Eίναι η δεύτερη φορά που η Ερι Κύργια (τη γνωρίζουμε ήδη καλά ως δεινή δραματουργό μα και ως επιτυχημένη καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού στο διάστημα που ακολούθησε την αποπομπή Λιγνάδη) μας συστήνεται με την καθαρή ιδιότητα της θεατρικής συγγραφέα, - μα είναι ίσως η πρώτη που τη συναντούμε πίσω από μια γραφή τόσο συγκροτημένη, ανοιχτή στο ευρύ κοινό αλλά και παγκόσμια.
Από τα παραπάνω θα σταθώ επιμέρους στο τελευταίο. Γιατί η περίφημη ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου στη Μεταπολίτευση στηρίχτηκε εν πολλοίς στην υποχώρηση του διεθνούς χαρακτήρα του για χάρη μιας αίσθησης που θα μπορούσε να ονομαστεί «νεοελληνικό βίωμα», με τα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, το ήθος και τη γλώσσα του μεσοαστού. Λίγες ήταν οι φορές που η περιγραφή του ενυδρείου ελληνικότητας άφηνε να ακουστεί στη σκηνή ένας άλλος λόγος. Η ιθαγένεια του θεάτρου μας κατακτήθηκε με κέρδος μεν την ενδοσκόπηση, αλλά με καθαρή ζημία την εσωστρέφεια.
Αυτό είναι άλλωστε το κύριο στοιχείο στο νέο έργο της Κύργια. Ενσωματώνει την «ελληνική κατάσταση» στον προβληματισμό της αναπτυγμένης πλευράς του κόσμου, όπου πρωτοστατούν δραματουργικά ζητήματα υπαρξιακής πλέον φύσης. Ενα από αυτά είναι η επανεμφάνιση, λόγω της διείσδυσης της τεχνολογίας, του κοσμοειδώλου στο οποίο φενάκη και πραγματικότητα δεν αποτελούν παρά όψεις του ίδιου φαινομένου, όπως και η επιδείνωση μιας ψυχολογίας που κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται μετακινημένος από το κέντρο του κόσμου. Αυτή τη φορά η ανθρωπότητα -τουλάχιστον το μέρος εκείνο που έχει το προνόμιο παρόμοιων κρίσεων- αντιμετωπίζει το φάσμα του ψηφιακού Λεβιάθαν σαν κάτι που σύντομα θα εκθρονίσει τον δημιουργό του από τη μόνη θέση που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα: του εξυπνότερου όντος επί Γης.
Πρόκειται για μια «κρίση» αντιληπτή και ώς ένα βαθμό δικαιολογημένη. Κι επόμενο είναι στο άκουσμά της να κάνουμε ό,τι έκαναν οι παλαιότεροι κάθε φορά που αισθάνονταν τον ίδιο με τον δικό μας ίλιγγο. Στρέφονταν στους μύθους για να αφηγηθούν ξανά, με τους δικούς τους τρόπους, αρχαίες πηγές σοφίας και παρηγοριάς. Ενας από αυτούς τους μύθους, παλαιός όσο ο Προμηθέας, νέος όσο ο Ρομαντισμός, είναι κι ο «Φρανκενστάιν» της Σέλεϊ, η ιστορία ενός μη-ανθρώπου που δημιουργήθηκε από ανθρώπινο «πηλό» αλλά χωρίς την αγάπη. Αυτή η ανεστραμμένη ιστορία της δημιουργίας αποτέλεσε έκτοτε τον μύθο μιας Ανθρωπότητας που μετατρέπει τα επιτεύγματά της σε τέρατα, γιατί δεν ξέρει πώς να εμφυσήσει σε αυτά τη Χάρι.
Αυτό λέει και το έργο της Κύργια. Αν συνδέεται με το έργο της Σέλεϊ, συνδέεται με τους όρους όχι της διασκευής, αλλά της ελεύθερης ανάκλησης του μύθου στο σήμερα. Μεταφερόμαστε στην «πολλά υποσχόμενη» δεκαετία του ’60, την εποχή σύγχρονων διλημμάτων: της ελευθεριακής πρώτα ζωής των χίπις, και της οραματικής, έπειτα, φυγής προς τον χώρο ενός τεχνοκρατικού σύμπαντος που οικοδομείται με λογιστικές μονάδες. Σε αυτή τη χώρα του διπλού φαντασιακού φτάνει ο ιδιοφυής Ελβετός (διαβάζεται: «Ευρωπαίος») Φρανκενστάιν για να εργαστεί τυπικά δίπλα σε άλλους, -μα στην ουσία μοναχικά, συνωμοτικά, απόκοσμα- για την ανάπτυξη μιας νέας καμπής του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Η φιλόδοξη εργασία του θα γεννήσει ωστόσο ένα «πλάσμα» που χωρίς να το γνωρίζει ο Φρανκενστάιν αποτελεί την ομοίωση του πιο σκοτεινού εαυτού του. Κι αυτό γιατί για να το δημιουργήσει θα πρέπει να αφήσει πίσω όσα έκαναν «άνθρωπο» και τον ίδιο. Κι έτσι η «Ελίζα», ο ψηφιακός άγγελος της έκπτωσης, δεν θα φέρει στο τέλος παρά το πρόσωπο του δαίμονα που ο ίδιος ο άνθρωπος επέλεξε για να προχωρήσει μπροστά. Ο δρ Φρανκενστάιν στο έργο της Κύργια δημιουργεί στο τέλος σαν άλλος δρ Τζέκιλ τον δικό του, ψηφιακό, μίστερ Χάιντ.
Ιδού πώς ο ένας μύθος μπαίνει στον άλλον και πορεύονται μαζί. Μα όλο αυτό είναι δοσμένο στο «Πορεία» με κάτι ακόμη που επίσης πρέπει να επισημάνουμε. Ο «Φρανκενστάιν» της Κύργια είναι έργο γραμμένο για το θέατρο, μα είναι πριν από όλα έργο με πολύ θέατρο μέσα του. Ως βασικό σκηνικό έχουμε το μπαρ της αμερικανικής μοναξιάς, όπου ένας μπάρμαν μοιράζει ποτά, σκέψεις για τη ζωή και θανατηφόρες ατάκες για τον έρωτα. Θαμώνες του είναι οι ψυχές των νέων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που εύχονται να πυρποληθούν κάποτε στην πυρά του έρωτα και της ελευθερίας. Σε ένα τέτοιο μπαρ του Χόπερ, ο νεαρός επιστήμονας θα συναντήσει το έτερον ήμισυ της ολοκλήρωσής του στο πρόσωπο της ποιήτριας, ελευθεριάζουσας, Ελίζαμπεθ. Ο έρωτας τους θα φουντώσει μέχρι να κάψει τελικά και τους δύο.
Είναι αξιοσημείωτο πως μέχρι το μέσον του έργου λίγα πράγματα ακούγονται για την περιβόητη «τεχνητή νοημοσύνη» που ο Φρανκενστάιν απαγγέλλεται. Βλέπουμε αντίθετα τους δρόμους μιας άλλης, διαφορετικής πορείας πραγμάτων, το όραμα της ένωσης των δύο πυλώνων του ανθρώπινου μεγαλείου, της τέχνης και επιστήμης. Πύλες που θα κλείσουν μοιραία στο όνομα της κυνικής παραδοχής της «προόδου για την πρόοδο» από την ψυχροπολεμική κοινότητα του εργαστηρίου του καθηγητή Κρέμπε.
Υπάρχει στέρεα δραματουργία στο έργο της Κύργια, πρόσωπα που εξελίσσονται εσωτερικά και εξωτερικά, σασπένς, καλοσχεδιασμένη ατμόσφαιρα φιλμ-νουάρ και -γιατί όχι;- νότες ενός καλοδεχούμενου συναισθήματος. Είναι με δυο λόγια ένα «καλογραμμένο» έργο που δεν απογοητεύει ούτε εκείνον που θα διαβεί το κατώφλι τού «Πορεία» αναζητώντας ένα επιστημονικό μελόδραμα. Μα κάτω από το έδαφος υπάρχουν στρώματα που περιμένουν την ανίχνευσή τους. Ας πούμε, κάπου στην αρχή ακούγεται το όνομα του Πόε, -κι αληθινά το «κοράκι» του στέκεται στο γραφείο του Φρανκενστάιν. Σε στιγμές ακούμε τον μπάρμαν να μεταφέρει τα υλικά μιας ποτολογίας, σημάδι μιας ελίτ που έχει ξεχάσει να ζει ή σήμα ενός θεάτρου που φέρει τη λησμονημένη ευωχία παλαιών εποχών. Και τέλος σημειώστε και το εξής: Δεν υπάρχει στο έργο καμιά τεχνολογική «αφέλεια». Τα πάντα μπορούν να παρακολουθηθούν άνετα ακόμη και από φοιτητές Πολυτεχνείου, δίχως να νιώσουν πως τους κοροϊδεύουν στο όνομα του αντικειμένου τους.
Η παράσταση διαθέτει στοιχεία πειραματικού και αστικού θεάτρου σε θαυμαστή ισορροπία και γι’ αυτό πιστώνεται ασφαλώς ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου. Αν εξαιρέσουμε τη μάλλον αμήχανη είσοδο της αρχής, η υπόλοιπη παράσταση τρέχει σε επάλληλους χρόνους και συνεχείς αλλαγές σκηνών χωρίς να προβληματίζει η παρακολούθησή της. Στον σκηνοθέτη οφείλεται ακόμη το κλίμα του ημίφωτος που μπορεί να είναι ερωτικό και απειλητικό μαζί. Το «Πορεία» μάς έχει συνηθίσει σε εντυπωσιακά σκηνικά -και το μπαρ του Πάρι Μέξη, με την τεράστια υπενθύμιση του Προμηθέα στη μετόπη του, δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ο Γιάννης Στάνκογλου παίζει τον Φρανκενστάιν προσδίδοντας του αέρα πρωταγωνιστή. Ο ρόλος του διαθέτει γοητεία και τη δυνατότητα να κάμπτεται όσο το έργο προχωρά. Προφανώς στην αρχή είναι «Ευρωπαίος», φορέας δηλαδή ενός κατακτημένου Ανθρωπισμού. Ισως γι’ αυτό στο τέλος αφήνεται να ενσωματωθεί με το άψυχο δημιούργημά του σαν απόλυτη θυσία στο όνομα της ανθρωπότητας που προχωρά και αντιστέκεται. Συγχαρητήρια αξίζουν στον Γιώργο Μπινιάρη, τον μπάρμαν Ρόμπερτ, που από μόνος του γίνεται μακρινός τόνος θεάτρου. Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος ερμηνεύει άριστα τον καθηγητή Ανρί Κλερβάλ, φίλο του Φρανκενστάιν, που προειδοποιεί χωρίς να εισακούγεται. Ο καθηγητής Κρέμπε του Γιώργου Συμεωνίδη φέρει το σώμα μιας προσωπικής παλιάς ήττας, το κέλυφος μιας ιδιοφυΐας που ζητάει από τον χρόνο ό,τι κάποτε εκείνος της στέρησε. Ο Κρέμπε τού Συμεωνίδη στην ουσία εκδικείται χωρίς να το γνωρίζει.
Οι δυο γυναικείες μορφές, της Μέρι από τη Μαρία Πανουργιά και της Ελίζαμπεθ από τη Χριστίνα Στεφανίδη, αποτελούν η μια προέκταση της άλλης. Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στην εύθραυστη ποιήτρια και την πραγματίστρια βιοτεχνολόγο που ενώνει τα πρόσωπά τους στον τροχό της αμοιβαίας σπατάλης.
Απομένουν και δύο άλλες, αόρατες μορφές, δίπλα στις σκηνικά ενσώματες. Η μια είναι ο καθηγητής Βάλντμαν, εκπρόσωπος της επιστήμης που διατηρεί τη συνείδησή της. Και η άλλη είναι βέβαια η «Ελίζα», το κατασκεύασμα του Φρανκενστάιν, που μπορεί να καταστρέψει τον κόσμο όλον προκειμένου να βρει τη μια εκείνη λέξη που αντιστέκεται στο λογισμικό της: την άδολη, χωρίς όρια ή ανταλλάγματα «αγάπη».
Διόλου δεν θα παραξενευτώ αν δω κάποτε το έργο να ανεβαίνει σε κάποια σκηνή του εξωτερικού. Διαθέτει τα πάντα, μήνυμα, δομή, ανάπτυξη, πρόσωπα... Και μια αυλαία που νομίζεις πως μόλις άνοιξε για την Ανθρωπότητα.
Γρηγόρης Ιωαννίδης, Εφημερίδα των συντακτών, 20/1/2025