Γεννήθηκε στην Αθήνα. Δημοσίευσε ποίηση (πρόσφατα, Εποχή Παραδείσου, Τα εικονίσματα ), δοκίμια (Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς), ένα μυθιστόρημα (Ο άνθρωπος του λεωφορείου), μεταφράσεις (Ρεμπώ, Λωτρεαμόν κ.ά.). Για τη σκηνή μετέφρασε Ευριπίδη, Σαίξπηρ, Ρακίνα, Ροστάν, Κλωντέλ, Λαμπίς, Σάφφερ, Κούσνερ, Terrence Mc Nally κ.ά. και διασκεύασε τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, τη Μεγάλη χίμαιρα του Καραγάτση κ.ά. Τιμήθηκε με βραβεία: Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω 1998 και 2008 κ.ά. Μεταφράστηκε στο εξωτερικό. Το 2016 έλαβε από τη Γαλλική Κυβέρνηση το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ
ελεύθερη διασκευή του έργου L' Illusion comique του Πιερ Κορνέιγ
σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού
Η πολυβραβευμένη “Φρεναπάτη” ήταν η εναρκτήρια παράσταση μας στο θέατρο Πορεία 20 χρόνια πριν. Θα λέγαμε ότι ήταν η παράσταση που ταίριαζε απόλυτα στο ξεκίνημα και στις προθέσεις μας. Η διασκευή του Τόνυ Κούσνερ όπως και η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη του αριστουργήματος του Κορνέιγ “L’ illusion Comique” είναι ίσως εξαιρετικότερη του πρωτοτύπου. Ένας ύμνος στο θέατρο και στο φευγαλέο της ύπαρξης. Η ζωή ως όνειρο και η Τέχνη ως μοναδική πραγματικότητα. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, μία από τις καλύτερές του. Η μουσική του Haig Yazdjian υπέροχη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου ένα κομψοτέχνημα, όπως και τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου. Και το ωραιότερο: ένας θίασος αξιώσεων που παρασέρνει με την ορμή, την ευαισθησία και την αισθαντικότητά του.
Μια σπηλιά, ένας μάγος, η αναζήτηση ενός πατέρα, τρεις οπτασίες του έρωτα, μια επανασύνδεση: αυτές είναι οι κυρίαρχες εικόνες της Φρεναπάτης. Ρεμβάζοντας για την παρούσα κατάσταση του θεάτρου και της δραματικής τέχνης, ο συγγραφέας δήλωσε: ένας κόσμος γεμάτος κοινό που διψάει για Δυσκολία είναι ο κόσμος που θέλω.
Η υπόθεση του έργου
Ο δικηγόρος από την Αβινιόν Πρινταμώντ στην αναζήτηση του από 15ετίας χαμένου γιου του, φτάνει στον μάγο Αλκάντρ, ο οποίος ζει σε μια σπηλιά μαζί με τον υπηρέτη του Αμανουένση. Ο Αλκάντρ "ζωντανεύει" μπροστά στα μάτια του έκπληκτου Πρινταμώντ τρεις οπτασίες από τρεις διαφορετικές ερωτικές σχέσεις του γιου του, πάντοτε με τις ίδιες δύο γυναίκες μία κυρία και την υπηρέτριά της, πάντοτε με τον ίδιο "μοχθηρό" αντεραστή του και τον ίδιο ερωτοχτυπημένο αντίπαλό του. Η εικόνα του κόσμου στις τρεις οπτασίες γίνονται προοδευτικά πιο σκοτεινή. Κατά έναν μυστήριο τρόπο, τα ονόματα των δύο γυναικών και των τριών αντρών που παίρνουν μέρος στις οπτασίες, καθώς και το σκηνικό, αλλάζουν από οπτασία σε οπτασία, ενώ ο γιος ποτέ δεν αποκαλείται με το πραγματικό του όνομα ούτε καν εκτός οπτασίας από τον ίδιο τον πατέρα του.
Στην πρώτη οπτασία, ο γιος είναι ένας απένταρος εραστής, ερωτευμένος με τη Μελιμπέα. Με τη βοήθεια της υπηρέτριάς της, ο Κάλλιστος πετυχαίνει μία συνάντηση με την αγαπημένη του στον κήπο της.
Η ροή διακόπτεται βίαια από τη δεύτερη οπτασία, στην οποία ο γιος που πλέον ονομάζεται Κλεντόρ, είναι ο υπηρέτης του Ματαμόρ, ενός καυχησιάρη στρατιώτη, απευθείας προερχόμενου από τη μακρά παράδοση της ρωμαϊ- κής κωμωδίας και της comedia dell' arte. Εδώ μπλέκεται ο έρωτας με το οι- κονομικό συμφέρον αλλά και η πραγματική ζωή με την ονειροφαντασία, αφού ο Αμανουένσης "μεταφέρεται" στη διάσταση της οπτασίας, προκειμένου να ενσαρκώσει το "ρόλο" του άκαρδου πατέρατης Ιζαμπέλ, Ζερόντ.
Ο Κλεντόρ φυλακίζεται για το φόνο του αντεραστή του Άδραστου, δραπετεύει όμως χάρη στην υπηρέτρια της Ιζαμπέλ και πρώην ερωμένη του Λίζα, και φεύγει με την Ιζαμπέλ. Στην τρίτη οπτασία,τη γεμάτη συμβολισμούς, ο αθεράπευτα ερωτύλος γιος είναι παντρεμένος με την Ιππολύτη, εμπλέκεται όμως συναισθηματικάμε την πριγκίπισσα, και για το λόγο αυτό δολοφονείται από τον σύζυγό της. Η Ιππολύτη, πιστή στον νεανικό της έρωτα, ξεψυχά μαζί του.
Ο Πρινταμώντ πληροφορείται τότε ότι όλα, όσων υπήρξε μάρτυρας δεν είναι παρά μια θεατρική παράσταση, ένα ψέμα, μια φρεναπάτη ο γιος του είναι ηθοποιός στο Παρίσι. Μετά από έναν σπαρακτικό και αριστοτεχνικά δομημένο μονόλογο του Αλκάντρ για τον έρωτα και έναν άλλον στον οποίο ο Πρινταμώντ μιλάει για την απατηλότητα της τέχνης του θεάτρου, στην πραγματικότητα όμως αναφέρεται στο φευγαλέο της ύπαρξης, ο δικηγόρος φεύγει από τη σπηλιά, ανακουφισμένος αλλά καθόλου σίγουρος ότι θα συναντήσει ποτέ ξανά το γιο του. Το έργο κλείνει με τον Ματαμόρ, που έχοντας δραπετεύσει από το χώρο της ονειροφαντασίας, περιπλανάται στο έρημο πια σκηνικό ψάχνοντας το δρόμο για το φεγγάρι, φανερώνοντας έτσι τη ρευστότητα των ορίων μεταξύ θεάτρου και πραγματικότητας, όπου η μεγαλύτερη φρεναπάτη είναι ο έρωτας και όπου το πιο πολύτιμο κόσμημα είναι το δάκρυ ενός δεκτικού θεατή.
Βραβεία:
- Βραβείο σκηνοθεσίας νέου δημιουργού από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, στον Στάθη Λιβαθινό
- Βραβείο "Φώτος Πολίτης" καλύτερου σκηνοθέτη για τη διετία 2000 - 2002, στον Στάθη Λιβαθινό
- Βραβείο "Δημήτρης Χορν" νέου ηθοποιού στον Δημήτρη Ήμελλο
- 3ο βραβείο προγράμματος από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ θέατρο Από 19 Απριλίου έως 28 Μαΐου του 2000
Θέατρο Πορεία Από 6 Δεκεμβρίου 2000 έως 28 Ιανουαρίου 2001
-
Κώστας Γεωργουσόπουλος...] Ο θίασος ΔΟΛΙΧΟΣ πέτυχε διάνα. Έδωσε μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών, ποιότητας, γούστου, μέτρου και αισθητικής ακρίβειας. Ο Στάθης Λιβαθινός αποδεικνύεται συνεχώς και σταθερά σκηνοθέτης βαθιάς θεατρικής καλλιέργειας, δάσκαλος ηθοποιών με ασφαλή μέθοδο και ευαισθησία, εγγυητής πλέον μιας ασυμβίβαστης προσφοράς θεατρικού πολιτισμού. Καθοδήγησε σε μια παράσταση ευαίσθητων ισορροπιών ηθοποιούς με διαφορετική αγωγή και πείρα.
-
Ματίνα Καλτάκη[...] Ο Στάθης Λιβαθινός δεν θέλησε να υιοθετήσει την άποψη που ταιριάζει στην εγγενώς μεταμοντέρνα γλώσσα της διασκευής, δηλαδή να σκηνοθετήσει μια παράσταση που να "δείχνεται" και όχι να "παίζεται". Δούλεψε καλά με τους ηθοποιούς και στήριξε σ' αυτούς και όχι σε εξωγενή τεχνάσματα (π.χ. πολυμέσα) ή φορμαλιστικές ακρότητες την εκδοχή του. Έτσι κατόρθωσε να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών. [...]
-
Ηρακλής Λογοθέτης[...] οι κυλιόμενες εκδοχές ενός κόσμου, που περιστρέφει τις αλήθειες και τα ψεύδη του σαν τις όψεις του νομίσματος της τύχης, αναδείχθηκαν ευρηματικά από τη σκηνοθεσία του Λιβαθινού, που δημιούργησε ένα μεικτό κλίμα ρεαλισμού και μαγείας.