρίς επικοινωνία. Ενσωματωμένο βίαια. Εγώ κινούμαι στον ίδιο χώρο όπως οι χαρακτήρες μου και δεν αναλύω τις ιστορίες ανάμεσά τους. Η ανασφάλειά τους είναι πάντα και η δική μου. Το θεωρώ σημαντικό να μην παίρνω κανενός το μέρος ηθικά, να μη λέω αυτός έχει δίκιο, αυτός έχει άδικο και να κάνω κριτική. Αυτό δεν το θέλω ούτε και το βρίσκω σωστό. Αυτό που θέλω να επιτύχω κατά βάθος είναι να έχουν όλοι δίκιο στα έργα μου - από μια άποψη και σ' αυτή την πρόθεσή μου υπάρχει ένα είδος ηθικής. Όλοι μου οι χαρακτήρες έχουν ελαττώματα, όπως όλοι μας - και όλοι μου οι χαρακτήρες έχουν κατά βάθος δίκιο. Πρόκειται για συναισθηματικές καταστάσεις τις οποίες δημιουργώ και με τις οποίες συμπάσχω. Περιγράφω μια δυναμική, μια ενέργεια ανάμεσα στους ανθρώπους. Ανταμώνουν και χωρίζουν, πληγώνει ο ένας τον άλλο, δίνουν χαρά ο ένας στον άλλο, δημιουργούν ο ένας τον άλλο αμοιβαία. Δεν είναι χαρακτήρες αυτοί που διαμορφώνω, παράγω μάλλον αυτό το παράξενο πεδίο δυνάμεων ανάμεσά τους και ό,τι διαδραματίζεται εκεί από καταστάσεις και διαθέσεις.
Αγαπώ τους χαρακτήρες μου, ακόμα κι αν καμιά φορά είναι ανόητοι. Οι άνθρωποι δεν έχουν μονοδιάστατους χαρακτήρες. Προτιμώ να περιγράφω τις σχέσεις ανάμεσά τους παρά την εσωτερική ζωή τους. Οι σχέσεις, όχι η ταυτότητα, κυβερνούν τη ζωή μας. Και καμία άλλη μορφή τέχνης εκτός από το θέατρο δεν μπορεί να απεικονίσει αυτό το κοινωνικό παιχνίδι. Οι χαρακτήρες μου σίγουρα δεν ανήκουν στη μεσαία τάξη. Εγώ θα τους ονόμαζα κοινούς ανθρώπους. Είναι εργάτες, φοιτητές, άτυχοι καλλιτέχνες, άνθρωποι που μοιάζουν χαμένοι και δεν έχουν τη συνείδηση ότι ανήκουν σε οποιαδήποτε τάξη. Για μένα έχει περισσότερη σημασία πώς συγκροτούν ο ένας τον άλλον, πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις και ποιοι ήχοι παράγονται ανάμεσά τους. Για μένα είναι ένα μαύρο κομμάτι χαρτί. Του οποίου το περίγραμμα είναι ο ήχος.
Ζωή/Αγάπη/Θάνατος στα έργα του Γιον Φόσσε
Η πλοκή των έργων του διαδραματίζεται μέσα σε καταστάσεις ευδιάκριτες, συχνότατα οικογενειακές. Εμφανίζεται πάντα η ίδια σύνθεση προσώπων: πατέρας/μητέρα/παιδί, ο άντρας, η γυναίκα, ο νέος, το κορίτσι, συχνά υπάρχει στο περιθώριο μια γιαγιά και καμιά φορά ένας γείτονας, με δυο λόγια πρόκειται για τα πρόσωπα του παραμυθιού ή, αν το πάμε ακόμα πιο πέρα, του μύθου. Η σχέση των γενεών εμφανίζεται αφ' ενός σαν ένα Μυστήριο, όμως είναι αφ' ετέρου μια πηγή ενοχής και απογοήτευσης, πράγμα που φυσικά ποτέ δεν γίνεται αντικείμενο «επεξεργασίας» με λόγια. Είναι ένα κακό που οι άνθρωποι απλώς το φέρουν πάνω τους.
Και πρόκειται πάντα για απλούς ανθρώπους, των οποίων οι σχέσεις είναι αντιληπτές με την πρώτη ματιά. Ο Φόσσε εξαλείφει όλους τους δευτερεύοντες θορύβους της ζωής για να μην πνίξουν το ουσιώδες. Σκοπός του δεν είναι να απεικονίσει μεμονωμένες περιπτώσεις κοινωνικού περιεχομένου. Η κοινωνική ζωή δεν τον ενδιαφέρει καθόλου και, με την αυστηρή έννοια, ούτε ο ψυχολογικός παράγων. Συχνά πρόκειται μάλιστα για σχεδόν απλοϊκούς ή οπωσδήποτε πολύ νέους ανθρώπους, και πρέπει να είναι έτσι ώστε να μπορούν, ευσεβείς απέναντι στα έσχατα πράγματα, να μένουν ενεοί μπροστά το σύμπλεγμα Ζωή/Αγάπη/Θάνατος, χωρίς να βυθίζεται το κείμενο στο βάλτο της κοινοτοπίας…
Τα έργα του Φόσσε, στα οποία πάντα συμβαίνουν ελάχιστα, είναι έργα οδυνηρά,, γεμάτα καταθλιπτικές και αμήχανες παύσεις, στενά τείχη κειμένου, μέσα στα οποία η μοναξιά φωλιάζει όπως οι αναθυμιάσεις. Σ' αυτό το πένθος έγκειται η μεγάλη διαφορά με τον Μπέκετ: Οι άνθρωποι του Φόσσε είναι περισσότερο δεμένοι με τη ζωή, περισσότερο προσγειωμένοι και πιθανώς πιο λιγόλογοι, δεν είναι πνευματικά όντα όπως οι άνθρωποι του Μπέκετ που έχουν αφεθεί στην ελευθερία της γεωμετρίας. Οι καταστάσεις δεν απογειώνονται ποτέ εντελώς στην αφαίρεση. Ο Φόσσε φέρνει ανθρώπους, που δεν είναι κύριοι του λόγου, αντιμέτωπους με πραγματικότητες που υπερβαίνουν το λόγο. Ωστόσο είναι κάθε άλλο παρά ηλίθιοι, οι περισσότεροι διαθέτουν σημαντική ικανότητα διαίσθησης. Η ανησυχία οπωσδήποτε τους καταπιέζει έντονα: η διάκριση ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό είναι πάντα πολύ ουσιαστική για το σκηνικό χώρο, και το αόρατο εξωτερικό πάντα κυριαρχεί ατμοσφαιρικά, η βροχή, το σκοτάδι, το εγκαταλελειμμένο απ' όλους τους κατοίκους χωριό έξω από το παράθυρο, η απέραντη θάλασσα, ή και ένας αινιγματικός ξένος που τριγυρίζει γύρω από το σπίτι. Ο Φόσσε είναι ένας μαέστρος του τρομακτικού. Βέβαια χωρίς τη στρατηγική του gothic horror, εντούτοις έχει κάτι στοιχειωμένο, οπωσδήποτε στα παλιά σπίτια για τα οποία συνεχώς μιλάει: «Πιστεύω /γι' αυτό αγαπώ τα παλιά σπίτια /τόσο πολύ/ προστατεύουν αυτούς/ που κάποτε υπήρξαν/ αλλά δεν υπάρχουν πια.» Μια φράση μάλλον αμφίβολα καθησυχαστική. Αν δεν υπάρχουν, ποιον προστατεύουν τότε;
Από άρθρο της Dorothee von Hammerstein στο γερμανικό περιοδικό Theater Heute, Ιανουάριος 2000
Η παραγωγή είναι της Εταιρίας Θεάτρου ΛΥΚΟΦΩΣ σε συμπαραγωγή με το Θέατρο ΠΟΡΕΙΑ.
Θέατρο Πορεία Από 11 Δεκεμβρίου 2013 έως 2 Μαρτίου 2014
ΥΛΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
- ΣΤΗΡΙΞΕ ΜΑΣ
-
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗΗ πρόσβαση στο αρχειακό υλικό επιτρέπεται μόνο σε φίλους και υποστηρικτές του Θεάτρου Πορεία. Επιλέξτε "ΣΥΝΔΕΣΗ" για να συνδεθείτε ή "ΕΓΓΡΑΦΗ" για να δημιουργήσετε νέο λογαριασμό.
- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ & VIDEO
-
Ναυτεμπορική-11/02/2014Ελένη Πετάση"Ένα παγοδρόμιο στη σκηνή του Πορεία, κυριευμένο από ένα είδος κρυφού πυρετού, σκορπίζει μόρια θλίψης πάνω στη λεία, σαν κοφτερή λεπίδα, επιφάνειά του. Ένα τοπίο μεταφυσικό, όπου ο θάνατος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ασκεί τη γοητεία του… …Με λόγο ελλειπτικό, μετέωρες φράσεις, σιωπές, ψιθύρους, μακρόσυρτες παύσεις, επαναλήψεις , ελάχιστες κουβέντες, συχνά τετριμμένες, που όμως εκφράζουν το ανείπωτο… Ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν τρόμαξε μπροστά στις παγίδες του. Τις οικειοποιήθηκε, αν θέλετε τις υπέθαλψε, δημιουργώντας μια ποιητική παράσταση που καθηλώνει με την ατμόσφαιρά της, αλλά ταυτόχρονα εγείρει πολλά ερωτηματικά. …μέσα από την παγωμένη, εκτυφλωτικά λευκή, επιφάνεια που σχεδίασε ευρηματικά η Μάρω Μιχαλακάκου, πάνω στην οποία ισορροπούν δεξιοτεχνικά με τα παγοπέδιλά τους ο θάνατος (ιδανικός για το ρόλο ο Χρήστος Λούλης) και η κόρη (σε ώριμη στιγμή η Αλκηστις Πουλοπούλου)…"
-
edromos.gr-03/02/2014Χριστίνα Ανδρέου"Η μελαγχολική μελωδία του Γιον Φόσε" "Φανταστείτε ένα σκηνικό περιλουσμένο στο λευκό φως του πάγου, ένα αληθινό παγοδρόμιο, άδειο και καθαρό… Δύο ζευγάρια παγοπέδιλα σκίζουν ανά τόσο τον πάγο και η κοφτερή τους λεπίδα νιώθεις πως θα κόψει ανά πάσα στιγμή το λεπτό αυτό προστατευτικό στρώμα που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο και τα πάντα θα βυθιστούν στο έρεβος... Ο θεατής παρακολουθεί το χρονικό αυτού του προαναγγελθέντος θανάτου με κομμένη την ανάσα. Από τη γέννηση της κοπέλας μέχρι και τον τελευταίο της χορό με τον θάνατο. Αυτόν τον τόσο γοητευτικό θάνατο που έλκει τη νέα σαν μαγνήτης… η παράδοξη έλξη ενέπνευσε και τον Φόσε, ο οποίος όμως ενώ μας αφήνει να παρακολουθούμε σχεδόν εκστατικά την πτώση στο κενό της ηρωίδας του, ταυτίζοντάς τη με τη μεταμόρφωση του ασχημόπαπου σε κύκνο, ωστόσο στο αθόρυβο, ειρωνικό φινάλε δεν σου μένει καμία αμφιβολία: η ζωή είναι αυτό που μας αφορά όλους, το εδώ και το τώρα. Όλη αυτή η μελαγχολική μελωδία που συνέθεσε ο Φόσε ενορχηστρώνεται με τελετουργικό τρόπο και εμμονή στην υψηλή αισθητική της εικόνας από τον Γιάννη Χουβαρδά. Αλλά και οι λέξεις και οι σιωπές, η εκφορά του λόγου και του μη λόγου, αυτού που δεν λέγεται αλλά εννοείται, μοιάζει να έχει κεντηθεί με όλη τη μαεστρία ενός σκηνοθέτη… Τα συμβολικά και μινιμαλιστικά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη δένουν με το άδειο σκηνικό του πάγου της Μάρως Μιχαλακάκου, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, αν και στο σύνολο παρομοιάζουν με τον ήλιο που έχει κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα...Ο Χουβαρδάς σε όλα τα θεατρικά μέσα που χρησιμοποίησε μοιάζει να πήρε μια λίμα για να λειάνει τις όποιες τραχείς πλευρές της πραγματικότητας που περιγράφει ο Φόσσε. Να τις λειάνει τόσο που να μοιάζουν ψεύτικες, να «ενοχλούν». Και να υποδηλώνουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που φαίνεται: π.χ. πίσω από κάθε σιωπή να κρύβεται ένα ουρλιαχτό. …η πρωταγωνίστρια Άλκηστη Πουλοπούλου, η νεαρή αυτόχειρας, σε μια εκπληκτική ερμηνεία που μοιάζει με το ταξίδι ενός ορειβάτη από τους πρόποδες στην κορυφή του βουνού. Ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο του σαγηνευτικού Θανάτου με τα πιο απλά εκφραστικά μέσα σαγηνευτικός...O Νίκος Καραθάνος και η Λυδία Φωτοπούλου...μιλούν και κινούνται σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, με το σοκ ενός γονιού που δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του παιδιού του. Άψογοι! Ο Γιάννος Περλέγκας και η Μαρία Πρωτόπαππα…πιο σπαρακτικοί, αλλά το ίδιο συντονισμένοι στο ψυχρό τέμπο της όλης παράστασης. Ο Φόσε γράφει πως «το σημαντικό στο θέατρο δεν είναι για τι μιλάει, αλλά με ποιον τρόπο μιλάει». Και εδώ, πιστέψτε με, ο τρόπος είναι ακαταμάχητος."
-
Ελευθεροτυπία-27/01/2014Δημήτρης Τσατσούλης"Σκανδιναβικός παγετός" "Ο Περλέγκας, ειδικά στην πρώτη αυτή σκηνή του, δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του παίζοντας με τις λεπτές εκφράσεις του προσώπου, τις αιωρούμενες, ανολοκλήρωτες χειρονομίες, ολόκληρο τον προσεγγιστικό κώδικα. Ο Χρήστος Λούλης, θελκτικός και μυστηριώδης,υλοποιεί, μέσω εκφράσεων, ακόμη και στις βουβές σκηνές του, με τον καλύτερο τρόπο την προσωποποίηση του θανάτου. Συγκλονιστική, ωστόσο, δίνοντας ουσιαστική υπόσταση στο ρόλο της Κόρης που φαίνεται σαν να γράφτηκε γι' αυτήν, είναι η Αλκηστις Πουλοπούλου:από το αδέξιο αρχικό πλάσμα με τα μαύρα μαλλιά και την κίνηση νευρόσπαστου μεταστρέφεται στην όλο ζωντάνια και ανάταση νεαρή ξανθιά γυναίκα που ίπταται παγοδρομώντας όταν ερωτεύεται τον Θάνατο. Κι από εκεί κι έπειτα δεσπόζει στη σκηνή σωματικά και φωνητικά. Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθέτησε, με αφορμή το έργο του Φόσε, μια εμπνευσμένη παράσταση εσωτερικής δύναμης,γεωμετρημένης ακρίβειας και υπόγειων ρυθμών, μια ελεγεία έρωτα και θανάτου."
-
artic.gr-12/01/2014Στέλλα Χαχάλη"Ευφυέστατη ήταν η σκηνοθετική διεργασία του Χουβαρδά με βασικό σκηνοθετικό κλειδί την παγοδρομική πίστα, πολλαπλό σύμβολο τόσο ενός παγωμένου Αχέροντα, που θα διαδεχθεί στους υγρούς κόλπους του την κόρη, όσο και πεδίο ολισθηρό για τον χορό του έρωτα και του θανάτου. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία πάνω στον πάγο αποκαλύπτει την επικίνδυνη ισορροπία ζωής και θανάτου, αλλά και τις εύθραυστες σχέσεις των ανθρώπων. …Εξίσου καταπληκτική ήταν η σύλληψη της απόδοσης του Θανάτου με κωμικό τρόπο… ο σκηνοθέτης, μεταμορφώνοντας τον χάρο σε χαριτωμένο σχεδόν γελωτοποιό, κατορθώνει να μένει πιστός στην ειδολογική επιλογή του συγγραφέα. Ιδέα ανατροπής και η επιλογή της απουσίας μουσικής, που δημιουργούσε μια πρόγευση της σιωπής του θανάτου και εσκεμμένα προκαλούσε μια αμηχανία στο κοινό. Ακούγονταν μόνο κάποιοι ηλεκτρονικοί ήχοι, που αναδεύονταν με μετέωρες λέξεις και ψιθύρους…Όλα αυτά συνάδουν με την εξομολόγηση του συγγραφέα ότι η γραφή του βασίζεται σε μια μουσικότητα, που επιτυγχάνεται με τις λέξεις. Η Άλκηστη Πουλοπούλου έκλεψε την παράσταση με την αέρινη παρουσία της… o Χρήστος Λούλης, ως γοητευτικός θάνατος - έρωτας…ενσάρκωσε πειστικά τον θρίαμβο του θανάτου και του έρωτα. Η Πρωτόπαππα υιοθετώντας μια ψυχρότητα στη σκηνή συνδυασμένη με μια συνεχή διαισθητική ανησυχία μπόρεσε να πραγματώσει την ιδέα του συγγραφέα για έναν ουσιαστικό συναισθηματισμό, ενώ η Λυδία Φωτοπούλου αποτύπωσε με τραγικότητα την γερασμένη μητέρα-σύντροφο, που σαν Κασσάνδρα, προέβλεψε το μέλλον της καταστροφής. Ο Γιάννος Περλέγκας και ο Νίκος Καραθάνος απέδωσαν τους ασταθείς και ζαλισμένους από το βάρος της πραγματικότητας συζύγους, με τρόπο συνειδητά ψυχρό και συγκρατημένο. Η εναλλαγή του σκότους και του φωτός από τους φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου και του άσπρου-μαύρου στα ενδύματα και στο σκηνικό δημιούργησαν μια υποβλητική ατμόσφαιρα… Το Θέατρο Πορεία, με τις δυο νέες που δοκιμάζουν τον πειρασμό του θανάτου (κόρη και Ευρυδίκη) αποκαλύπτει με τα έργα του τις μεγάλες μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου. Η Άλκηστις Πουλοπούλου και η Κόρα Καρβούνη κλείνουν την σκηνή με το εναγώνιο αίτημα επιστροφής στην ζωή, αφού πρώτα παραδόθηκαν στα χέρια του έρωτα και του θανάτου…"
-
tospirto.net-07/01/14Στέλλα Χαραμή« Μία παράσταση-αναζωπύρωση της παλιάς ατμόσφαιρας του «Αμόρε». Φαντάσου τη ζωή σαν αδιάκοπη άσκηση ισορροπίας. Η κοφτερή λεπίδα του παγοπέδιλου σε χωρίζει από την πτώση. Ένα λεπτό στρώμα πάγου σε χωρίζει από την καταβύθιση στον παγωμένο πυθμένα. Ένα ράγισμα από το τέλος. Αυτή η κουραστική, αγωνιώδης και μελαγχολική ενατένιση της ζωής ανατέμνεται αριστουργηματικά από τη νέα σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Τα βήματά του οδηγεί ο Γιον Φόσσε με τις, άπαιχτες στην Ελλάδα, «Παραλλαγές θανάτου»• μια ωδή στη ζωή μέσα από το σιωπηλό σφύριγμα του θανάτου... ...Η προσέγγιση του Χουβαρδά εγκλιματίζει άψογα - μέσα από εικόνες υψηλής ποιητικότητας - την ψυχολογία των ηρώων, του έργου και κυρίως του Φόσσε που βλέπει τη γέννηση μιας ζωής, το κλάμα ενός μωρού ή τον αναστεναγμό ενός ερωτικού σκιρτήματος ως το πρώτο σάλπισμα για την αντίστροφη μέτρηση. Ο σκηνοθέτης ντύνει τους ήρωές του στα λευκά (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη) και τους τοποθετεί πάνω και γύρω από ένα παγοδρόμιο (σκηνικά Μάρω Μιχαλακάκου) μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως (φωτισμοί Αλέκος Γιάνναρος) σαν αυτό που «καίει» τα πρόσωπα των αλπινιστών στις χιονισμένες βουνοκορφές. Σε αυτό το λευκό τοπίο -που εν πρώτοις προκαλεί το ρίγος μιας αίθουσας νεκροτομείου- αρχίζουν και τελειώνουν όλα: η ζωή και ο θάνατος, η χαρά και η οδύνη, οι λέξεις και η σιωπή. Ο λόγος και η εκφορά του είναι το πιο χρήσιμο και τελετουργικά ακονισμένο εργαλείο της παράστασης. Τεμαχισμένος κι ελλειπτικός (από γραφής) γίνεται στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία» μια ασθματική λειτουργία, μια υπόκωφη ένταση που νομίζεις ότι -δεν μπορεί- κάποια στιγμή θα εκραγεί, αλλά τελικά κορυφώνεται στο αθόρυβο mode. Κι αν η διάχυτη αίσθηση για το έργο του Φόσσε είναι πως σημασία έχουν όσα δεν λέγονται, εδώ -κι αυτό φυσικά οφείλεται στη διδασκαλία του σκηνοθέτη- σου δίνεται η εντύπωση ότι οι διάλογοι ανάμεσα στους έξι ηθοποιούς δεν είναι παρά σκέψεις φωναχτές, ψίθυροι που ουρλιάζουν μέσα στο κεφάλι τους. Σε αυτή την ακροβασία επιδόθηκε με δεξιοτεχνία η ομάδα των πρωταγωνιστών της παράστασης, δεμένη και εξασκημένη σαν σύνολο μέσα στα χρόνια. Ξεκινώντας από τη λιγότερο έμπειρη που όμως κάνει και τη μεγαλύτερη έκπληξη Άλκηστη Πουλοπούλου στο ρόλο της μοναχοκόρης που αυτοκτονεί. Το πέρασμά της από το άβουλο και συναισθηματικά ευνουχισμένο ασχημόπαπο που μεταμορφώνεται σε κύκνο για να χορέψει όχι με τον πρίγκιπα του παραμυθιού, αλλά με το θάνατο χτίζεται με προσοχή, λεπτομέρεια κι ευαισθησία• είναι το φλερτ του ανθρώπου που ενώ βρίσκεται στο άνθος του, γοητεύεται από τη λύτρωση ενός ξαφνικού τέλους. Ο Χρήστος Λούλης στον αμφίσημο ρόλο του μυστηριώδη γητευτή-Θανάτου προκαλεί δέος ισορροπώντας πάνω σε αυτή τη φοβερή αντίφαση. Στους ρόλους των γονιών, σε δύο εκδοχές στα νιάτα τους και στη μέση ηλικία, ξεχωρίζει το δεύτερο ζευγάρι των Νίκου Καραθάνου και Λυδίας Φωτοπούλου που αντιμετωπίζει σπαρακτικά την απώλεια. Λιγότερο συγκροτημένοι αλλά πάντα μέσα στο ψυχρό τέμπο της παράστασης οι Γιάννος Περλέγκας και Μαρία Πρωτόπαππα. Αν ο στόχος του Γιάννη Χουβαρδά ήταν να συντονίσει την καταγωγή του έργου (Νορβηγός ο Γιον Φόσσε, άλλωστε) με το παγωμένο, ακίνητο τοπίο του θανάτου, προφανώς τα κατάφερε. Το πλέον ευχάριστο είναι πως μέσα σε αυτή την παγωνιά πέτυχε να ανάψει και μια φλόγα: να αναζωπυρώσει την παλιά ατμόσφαιρα του «Αμόρε».»
-
Monopoli.gr-30/12/2013Αγγελική Ξυνού"Το κείμενο του έργου ελλειπτικό, αφαιρετικό, ποιητικό, κι όμως καταφέρνει να σκιαγραφήσει τους ήρωες μέσα στην μοναξιά τους, μέσα στην έρημο του γάμου, του οικογενειακού τοπίου, μέσα στο angst του δυτικού ανθρώπου... Το κλειδί της κατανόησης...βρίσκεται στην ζώνη του άρρηκτου, στο μη λεκτικό πεδίο της επικοινωνίας και ο Χουβαρδάς είναι ένας σκηνοθέτης που ξέρει να φέρνει στην σκηνή αυτό που υπάρχει «ανάμεσα στις γραμμές»...Οι «στίχοι» του σκηνοθέτη είναι ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας, το πουλόβερ της μικρής και του πατέρα, ένα ζευγάρι παγοπέδιλα και αυτό το επίμονο λευκό. Η Άλκηστις Πουλοπούλου καταθέτει μία από τις πιο μετρημένες και μεστές ερμηνείες της... Ο Χρήστος Λούλης, ο χαρακτήρας καταλύτης του έργου, διαθέτει όλο το μυστήριο και την γοητεία που πρέπουν στον ρόλο... Ο Νίκος Καραθάνος και η Λυδία Φωτοπούλου στους ρόλους των ώριμων πια γονιών, είναι η εικόνα του βουβού σπαραγμού μπροστά στο αδιανόητο, δυο ανθρώπινα απομεινάρια ριγμένα στην άβυσσο των συναισθημάτων τους. Η Μαρία Πρωτόπαππα στον ρόλο της νεαρής μητέρας είναι τόσο εύθραυστη και μόνη, ακόμη και στην αγκαλιά του νεαρού συζύγου της... Μία ατμοσφαιρική παράσταση για λίγο πιο εκπαιδευμένους θεατές, που απολαμβάνουν την μινιμαλιστική, συμβολική και ποιητική διάσταση εικόνας και λόγου." Ειρήνη Μάρκου, Mytheatro.gr, 06/01/2014 "Η ιδιομορφία των έργων του Jon Fosse έγκειται στην υπαγόρευση μίας πολύ συγκεκριμένης ψυχρότητας στην απόδοση τόσο του σκηνικού χώρου όσο και των χαρακτήρων, ψυχρότητα η οποία αν αποδοθεί με ακρίβεια, τελικά δημιουργεί μεγάλο συναισθηματισμό. Το κείμενο πραγματεύεται την έννοια του Τέλους. Το τέλος του έρωτα ανάμεσα σ' ένα ζευγάρι, το τέλος της σχέσης, του γάμου, της ευτυχίας, και κυρίως το τέλος που βάζει η κόρη του ζευγαριού στη ζωή της. …το σκηνικό…ορίζει το τοπίο που φέρει μέσα του ο συγγραφέας: πάγος, σκληρό φως, διαφάνειες και άνθρωποι ντυμένοι στα λευκά Το κείμενο του Fosse δεν έχει σκηνικές οδηγίες· το λευκό είναι απόφαση του Χουβαρδά. Πρόκειται για το χρώμα του φρέσκου χιονιού. …το λευκό σημαίνεται ως το αντίθετο του μαύρου, και αντιπαραβάλλεται σαν φως απέναντι από το σκοτάδι…ως το χρώμα που συνδέεται περισσότερο με την αθωότητα…την αρχή…συμβολίζει ακόμα την τελειότητα, τη καθαρότητα, την ουδετερότητα, τη φωτεινότητα και την ακρίβεια. Φανταστείτε σε μια χώρα σαν τη Νορβηγία, ένα μπουκάλι, ένα σουγιά, ή ακόμα κι ένα πουλί ή ζώο, εγκλωβισμένο σ' ένα κομμάτι πάγου, έκπληκτο κι ακινητοποιημένο. Ανάμεσα στο παγιδευμένο από το ψύχος αντικείμενο και το εξωτερικό στρώμα του πάγου, μεσολαβούν λεπτότερα και πιο εύθραυστα φιλμ. Στο έργο του Fosse όταν τα πρόσωπα εκφράζουν βαθιά συναισθήματα, αυτά δεν είναι τα σημαντικά. Τα σημαντικά βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο, σαν αυτά τα πέπλα ψύχους που παγιδεύουν τη ζωή και τα σύμβολά της. Στις παραλλαγές θανάτου όλα είναι παγωμένα, τα πρόσωπα, οι εκφράσεις τους, τα λόγια. Όλα, εκτός από τον Χρόνο που ελίσσεται σαν επιδέξιος σκιέρ ανάμεσα στο Πριν και το Τώρα. Οι διαδρομές του είναι μια μεταφορά στη σκέψη των ανθρώπων, στο παρελθόν και το παρόν τους. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της γραφής του Fosse ή της σκηνοθεσίας του Χουβαρδά; Πρόκειται για τη λαμπρή στιγμή όπου ο συγγραφέας βρίσκει τον σκηνοθέτη του, και το αντίστροφο."
-
Τα Νέα-23/12/13Ρούλα Γεωργακοπούλου«…Ο Γιάννης Χουβαρδάς στις «Παραλλαγές Θανάτου» πήγε το έργο μακρύτερα απ' όσο θα τολμούσε να ονειρευτεί ο (κάθε) συγγραφέας. Το βάθυνε του έδωσε λυρισμό και ανατριχίλα, στοιχεία που σκοπίμως δεν δίνουν στο πιάτο οι (σωστοί) δραματουργοί… Ο Καραθάνος, η Πουλοπούλου και ο Λούλης στην καλύτερή τους στιγμή… …Η Τρίτη άνοιξη του Γιάννη Χουβαρδά μετά το Αμόρε και το Εθνικό.»
-
Καθημερινή-9/12/13Όλγα Σελλά«Μια άσπρη τεράστια επιφάνεια απλωνόταν στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου «Πορεία». Μια προσομοίωση παγοδρoμίου. Eνα ψυχρό σκηνικό (που επιμελήθηκε με εξαιρετική έμπνευση η Μάρω Μιχαλακάκου), ψυχρό όπως ο θάνατος και ταυτόχρονα η επιφάνεια πάνω στην οποία γλιστρούν τα βήματα όσων περπατούν με αυτοπεποίθηση. Εκεί στήθηκε το σύμπαν του έργου του Νορβηγού Γιον Φόσε «Παραλλαγές θανάτου», που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς, στην πρώτη του σκηνοθεσία εκτός Εθνικού Θεάτρου. …ο Γιάννης Χουβαρδάς δηλώνει πόσο σίγουρος είναι για κάποια πράγματα, με πόσο ευφυή και υπαινικτικό τρόπο λέει πολλά, πόσο επιμένει στη σιωπή και στον ψίθυρο, αλλά και σε έργα που ανασκάπτουν τις ψυχές των ανθρώπων. Η μετάφραση της Ερις Κύργια μεταφέρει ατόφια την ποιητικότητα του Φόσε. Η «Ευρυδίκη» συνομιλεί απολύτως με το έργο του Γιον Φόσε. Μιλούν και τα δύο έργα για τον θάνατο, με την τρυφερότητα και την αγάπη που συνοδεύουν τη ζωή και τη χαρά. Αν δεν προλάβατε να δείτε πέρυσι την «Ευρυδίκη» είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να δείτε και τα δύο έργα φέτος. Δύο τρυφερά έργα που ξεκινούν από την έννοια του θανάτου για να υμνήσουν τη ζωή.»
-
Η Εφημερίδα των Συντακτών-16/12/13Γρηγόρης Ιωαννίδης«Μετά τη θητεία του στο Εθνικό Θέατρο, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιστρέφει στον Φόσε, αλλά και σε μια γνώριμη καλλιτεχνική παρέα. Πέντε - δέκα πιστοί συνεργάτες, ένα κείμενο για λάξευμα, αγωνία και μετεωρισμός. Από το θαυμάσιο επιτελείο ηθοποιών ξεχωρίζουν η Άλκηστις Πουλοπούλου και ο Χρήστος Λούλης, ενώ τα σκηνικά της Μάρως Μιχαλακάκου είναι για βραβείο.»
-
Το Βήμα-13/12/13Μυρτώ Λοβέρδου«Λίγες λέξεις, μικρές φράσεις, ψίθυροι και ο ήχος από τα παγοπέδιλα όπως χαράζει τον πάγο… Εύκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ίσως κάπως έτσι να είναι ο παράδεισος… …οι «Παραλλαγές θανάτου» καταφέρνουν να εκπέμπουν φως παρά το σκοτεινό τους θέμα. Στο επίκεντρο το ζευγάρι του Χρήστου Λούλη και της Άλκηστις Πουλοπούλου, που δίνει εξαιρετικές ερμηνείες…»