Η δουλειά της Έρις Κύργια στον τομέα της ελληνικής δραματουργίας έχει σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του θεάτρου στην Ελλάδα, καθώς καταπιάνεται με τις κοινωνικές πραγματικότητες και τις σύγχρονες προκλήσεις. Ως δραματολόγος, έχει αναλάβει τη μελέτη και την παρουσίαση σημαντικών έργων, ενώ ως δραματουργός, έχει συνεισφέρει με πρωτότυπες δημιουργίες και μεταγραφές κλασικών έργων, προσαρμοσμένα στο σύγχρονο θεατρικό πλαίσιο, ενώ την γνωρίσαμε και ως συγγραφέα. Η συζήτησή μας επικεντρώθηκε σε τέσσερις βασικούς άξονες, οι οποίοι αποτέλεσαν το πλαίσιο για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας και του θεάτρου. Αυτοί οι τέσσερις άξονες είναι: 1) η τάση της νέας ελληνικής δραματουργίας να αποτυπώνει την κοινωνική πραγματικότητα με ρεαλιστικό και αναγνωρίσιμο τρόπο, 2) οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας δημιουργός στην έρευνα και τη συγγραφή όταν ασχολείται με την μεταγραφή κλασικών έργων, 3) ο σύγχρονος Φράνκενσταϊν στην Πορεία, και 4) η πρώτη συνεργασία της με τον Άρη Μπινιάρη στο έργο Φάουστ.
Η τάση της νέας ελληνικής δραματουργίας που περιγράφει την κοινωνική πραγματικότητα με ρεαλιστικό και αναγνωρίσιμο τρόπο.
Διαφαίνεται μια τάση θεατρικής καταγραφής της ελληνικής πραγματικότητας μέσα από διάφορες φόρμες, όπως αυτές που αναφέρετε. Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι κατ’ αρχήν πολύ καλό: πρώτα απ’ όλα, είναι μια δραματουργία, για την οποία μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι είναι ελληνική· έπειτα, έχει πολιτική αξία, καθώς, αφενός ανεβάζει στη σκηνή "οικεία κακά", αφετέρου (στις καλύτερες στιγμές της) μάς "καθίζει" απέναντι από τις ευθύνες μας. Επιπλέον, τα σημαντικότερα δείγματά της εκπαιδεύουν την πένα όλων όσοι καταπιάνονται ή θέλουν να καταπιαστούν με τη θεατρική συγγραφή, μια τέχνη δύσκολη και με φοβερές ιδιαιτερότητες, και στην οποία δεν τα πάμε εξίσου καλά όσο σε όλες τις υπόλοιπες: έχουμε κατορθώσει να εξάγουμε μέχρι και χορευτές και χορεύτριες πια, αλλά τα θεατρικά έργα με διάρκεια, επαναληψιμότητα και εξαγωγιμότητα είναι ελάχιστα. Από εκεί και πέρα, προφανώς υπάρχουν δραματουργικές αστοχίες, μπέρδεμα υφών, κύλιση της δραματικής σύγκρουσης στον τηλεοπτικό διάλογο, υιοθέτηση εύκολων, δημοφιλών ή εφήμερων θέσεων, επίκληση συναισθήματος, υπεραπλούστευση, μεροληπτικά ντοκουμέντα, και πολλά άλλα ζητήματα, που πάντως δεν αποτελούν μόνο ελληνικό φαινόμενο.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν έχω καμία συγγραφική τριβή με τον σύγχρονο ελληνικό ωμό ρεαλισμό, για να μπορώ να δω εκ των έσω τις προκλήσεις του, τις παγίδες, κλπ. του είδους, αλλά ως θεάτρια με αγγίζουν πολύ τα έργα των Οικονομίδη, Τσίρου, Τσιοτσιόπουλου – είναι εν πολλοίς ολοκληρωμένα ως προς τη δραματουργία τους, και πάντα έχουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία να αφηγηθούν, μια ντροπιαστική νεοελληνική πτυχή να ξεμπροστιάσουν. Αφήνοντας τη συγγραφή και πηγαίνοντας στην πιο καθαρόαιμη δραματουργία, "Η δημοκρατία του Μπακλαβά" ήταν για μένα ένα επιτυχημένο παράδειγμα, εκτός των άλλων γιατί η δραματουργία του κειμένου ήταν αξεχώριστη από τη δραματουργία της παράστασης.
Ως προς το θέατρο ντοκουμέντο, η παράσταση "Αμάρυνθος" μου είχε κάνει εντύπωση για τον τρόπο που πραγματεύτηκε ένα τόσο δύσκολο θέμα και που εξέθεσε τις απόψεις και των δύο πλευρών όσο κι αν ενοχλούσαν. Οι δυσκολίες κατά την έρευνα και την συγγραφή όταν πρόκειται για την μεταγραφή ενός κλασικού έργου. Πρώτα απ’ όλα να διευκρινίσω ότι είμαι συγγραφέας μόνο συγκυριακά, μόνον όταν μού ανατίθεται κάτι. Δηλαδή, από μόνη μου δεν έχω γράψει ποτέ ούτε μια γραμμή, δεν εκφράζομαι έτσι. Εξάλλου, και όταν μου ανατίθεται κάτι είναι βάσει της ιδιότητάς μου ως δραματουργού, δηλαδή μου ζητάνε να γραφτεί ένα θεατρικό κείμενο ή ένα λιμπρέτο πάνω σε συγκεκριμένο θίασο ή σε πρωταγωνιστικά πρόσωπα, σε φωνές όταν πρόκειται για όπερα, σε δοσμένο θέμα που μπορεί να απασχολεί τον ή τη δημιουργό, σε συγκεκριμένο ύφος, καμιά φορά και σε όλα τα παραπάνω μαζί! Αυτό συνήθως είναι σπαζοκεφαλιά, αλλά και μια μεγάλη πρόκληση.
Η μεταγραφή του κλασικού έργου, δεν διαφέρει πολύ, η δοσμένη υπόθεση είναι μία ακόμα παράμετρος. Και εκεί φυσικά μετράει αν σου ζητήσουν να κάνεις μια διασκευή κοντινή στο πρωτότυπο ή ένα εντελώς καινούργιο έργο, όπως είναι το "Frankenstein & Eliza", οπότε έχεις τη λευκή σελίδα να χάσκει απειλητικά μπροστά σου. Προσωπικά, είμαι στα κόκκινα όσο καιρό συνθέτω το εκάστοτε έργο, δεν περνώ καθόλου καλά μέχρι να αρχίσει να ανατέλλει κάτι. Συμφωνώ, δηλαδή, με τον Κολτές που έλεγε, "δεν υπάρχει η χαρά του "γράφω”, υπάρχει η χαρά του "έχω γράψει”"…
Η έρευνα δεν με δυσκολεύει, κάνω τόση, ώστε η πολλή πληροφορία να μην περιορίζει τη φαντασία μου, και έπειτα αρχίζω να πλάθω τους χαρακτήρες ξεκινώντας από το στομάχι, εκεί που ενυπάρχει όλη η ανθρώπινη εμπειρία, ζω μέσα τους, σκέφτομαι όπως σκέφτονται, νιώθω ό,τι νιώθουν, αλλά δεν αρκεί αυτό φυσικά: αφενός πρέπει να τους αφήσεις να ζήσουν πέρα από σένα, από τον λιγοστό εαυτό σου, αφετέρου να τους επεξεργαστείς τεχνικά, να βάλεις το όλον σε θεατρική γλώσσα, που –όπως είπα πριν– είναι πολύ ιδιαίτερη και πολύ δύσκολη, να τηρήσεις τους νόμους της σκηνικής οικονομίας, να βρίσκεσαι εντός του σκηνοθετικού ύφους αλλά και –γιατί όχι– να ωθήσεις με τις αισθητικές προτάσεις σου τον σκηνοθέτη ή τη σκηνοθέτρια να ανοιχτεί και σε κάτι καινούργιο ή διαφορετικό, κλπ.".
Ο σύγχρονος Φράνκενσταϊν του Πορεία
Το έργο "Frankenstein & Eliza" μού ανατέθηκε από τον Δημήτρη Τάρλοου· η μακροχρόνια συνεργασία μας πάνω σε δραματουργίες κλασικών θεατρικών έργων ή με την παρουσία μου ως δραματολόγου σε παραστάσεις του, αποτελούσε εγγύηση για την αμφίπλευρη εμπιστοσύνη. Θέλαμε να έχει να κάνει με την τεχνητή νοημοσύνη, είναι αυτονόητο ότι η νουβέλα της Σέλεϊ έχει συνδεθεί από πολλούς καλλιτέχνες με την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και αντίστροφα και πιο αξιοπερίεργα, το 1972 ένας μαθηματικός, από τους πρώτους σχολιαστές της τεχνητή νοημοσύνη, είχε συνδέσει την τεχνητή νοημοσύνη με τον Φρανκενστάιν! Οπότε, το έργο μας έχει να κάνει με την τεχνητή νοημοσύνη , αλλά δεν έχει τίποτα μελλοντολογικό. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις, έκανα μια βασική έρευνα (να πω εδώ ότι είμαι γενικώς ενθουσιώδης με την τεχνολογία και ακολουθώ ή και χρησιμοποιώ τα επιτεύγματά της, οπότε δεν βρισκόμουν στο σκοτάδι), αποφάσισα ποιο είναι το "πλάσμα" στη δική μας εκδοχή, σκέφτηκα το περίγραμμα της ιστορίας, και μετά το έργο άρχισε να γράφεται εν μέρει από μένα, εν μέρει μόνo του.
Το πρωτότυπο δεν το άνοιξα ποτέ ξανά, δεν κινήθηκα στη σφαίρα του απίθανου, όπως η Σέλεϊ, και από τη νουβέλα της κράτησα πέντε ονόματα, τριάμιση συμβάντα, και μία μικρή τιράντα. Η υπόθεση είναι τοποθετημένη στη Νέα Υόρκη περίπου από τα τέλη του ’60 μέχρι περίπου τα πρόσφατα χρόνια. Το τέλος μένει ανοιχτό, το έργο υφολογικά κινείται στον ρεαλισμό με κάποια εξπρεσιονιστικά στοιχεία, η αφήγηση είναι γραμμική, η χρονική ακολουθία συνεχής σε κάθε μέρος του έργου, η γλώσσα μετρημένη και με αντίσταση στον λυρισμό. Υπάρχει και η τέχνη ως κόντρα φόντο στην επιστήμη, και νομίζω ότι αυτό αποτυπώνει μια πρόκληση του μέλλοντος.
Ο "Φάουστ” και η πρώτη συνεργασία με τον Άρη Μπινιάρη
Φέτος έχω την ευκαιρία να συνεργαστώ για πρώτη φορά με τον Άρη Μπινιάρη ως δραματολόγος στον "Φάουστ", που θα ανεβάσει στο Εθνικό Θέατρο. Έχει καταλήξει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, που πηγαίνει πολύ στην ιδιοσυγκρασιακή ματιά του και –νομίζω– και στη φάση που βρίσκεται ως δημιουργός. Παρόλο που δεν εμπλέκομαι στη δραματουργία, ανυπομονώ να λάβω το επόμενο χέρι του κειμένου και να το δω να παίρνει σάρκα και οστά στην παράσταση. Αυτή η κυοφορία είναι κάτι μαγικό στη δουλειά μας.
Μαρία Κρύου, Αθηνόραμα, 11.12.2024