Tο Frankenstein & Eliza, αυτό το έργο που «εμπνέεται από την τρομακτική και ρομαντική νουβέλα των αρχών του 19ου αιώνα και από την ιστορία της Τεχνητής Νοημοσύνης και ακολουθεί τον Βίκτορ Φράνκενσταϊν στην ιλιγγιώδη διανοητική και ψυχική πορεία του, τα ηθικά του διλήμματα, τις συγκρούσεις του με την ακαδημαϊκή κοινότητα, την κατάρρευση της προσωπικής ζωής του, την απώλεια της ταυτότητάς του, την καταστροφική αλληλεπίδραση με το άυλο δημιούργημά του», βρίσκεται ήδη στην τρίτη μέρα του ταξιδιού του εκεί στο ωραίο θέατρο Πορεία στην Πλατεία Βικτωρίας. Ένα θέατρο που σταθερά στέλνει σήμα στις κεραίες μας με τις προσεγμένες προτάσεις του.
Το Frankenstein & Eliza που έγραψε η Έρι Κύργια για να γεφυρώσει το τότε και το τώρα με το αύριο, δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Φράνκενσταϊν και οι πειραματισμοί του αποτέλεσαν όντως μια πρώτης τάξεως αφορμή για να στοχαστεί η συγγραφέας πάνω σε μια σειρά θεμάτων που απασχολούν τον σημερινό άνθρωπο. Για το ρόλο της Τεχνητής Νοημοσύνης. Για τις σκέψεις που μπορούν να κάνουν οι σύγχρονοι εφευρέτες για τα δημιουργήματά τους. Για τον υπέροχο, άγνωστο και αχανή ψηφιακό κόσμο. Και την αγωνία μας (ή τη φοβία μας) για αυτόν τον κόσμο. Πόσο εύκολα μπορούν να ξεφύγουν κάποιες καταστάσεις. Πόση αλήθεια και πόση πιθανότητα πραγματικότητας υπάρχει στο μελλοντολογικό χολιγουντιανό κόνσεπτ των μηχανών που επιθυμούν να γίνουν άνθρωποι, να αισθανθούν, να αγαπήσουν. Και γιατί όχι και να (μας) μισήσουν.
Και τι θα γίνει αν οι μηχανές αποκτήσουν όνομα και τελικά συνείδηση, όπως φοβούνται (ή και επιθυμούν) ορισμένοι; Όπως ίσως εκείνοι οι πρώτοι ταξιδευτές του ανθρώπινου εγκεφάλου στη διάσκεψη του κολεγίου στο Ντάρμουτ, το 1956. Τότε που η Τεχνητή Νοημοσύνη φόρεσε τα βαπτιστικά της και παρουσιάστηκε στο κόσμο. Σε ένα συνέδριο που οργανώθηκε από τους ερευνητές Τζον ΜακΚάρθι, Μάρολντ Ράσελ, Νόρθοπ Ράις και Χέρμπερτ Σάιμον, με σκοπό να εξετάσει τη δυνατότητα δημιουργίας «μηχανών που σκέπτονται» και τον όρο «τεχνητή νοημοσύνη» (Artificial Intelligence, AI) να κάνει την παρθενική του εμφάνιση.
Η παράσταση δεν δίνει απαντήσεις. Δεν θα μπορούσε εξάλλου – το παρόν, το μέλλον αλλάζει συνέχεια. Καταθέτει όμως τα ερωτήματα. Με ένα basic, ευθύ τρόπο, ώστε να «ακουμπήσει» σε κάθε θεατή. Και έχει στην φαρέτρα της ένα πολύ δυνατό βέλος. Το κέφι, την ακρίβεια, την ερμηνευτική «μανία» του Γιάννη Στάνκογλου. Καταπίνει τη σκηνή από την πρώτη του εμφάνιση πάνω σε αυτή και δεν σταματά να κάνει το ίδιο μέχρι και την τελευταία. Χωρίς να κρατάει τίποτα για αργότερα. Αναρωτιέμαι πόσο ακόμα πιο απολαυστικό μπορεί να γίνει αυτό το οργανικό του όργωμα μετά από εβδομάδες τριβής.
Υπάρχουν αρκετές στιγμές που μοιάζουν να προκαλούν ρωγμές στον χρόνο σου και να τρυπώνουν αυτό το παραπάνω στη μνήμη. Όπως οι άτεχνες κινήσεις των χαρακτήρων στην αρχή – ένα κλεμμένο, ατίθασο, πρώιμο rave. Ή η μελαγχολική μεταμόρφωση της Χριστίνας Στεφανίδη κάθε φορά που με τα τραγούδια τονίζει την παρουσία της. Ή το εξαιρετικό για μια ακόμα φορά σκηνικό του Πάρι Μέξη – θα μείνω λίγο παραπάνω σε αυτό, γιατί δίνει στην σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου ιδανικό πεδίο για να απελευθερώσει τη δυναμική της και να χτίσει σωστούς ρυθμούς και εύστοχη ανάλυση. Πολλά τα «ζουμερά» στοιχεία του. Ο Προμηθέας Δεσμώτης του Ρούμπενς σε τεράστιες διαστάσεις, που στριμώχνει και καθοδηγεί τόσο λειτουργικά την φαντασία σου. Η ξύλινη μπάρα που θυμίζει καλοβαλμένο μπαρ των 50ς. Ο έξυπνα κρυμμένος υπολογιστής. Η γοητευτική γραμματοσειρά της (κρυφής) οθόνης. Το μικρόφωνο στο σωστό σημείο – εκεί που οι εντάσεις ξεκουράζονται. Και μέσα σε όλα αυτά αυτή – αρχέγονο, αιώνιο κομμάτι του ίδιου του σκηνικού- η υπέροχη φιγούρα του Γιώργου Μπινιάρη που ως ο μπάρμαν σερβιτόρος Ρόμπερτ δίνει ένα αναπάντεχα εκλεπτυσμένο υπαρκτό «κωμικό» στοιχείο χωρίς να προσπαθεί, χωρίς να εκβιάζει, χωρίς να αγωνιά. Μου θύμισε τον απίθανο Alex του Ramon Hilario στο The Kominsky Method. Και αυτό δεν είναι κάτι που περίμενα ποτέ να συμβεί.
Δημήτρης Πάντσος, popaganda.gr, 23.11.2024