_ Πού μεγάλωσες και τι θυμάσαι από τα παιδικά χρόνια που θεωρείς ότι σε διαμόρφωσε;
Μεγάλωσα στην Κοζάνη με άπειρη ελευθερία. Είναι προνόμιο το ότι έζησα σε μια πόλη με μεγάλη και περήφανη ιστορία, με ιδιαίτερη μουσική παράδοση, με διακριτές τις εποχές του χρόνου και με πολύ χιόνι. Τελικά, οι πιο ζωντανές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια έχουν να κάνουν με τις μεγάλες οικογενειακές παρέες, τις απρογραμμάτιστες εκδρομές και διακοπές, το ελεύθερο κάμπινγκ με συγγενείς, το γεγονός ότι το σπίτι μας ήταν μονίμως ανοιχτό και στήνονταν πάρτι μέσα σε μια στιγμή. Τόσο η στενή όσο και η ευρύτερη οικογένεια ασχολούνταν πολύ με την πολιτική, και οι ιδεολογικές αρχές συνιστούν ακόμα την υπαρξιακή της βάση, με όλα τα καλά και τα κακά που φέρνει αυτή η επιμονή. Ως νοοτροπία με καθόρισε η λογική «παρελθόν και μέλλον δεν υπάρχουν», που διείπε την οικογένειά μου.
_ Μεγαλώνοντας διάβαζες; Τι θυμάσαι σαν καθοριστικά διαβάσματα, ακούσματα και θεάματα;
Ήμουν κλειστή και μοναχική ως παιδί, οπότε διάβαζα πάρα πολύ και ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, ήμουν μονίμως μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Πρέπει να ήμουν από τα λίγα παιδιά που άκουγαν ως παρατήρηση «σταμάτα να διαβάζεις, βγες να παίξεις και λίγο». Αυτό με ακολουθεί και σήμερα. Μικρή ήμουν και πολύ περίεργη και γι’ αυτό διάβαζα πολύ εγκυκλοπαίδειες, κάποια στιγμή είχα την παράλογη ιδέα να διαβάσω όλα τα λήμματα… Δεν τα κατάφερα, φυσικά, αλλά το λήμμα που θυμάμαι ακόμα απ’ έξω ήταν η «ζωή», θυμάμαι και την έκπληξη που ένιωσα όταν έμαθα ότι η ζωή μπορεί να περιγραφεί ως σύνολο βιολογικών αντιδράσεων πάνω σε ένα κύτταρο… Στην οικογενειακή βιβλιοθήκη υπήρχε πολλή κλασική λογοτεχνία, πολιτικά βιβλία, θυμάμαι έντονα τα «Γράμματα από τη φυλακή» του Αντόνιο Γκράμσι. Επίσης, δεν έλειπαν οι εφημερίδες, διαβάζαμε κάθε μέρα. Μου άρεσαν πολύ το ένθετο για την Υγεία των Νέων και ο Ιός της Κυριακής της Ελευθεροτυπίας. Ακόμα έχω κρατημένους κάποιους Ιούς. Όσον αφορά τα ακούσματα, στο σπίτι υπήρχαν πολλά μουσικά όργανα, έπαιζε μουσική όλη μέρα, ραδιόφωνο και ενίοτε ζωντανή, οπότε από ροκ εν ρολ μέχρι νέο κύμα, από ρεμπέτικα ως τα χάλκινα της Δυτικής Μακεδονίας, από ελαφρά τραγούδια του ’30-’60 μέχρι έντεχνη, όλα μου άρεσαν και το κάθε είδος μου δημιουργούσε διαφορετικές δονήσεις. Έφηβη πια ανακάλυψα την ηλεκτρονική στα κλαμπ και την τζαζ, στην οποία επίσης έχει παράδοση η πόλη· την τζαζ την ερωτεύτηκα. Από θεάματα, η πιο καθοριστική παράσταση ήταν η «Ηλέκτρα» με τη Λυδία Κονιόρδου. Κινηματογράφο οι δικοί μου πήγαιναν κάθε Σάββατο και σε μερικές ταινίες με έπαιρναν μαζί, εκεί που θα μάθαινα κάτι, στο «Πέρασμα στις Ινδίες», τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα», το «Αμαντέους». Μεγαλώνοντας πήγαινα κι εγώ σινεμά με τις φίλες μου, αλλά ουσιαστική και προσωπική σχέση μαζί του απέκτησα στο πανεπιστήμιο. Ήμουν τυχερή επειδή η κολλητή μου φίλη σπούδαζε σινεμά, ήταν εντελώς μέσα σε αυτό, και χάρη σ’ εκείνη έμαθα τα περισσότερα που ξέρω, κυρίως όμως με δίδαξε τι ταινίες να μου αρέσουν.
_ Πώς κάνεις την επιλογή των συγκεκριμένων σπουδών; Ήταν συνειδητή επιλογή;
Ναι, εντελώς. Πολύ πίσω πηγαίνουμε… Είχα άριστα σχεδόν σε όλα τα μαθήματα στις πανελλήνιες και οι βαθμοί μου έδιναν πρόσβαση και στη νομική, αλλά δεν την είχα καν δηλωμένη. Είχα δηλώσει τις θεατρικές σπουδές, τη γερμανική φιλολογία για να γίνω μεταφράστρια, την αρχειονομία-βιβλιοθηκονομία γιατί αγαπούσα τα βιβλία, με ενδιέφερε η διάσωση και διάδοσή τους – νομίζω είχα επηρεαστεί και από μια αγαπημένη μου ξαδέρφη, που είναι παθιασμένη βιβλιοθηκονόμος-, και τη θεολογία γιατί ήθελα να μάθω για τις θρησκείες, τη φιλοσοφία τους, την αρχαιολογία τους, και να μάθω και αρχαία εβραϊκά... Πέρασα στην πρώτη επιλογή, αλλά σε όποια από τις παραπάνω και αν περνούσα, θα ήμουν χαρούμενη.
_ Κατά τη διάρκεια των σπουδών σου πώς φανταζόσουν την ενασχόληση με το θέατρο; Υπήρξαν πειραματισμοί;
Δεν τη φανταζόμουν πολύ συγκεκριμένα, γενικώς δεν φαντάζομαι το μέλλον, ζω απόλυτα στο παρόν και στη στιγμή. Ήθελα πολύ να ασχοληθώ με αυτό που ασχολήθηκα, δηλαδή να βρίσκομαι με το ένα πόδι στη θεωρία και με το άλλο στην πράξη. Ήξερα ότι η δραματουργία μού ταιριάζει, αλλά δεν ήξερα αν θα μου βγει. Επειδή είναι δουλειά που κερδίζεις όσο μεγαλώνεις, και που μάλλον δεν την κάνεις καλά σε νεαρή ηλικία, δούλευα παράλληλα γι’ αυτή. Δηλαδή, εργαζόμουν στο θέατρο ως βοηθός σκηνοθέτη και στην παραγωγή, αλλά και σε όποια άλλη θέση βρισκόταν, στο ηλεκτρολογείο, σε περιοδείες, στην ταξιθεσία, στο ταμείο, οπουδήποτε – και ταυτόχρονα έκανα μεταπτυχιακά, σεμινάρια, μετεκπαιδεύσεις, διεύρυνα τις γνώσεις μου στις ξένες γλώσσες, στη μουσική, κλπ. Υπήρχαν και πειραματισμοί με μία ομάδα που επιστρέφοντας από το Λονδίνο είχε φτιάξει η Αγγελική Δαρλάση, προκειμένου να γράφει κείμενα για performance. Στο μεταξύ, ένα ικανό διάστημα δούλεψα ως βοηθός μοντέζ, και πιστεύω ότι είναι ίσως και η πιο πολύτιμη εμπειρία για τη δραματουργία.
_ Ποια είναι η πρώτη σου δουλειά στο θέατρο;
Ας αναφέρω καλύτερα την πρώτη μου δουλειά σε θεατρική παράσταση: βοηθός σκηνοθέτη στο «Νησί των σκλάβων» του Μαριβό σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Είχα συντάξει και το πρόγραμμα της παράστασης, οπότε ήταν και η πρώτη μου δραματολογική δουλειά.
_ Πότε προσανατολίζεσαι πλέον στο κείμενο και γιατί;
Έγινε σταδιακά, δεν μπορώ να πω πότε ακριβώς συνέβη, επειδή δούλευα συνεχώς στο θέατρο και πάντα πάντρευα θεωρία και πράξη, κείμενο και παράσταση. Είχα ένα ταλέντο, ας πούμε, στο να αποκωδικοποιώ εύκολα και άμεσα ένα θεατρικό έργο, οπότε κατά τη συνεργασία οι σκηνοθέτες μού έδιναν πάντα χώρο στην ερμηνεία του κειμένου, ζητούσαν τη γνώμη μου, και αυτό γινόταν ολοένα και συχνότερο, ολοένα και βαθύτερο.
_ Τι ρόλο παίζουν οι γλώσσες; Είναι κάτι με το οποίο ασχολήθηκες για να διευρύνεις τα επαγγελματικά σου εργαλεία; Ή υπήρχε και κάποια άλλη ανάγκη ή κίνητρο;
Η γλώσσα σού δίνει απρόσκοπτη πρόσβαση στο πρωτότυπο, και αυτό είναι το Α και το Ω στον τρόπο που δουλεύω. Δεν μπορώ να αφήνω τίποτα στην τύχη και στο σκότος ούτε στο κείμενο ούτε στη δραματουργία παράστασης, οπότε, ναι, τις θεωρούσα το βασικότερο εργαλείο για μένα.
Γι’ αυτό και σπάνια αναλαμβάνω έργα, των οποίων τη γλώσσα δεν μπορώ να διαβάσω ούτε έστω χάρη σε άλλες κοντινές που γνωρίζω. Το ενδιαφέρον για τις γλώσσες ξεκίνησε εντός της οικογένειας· προφανώς μας ώθησαν να μάθουμε γλώσσες για να ανοιχτούμε στον κόσμο, αλλά πέραν τούτου υπήρχε μια περιέργεια, η μαμά μου ήθελε να ξέρει τι λένε λ.χ. τα ιταλικά τραγούδια που άκουγε, και άνοιγε λεξικά. Γενικά, γινόταν και πολλή κουβέντα περί των γλωσσών – ο παππούς μου είχε πάει σε γαλλικό σχολείο και του άρεσε να εντοπίζει κοινές ρίζες με άλλες γλώσσες, πέρα από τα ρουμανικά, που ήταν η γλώσσα της καταγωγής του. Δηλαδή, από μωρό μού είχε γίνει σαφές ότι υπάρχουν μυστικές συνδέσεις ανάμεσα στις γλώσσες. Όλα αυτά τα απόκρυφα ήθελα να γίνουν φανερά.
_ Ποιες είναι οι διαφορές και οι συγκλίσεις της διαδικασίας που δουλεύεις ανάλογα με το τι έχεις να χειριστείς; Μια μετάφραση, διασκευή, σύνθεση κειμένων.
Στη μετάφραση και τη διασκευή έχεις να κάνεις με έργα άλλων, κάπως οφείλεις να μεταφέρεις τα λόγια και το ύφος τους, ανεξάρτητα από το αν στην παράσταση θα χρησιμοποιηθεί αυτούσιο το κείμενο ή απλώς ως υλικό. Η σύνθεση είναι διαφορετική ιστορία, χρησιμοποιείς κείμενα άλλων και δικά σου, εμπνέεσαι ή περιλαμβάνεις και άλλα υλικά, είναι αρκετά πιο ελεύθερη η σύνθεση, και συνήθως λαμβάνει υπόψη της μια συγκεκριμένη παράσταση, δεν μπορείς δηλαδή εύκολα αυτό που προκύπτει να το παραχωρήσεις αλλού.
_ Τι συμβαίνει διαφορετικά όταν γράφεις ένα πρωτότυπο κείμενο;
Έχεις μια λευκή σελίδα να χάσκει σαν την άβυσσο μπροστά σου. Στη μετάφραση και τη διασκευή ξέρεις την υπόθεση, το τέλος, τους χαρακτήρες, κλπ., στο πρωτότυπο έργο δεν έχεις ιδέα τι θα γίνει. Πάντως, κοινός τόπος όλων, είναι να ζεις μέσα στο στομάχι των χαρακτήρων, εκεί όπου ενυπάρχει όλη η ανθρώπινη εμπειρία.
_ Πέρσι είδαμε το Butterflies in my stomach ένα εξαιρετικό δείγμα γραπτής «σκαλέτας» ή θεατρικού decoupage. Πες μας λίγα λόγια τις τη συγγραφή του.
Ναι, ακριβώς αυτό είχα στο μυαλό μου, μια σκαλέτα που θα συμπληρωνόταν στην παράσταση. Η ανάθεση ήταν πολύ συγκεκριμένη, το κείμενο έπρεπε να έχει να κάνει με τον έρωτα και τη ναρκωτική του επίδραση, να λαμβάνει υπόψη της τη γενιά Ζ, να υπάρχει ένας κεντρικός ήρωας που αυτοκτονεί, αλλά τελικά το μήνυμα να είναι θετικό, να μη φοβόμαστε να πέφτουμε και να ξαναπέφτουμε με τα μούτρα στον έρωτα. Οπότε, η ανθρώπινη κατάσταση στο έργο είναι το into-the-game. Κι αν είσαι into the game, σίγουρα θα φας πολλά χαστούκια. Ειδικά σήμερα, με τις πλατφόρμες και τα ΜΚΔ που χρησιμοποιούνται όχι μόνο για την εξεύρεση συντρόφου ή σεξ, αλλά και για να διαβιβάζονται μηνύματα για το πώς νιώθουμε, πού βρισκόμαστε, κλπ. – ή αντιθέτως, πώς είναι όταν δεν ξέρουμε να παίζουμε το παιχνίδι στις πλατφόρμες; Καταστροφικό, έτσι; Ο ήρωάς μου ήταν ένα πανσεξουαλικό ον, εθισμένο στον έρωτα, τον ψάχνει απεγνωσμένα, απογοητεύεται, ξαναπροσπαθεί, τελικά βρίσκει μία κοπέλα που πιστεύει ότι είναι το παν για κείνον, εκείνη κάποια στιγμή βαριέται και τον αφήνει, εκείνος δεν το αντέχει, της κάνει stalking, επιστρέφει σε πρώην εραστές μόνο για να πάρει επιβεβαίωση και να τους διαλύσει –βλέπουμε και τη δική τους πλευρά, βέβαια–, ψάχνεται σε πλατφόρμες, δεν αντέχει, κάνει μία απόπειρα, επιζεί, κάνει δεύτερη, πετυχαίνει. Παρ’ όλα αυτά, λέει με το τραγούδι του στο τέλος, αξίζει να μην έχουμε κρατήματα, να μη φοβόμαστε να ερωτευόμαστε. Ήθελα πολύ να δοκιμάσω ένα κείμενο που να μην ενδιαφέρεται να ραφιναριστεί, να αφεθεί στην τυχαιότητα, όπως τυχαία είναι η ζωή και ο έρωτας. Η δοκιμή με κείμενο-σκαλέτα λειτούργησε στην πρόβα, έγιναν ένα η δουλειά η δική μου και του Κωνσταντίνου Ρήγου, και προσωπικά μου άρεσε πολύ και η παράσταση, κάθε φορά με συγκινούσε η ταραχώδης αναζήτηση του ήρωα. Είναι η παράσταση δουλειάς μου που έχω δει τις περισσότερες φορές, και μου έκαναν εντύπωση οι αντιδράσεις στην αίθουσα. Ήταν πρωτόγνωρη η επαφή με ένα κοινό, που η απόκρισή του πήγαινε πέρα από το «μου αρέσει / δεν μου αρέσει», αλλά επικεντρωνόταν στο «ξέρω για τι πράγμα μιλάτε»…
_ Φέτος μιλάμε για μια πιο κλασική αφηγηματική φόρμα στο ΦΡΑΝΚΕΣΤΑΙΝ ΚΑΙ ΕΛΙΖΑ. Τι να περιμένουμε;
Ναι, ακολουθεί πράγματι μια γραμμική αφήγηση. Όπως και στις «Πεταλούδες στο στομάχι», πόνταρα στον αντι-ήρωα που θέλει να είναι ήρωας. Δεν μπορώ να πω τι έχει κανείς να περιμένει από αυτό το έργο, πάντως ελπίζω να βρούνε όλοι κάτι καλό, και κυρίως να δούνε μια ιδέα που εξελίσσεται πέρα από τη Σέλεϊ και ανοίγει μια σημερινή κουβέντα. Ό,τι δεν μπορώ να πω εγώ γι’ αυτό το έργο, θα το κάνει η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, το έργο έχει αυτή την τύχη!
_ Πώς προέκυψε η ιδέα για το ΦΡΑΝΚΕΣΤΑΙΝ ΚΑΙ ΕΛΙΖΑ και κυρίως η σύζευξη ενός κλασικού αφηγήματος όχι όμως του κειμένου του με την ιδέα και την είσοδο του ΑΙ;
Ήταν ανάθεση από τον Δημήτρη Τάρλοου που τολμάει να κάνει τέτοιες κινήσεις, και ήθελε να έχει να κάνει με την ΤΝ. Η συγκεκριμένη νουβέλα έχει ήδη συνδεθεί φυσικά με την ΤΝ, από χρόνια, δεν είναι δική μας ιδέα. Αλλά και από πλευράς επιστημόνων, εξαρχής είχαν συνδέσει την ΤΝ με τον Φράνκενσταϊν. Από εκεί και πέρα, προφανώς δεν μας ενδιέφερε να γίνει διασκευή του πρωτοτύπου, αλλά να μας εμπνεύσει για κάτι άλλο, πιο σημερινό, πιο απτό, που να μην περιβάλλεται από την αχλύ του μυθικού και του εντελώς φανταστικού. Σ’ εμάς δηλαδή δεν θα πεις «α, καλά, αυτό δεν θα γίνει ποτέ, ας κοιμηθούμε ήσυχοι». Από εκεί και πέρα, πολλά ορίστηκαν από τον ήδη κλεισμένο θίασο, οπότε είχα να γράψω πάνω τους – και ευτυχώς, αφού είναι ηθοποιοί που μου αρέσουν πολύ.
_ Ποια είναι για σένα η διαδικασία της γραφής και ποια της πρόβας; Διαφοροποιείται ο ρόλος σου στην πρόβα ανάλογα με τη σχέση σου με το κείμενο;
Όταν δουλεύω στο κείμενο, δουλεύω μόνη μου, ενώ στην πρόβα βλέπεις μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη, και η δουλειά είναι ομαδική και εντελώς πρακτική. Και η δραματουργία κειμένου και η δραματουργία παράστασης, όμως, έχουν να κάνουν αφενός με αισθητικές αποφάσεις και καλλιτεχνικές ευθύνες, αφετέρου με τη συνεκτικότητα των διαδραματιζομένων και με το άνοιγμα του πεδίου για τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, την πρόταση δημιουργικών ιδεών. Ορισμένες φορές κιόλας, η πίεση για λύσεις ή για τη σωστή πληροφορία επί τόπου είναι μεγάλη για τον / τη δραματουργό. Όπως και να έχει πάντως, η δραματουργία παράστασης είναι πιο σημαντική από τη δραματουργία κειμένου, οπότε το κείμενο είναι αυτό που συνήθως γνωρίζει τις περισσότερες θυσίες. Έχω πολλή πρακτική εμπειρία πια, οπότε δουλεύω τα κείμενα λαμβάνοντας εξαρχής υπόψη την παράσταση και το σκηνοθετικό ύφος, οπότε δεν υφίσταμαι σοβαρούς διχασμούς στην πρόβα.
_ Ας γυρίσουμε στο ΦΡΑΝΚΕΣΤΑΙΝ ΚΑΙ ΕΛΙΖΑ. Το κείμενο διατρέχεται από άξονες που συνδέουν δίπολα σχέσεων. Οι σχέσεις και η ανθρώπινη σύνδεση είναι ζητήματα που επανέρχονται και στο Butterflies in my stomach και εδώ.
Δεν το είχα σκεφτεί. Όντως, και οι δύο κύριοι χαρακτήρες επιζητούν τη σύνδεση, όμως δεν μπορούν να την αντιπροσφέρουν, και φτάνουν στην αυτοκαταστροφή. Και στα δύο έργα υπάρχει πολύ το «ποιος θα κυριαρχήσει πάνω σε ποιον», και μπορεί να είσαι ο κυρίαρχος σε μία σχέση, ενώ σε μία άλλη να είσαι ο κυριαρχημένος ή και ο υποταγμένος. Και η ζωή και ο έρωτας είναι κυνηγότοποι χωρίς κανόνες. Ή μάλλον με κανόνες που προσπαθεί να θέσει η μία ή η άλλη φιλοσοφία, αλλά εν τέλει είναι τόσο πολλοί, διαφορετικοί και αντικρουόμενοι, που πάλι στην αναρχία φτάνουμε. Αλλά δεν είναι και ότι σου εξασφαλίζεται η επικράτηση αν καταφέρεις τους ακολουθήσεις – κάποτε ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
_ Ποια είναι η διαφορά της δουλειάς υπό την ομπρέλα ενός κρατικού φορέα και ενός αναγκαστικά μικρότερου οργανισμού;
Τα μέσα παραγωγής διαφέρουν, αλλά αυτό φροντίζω να μην αγγίζει τη δική μου δουλειά επί του πρακτέου. Προτείνεις πράγματα σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, αλλά δεν είναι πάντα των κρατικών φορέων μεγαλύτερος. Δυστυχώς, τα ποσά που διατίθενται στην Ελλάδα για θεατρικές παραγωγές είναι μικρά έως πολύ μικρά. Ακόμα και οι πιο φτασμένοι μας σκηνοθέτες, πρέπει να παλεύουν για κατοστάρικα παραπάνω στην παραγωγή, και στους κρατικούς φορείς και στο ελεύθερο θέατρο. Να μην κάνω καν λόγο για τη δική μας ειδικότητα, που μπορεί να κάνουμε δουλειά για 300 ή 500 ευρώ τον μήνα, αν τα επιμερίσουμε.
_ Πώς βλέπεις το μέλλον του θεάτρου στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα;
Θα συνδέσω αυτή την ερώτηση με την προηγούμενη απάντησή μου. Στην Ελλάδα λείπει τόσο ένα εποπτικό μάτι, που θα βοηθούσε στη συνένωση δημιουργικών δυνάμεων, έτσι ώστε τα χρήματα να κατανέμονται με περισσότερη στόχευση, όσο και η βούληση και πρωτοβουλία για εξαγωγή του πολιτισμού και της γλώσσας μας, με τους όρους της αγοράς και –γιατί όχι– ακόμα και με «ιμπεριαλιστικούς» όρους. Μετά λόγου γνώσεως σας λέω πως σε σχέση με θεατρικά επιδραστικές χώρες, έχουμε σε αναλογία πληθυσμού περισσότερους καλλιτέχνες με δυνάμει διεθνή σημασία. Όταν, όμως, σε έναν σκηνοθέτη λ.χ., δίνεται για την παραγωγή το 1/8 ή το 1/10 των χρημάτων που δίνεται σε άλλες χώρες, και όταν όλοι οι συνεργάτες του τρέχουν σε δέκα δουλειές για να συμπληρώσουν ένα επαρκές μηνιαίο εισόδημα, παραχωρώντας του τελικά μόνο ένα κλάσμα από τις ικανότητές τους, τι μπορούμε να περιμένουμε; Πολύ δημιουργικό κεφάλαιο δεν έχει χώρο να εξελιχθεί όπως θα του έπρεπε ή και πετιέται. Και η υπερπληθώρα παραγωγών είναι πρόβλημα. Δεν μου αρέσει καθόλου να χρησιμοποιώ εκφράσεις του συρμού, αλλά πραγματικά δεν υπάρχει ενιαία πολιτιστική πολιτική με συνέχεια και ορίζοντα. Δεν διατείνομαι φυσικά ότι δεν συμβαίνει τίποτα ή ότι το κράτος δεν κάνει τίποτα, δεν μπορώ τους αφορισμούς – ήδη, πολύ πρόχειρα, το πρόγραμμα «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» αποδεικνύει πως όταν υπάρχει βούληση, μπορούν να ξεπεραστούν προβλήματα που έμοιαζαν ανυπέρβλητα. Γενικά όμως, ό,τι συμβαίνει, οφείλεται κυρίως σε πείσμονα άτομα – δες π.χ. το Εθνικό του Γιάννη Χουβαρδά, που ξαφνικά μας «έπαιζε» όλη η Ευρώπη… Κι όμως, μερικά βήματα είναι τόσο εύκολο να γίνουν. Και κάθε βήμα οδηγεί σ’ έναν μεγάλο δρόμο. Ένα ελάχιστο παράδειγμα από προσωπική εμπειρία: κατά τη θητεία μου στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, καταθέσαμε στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης τις προτάσεις μας για τη συνδιαλλαγή μας με το εξωτερικό. Οι περισσότερες έγιναν δεκτές από το υπουργείο μας, οργανώθηκαν λαμπρά από τον διάδοχό μου, τον Γιάννη Μόσχο, και να που η «Lindita» ταξιδεύει φέρνοντας πίσω έσοδα και προβολή για το Εθνικό και τη χώρα, συστήνει έναν καλλιτέχνη μας, μας χαρίζει αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Ξέρεις, όταν υπάρχει αλληλεπίδραση με το εξωτερικό, έχεις την ευκαιρία να μάθεις από τον τρόπο δουλειάς των άλλων, μετριέσαι και λίγο, είτε είσαι δημιουργός είτε τεχνικός, βλέπεις σε τι μπορείς να βελτιωθείς και σε τι είσαι καλύτερος. Προσωπικά και έχω μάθει πολλά και έχω αντλήσει πολλή αυτοπεποίθηση δουλεύοντας πολλές φορές με ξένους και βλέποντας ότι το δημιουργικό μας επίπεδο είναι εφάμιλλο, ενίοτε και υψηλότερο, κι ας υστερούμε στα μέσα. Υπάρχουν και άλλα που με απασχολούν, όπως η συντηρητικοποίηση του κοινού, ο θεατρικός διάλογος που έχει υποχωρήσει έναντι της αφήγησης, η «ασφάλεια» με την οποία επιδιώκεται να γίνονται πολλές από τις παραγωγές, η πληθώρα δραματικών σχολών, εν γένει η κατάσταση στη θεατρική εκπαίδευση, κ.ά. και με όλα αυτά, δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το μέλλον του ελληνικού θεάτρου. Από εκεί και πέρα, για την τέχνη μας γενικά βλέπω ότι όσο το θέατρο εγκολπώνεται τα νέα μέσα, τις νέες τεχνολογίες και την ΤΝ, οι παραστάσεις θα είναι αποτέλεσμα συνδημιουργίας και όχι αποτέλεσμα μίας και μόνης διάνοιας.
_ Ποιες οδούς θα έβλεπες εσύ στον σχεδιασμό αποτελεσματικής πολιτιστικής πολιτικής, και ποιες δυνάμεις θα έπρεπε να επιστρατευτούν γι’ αυτόν τον σκοπό, προφανώς έξω από πολιτικά σχήματα.
Φυσικά έξω από πολιτικά σχήματα· θα ήταν πολύ απλό αν το ανάθεμα βάραινε έναν πολιτικό χώρο ή μία κυβέρνηση. Όλες έχουν κάνει καλές και κακές κινήσεις. Είναι πολύ βασικό η αλλαγή των ηγεσιών να μη διέπεται από τη λογική «θα τα κάνω όλα διαφορετικά», υπονοώντας και «καλύτερα». Στις αρχές της χιλιετίας, ενώ ήμουν στο Λος Άντζελες για δουλειά, είχε γίνει μια έρευνα που έδειξε ότι το θεατρικό κοινό της πόλης, συντριπτικά λευκό, δεν αντιπροσώπευε φυλετικά τον πληθυσμό της. Οπότε ξεκίνησε ένα πρόγραμμα για τη σύγκλισή τους με ορίζοντα εικοσαετίας, και όλες οι ηγεσίες, δημοτικές, κομητειακές, πολιτειακές, θεατρικές, κλπ. είναι υποχρεωμένες να συνδράμουν στο σχέδιο ανεξαρτήτως διαδοχής. Πέραν τούτου, όμως, είναι αξιοσημείωτος ο στόχος. Να σπεύσω να πω εδώ ότι δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι όλα γίνονται λάθος στην Ελλάδα – δεν είναι έτσι. Σε πολλά πρωτοστατούμε ή και πρωτοπορούμε, δείτε το πρόγραμμα για την πολιτιστική συνταγογράφηση. Ακολουθώ εφημερίδες πολλών χωρών και διαβάζω άρθρα και σχόλια αναγνωστών κάτω από άρθρα, και πουθενά δεν είναι παραδεισένια τα πράγματα. Αλλά κάποια πράγματα τα ζηλεύω, και είναι τόσο εύκολο να τα υιοθετήσουμε. Η αυτοβελτίωση και η εξύψωση πρέπει να επιδιώκονται σταθερά όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο αλλά και από την κρατική οντότητα. «Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε», όπως διδάσκει ο Ελύτης. Είναι σημαντικό η διαχείριση του σύγχρονου πολιτισμού να φτάσει το επίπεδο αυτής του κλασικού. Δεν χρειάζεται καν να επινοήσουμε πράγματα, αρκεί να κοιτάξουμε τι λειτουργεί αλλού. Π.χ. στη Γερμανία, τα πολύ δυναμωμένα δημοτικά περιφερειακά θέατρα –στη χώρα μας η πίεση που πέφτει στα τρία μοναδικά κρατικά θέατρα ως εργοδοτικούς φορείς είναι ασύλληπτη–, η υποχρέωση για ενίσχυση των εικαστικών από επιχειρήσεις όχι μόνο μέσω «πυγμαλιονικών» χορηγιών αλλά και αγοράς έργων, οι χορηγίες που δίνονται μέσω του Ινστιτούτου Γκαίτε για τη μετάφραση γερμανικών έργων με υποχρέωση έκδοσης ή παράστασης. Ή στη Γαλλία, που κάθε δεύτερο χωριό προωθείται ως πολιτιστικό τοπόσημο χάρη σε κάποια παράδοση στη λαϊκή τέχνη, στην αρωματοποιία, στην κεραμική, σε οτιδήποτε. Ή σε διάφορα κράτη, που τα σημαντικά μουσεία έχουν παραρτήματα στην περιφέρεια. Στην Αγγλία δίνεται τεράστια σημασία στη θεατρική συγγραφή και στο εφηβικό θέατρο. Στη Νορβηγία το φεστιβάλ Ίψεν βοήθησε όχι μόνο να αναδειχθεί παγκοσμίως ο Ίψεν σε όλο του το φάσμα αλλά κυριότερα στο να ελαφρύνει η βαριά σκιά του, που επί έναν αιώνα δεν άφηνε σχεδόν τίποτα να ανθίσει στη χώρα. Τώρα έχουν και φεστιβάλ Φόσσε… Στη Ρωσία υπάρχει ο θεσμός της Χρυσής Μάσκας, του κρατικού βραβείου που βάζει σφραγίδα για πάντα σε άξιες παραστάσεις, έργα, κλπ. Εδώ δεν υπάρχει καν κάτι τέτοιο. Το κρατικό βραβείο θεατρικού έργου δεν δίνεται καν σε έργα που έχουν ανεβεί, αλλά είναι ένας διαγωνισμός στον οποίο κατατίθενται ανωνύμως θεατρικά έργα, των οποίων η τύχη μετά αφήνεται στην τύχη της… Ας μην αναφέρω πόσο υποφέρει απ’ τον ανατολίτικου τύπου πρωτευουσιάνικο υδροκεφαλισμό μας η ελληνική περιφέρεια και πόσο δυναμικό πηγαίνει χαμένο. Η έκθεση στην τέχνη, έχει τεκμηριωθεί από σοβαρές έρευνες, αναπτύσσει εν γένει τη δημιουργικότητα, και έχουμε ανάγκη από δημιουργικούς ανθρώπους, είτε θ’ ασχοληθούν με τον πολιτισμό, είτε με τις επιστήμες, είτε με το εμπόριο, είτε με τη δημόσια διοίκηση, είτε με την εκπαίδευση, είτε αυτό γίνει στην Αθήνα είτε στο Διδυμότειχο – πολύ περισσότερο στο τελευταίο...
_ Πες μας λίγα λόγια για την εμπειρία σου στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου.
Το ανέλαβα επειδή με κινητοποίησε η κρίση που βίωνε το Εθνικό Θέατρο· κατά τα άλλα δεν με ενδιέφερε ποτέ η θέση αυτή, γιατί η ρουτίνα της είναι πολύ μακριά από τον δημιουργικό κόσμο, στον οποίο θέλω και έχω μάθει να ζω. Ήμουν πολλά χρόνια κοντά στη θέση αυτή και ήμουν πεπεισμένη ότι ήξερα ακριβώς τι πρέπει να κάνω, ώστε το προσωπικό του Εθνικού Θεάτρου, αμήχανο, απογοητευμένο, έκπληκτο, πληγωμένο, να αναλάβει να το ορθοποδήσει και να μην αφεθεί στον διχασμό και το αίσθημα μειονεξίας. Ταυτόχρονα, επειδή γνώριζα πάγια αιτήματα και νεοφυείς ιδέες του προσωπικού, από ασφαλιστικά ζητήματα μέχρι τη δημιουργία e-shop, από την επέκταση των οντισιόν μέχρι το συμπεριληπτικότερο ανσάμπλ, σκέφτηκα πως η κρίση θα μπορούσε να μετατραπεί σε ευκαιρία για να προχωρήσουν κάποια από αυτά, όπως και έγινε. Ζήσαμε ακραίες καταστάσεις, πραγματικά ακραίες, δεν θέλω να θυμάμαι αυτές αλλά ό,τι καταφέραμε όλοι μαζί, το τονίζω αυτό, όλοι μαζί, μαζί και με το διοικητικό συμβούλιο, μαζί με τους συναδέλφους στο γραφείο μου, με τον κόσμο σε γραφεία κι εργαστήρια, να το βγάλουμε από την τρικυμία και να το παραδώσουμε στην επόμενη καλλιτεχνική διεύθυνση ήρεμο, οικονομικά υγιές, με ορίζοντα μέσα από προγράμματα ΕΣΠΑ και του Ταμείο Ανάκαμψης, σαν τα show cases που ανέφερα πριν, την ανακαίνιση του ΡΕΞ, την ψηφιοποίηση των αποθηκών μας, τις ψηφιακές ξεναγήσεις, την επέκταση του θεάτρου στις φυλακές, την πολιτιστική συνταγογράφηση, τα θεραπευτικά σεμινάρια τραγουδιού για ασθενείς με long covid, τα συμπεριληπτικά εργαστήρια, κ.ά., δεν τα θυμάμαι όλα. Και δεν ήταν διόλου αυτονόητα, έπρεπε να πέσει όλο το προσωπικό με τα μούτρα στη δουλειά ενώ βρισκόμασταν κάτω από παραμορφωτικά μικροσκόπια και από προβολείς που μας χρωμάτιζαν με πολύ χλωμές ανταύγειες, και με την πανδημία σε εξέλιξη.
_ Κάτι που ξεχωρίζεις;
Όλα προφανώς με κάνουν να νιώθω περήφανη και είμαι χαρούμενη που συνεχίζονται. Θα ήθελα να ξεχωρίσω λίγο τη δραστήρια εφηβική σκηνή μας: σε μια χρονική στιγμή που οι λέξεις «Εθνικό Θέατρο» και «έφηβοι» γεννούσαν μόνο αρνητικές συνηχήσεις, με τη Σοφία Βγενοπούλου αποφασίσαμε να «αντεπιτεθούμε» με έναν «βομβαρδισμό» δημιουργίας. Το κάλεσμα θα μπορούσε να συναντήσει την αδιαφορία ή και τον χλευασμό, αλλά έτυχε πολύ μεγάλης αποδοχής.
_ Κάτι που μετάνιωσες;
Κάτι μικρό, ότι δεν δώσαμε την πρέπουσα σημασία στην επικοινώνηση των πεπραγμένων μας. Και κάτι μεγάλο: ότι δεν ανέδειξα με πρωτοβουλίες που ξέρω μέσα μου, τη «Λυσιστράτη» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, παράσταση του 2016, ως αυτό που της άξιζε, δηλαδή ως μιας σύλληψης που μπορούσε να εισηγηθεί τον «νέο Αριστοφάνη» και να ηγηθεί της ποιητικής ή της διαφορετικής του ανάγνωσης παγκοσμίως. Είναι καιρός να τον εκμεταλλευτούμε πολιτιστικά.
_ Τελικά έμεινες λίγο στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου;
Έμεινα όσο χρειαζόταν, και ζήτησα να δρομολογηθούν οι διαδικασίες διαδοχής όταν ένιωσα ότι θα είχαμε να συζητήσουμε θετικά για το μέλλον με τον επόμενο διευθυντή. Και αν έπρεπε να διαλέξω ένα πράγμα, για το οποίο θα νιώθω πάντα περήφανη, είναι το γεγονός ότι η διαδοχή έγινε ακριβώς με τον τρόπο που πιστεύω ότι πρέπει να γίνονται οι διαδοχές, συνυπάρχοντας για κάποιους μήνες με το επόμενο πρόσωπο και ενημερώνοντας με διαφάνεια και ανοιχτότητα για αυτό που θα έρθει μετά από σένα. Δεν θα ντραπώ να χαρακτηρίσω τη στάση και των δυο μας στη διαδοχή παραδειγματική. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και ότι ο Γιάννης Μόσχος είχε έρθει στο Εθνικό Θέατρο με διάθεση να συνεχίσει, να επεκτείνει, να διευρύνει, και όχι να αποψιλώσει και να κάψει, υιοθέτησε καλές ιδέες όλων των προηγούμενων διευθύνσεων, τις περισσότερες τις προώθησε και τις ζύμωσε με τις δικές του, και έτσι και μας τίμησε και έδωσε προσωπικό τόνο στη θητεία του.
_ Τι ρόλο έπαιξε στη θητεία σου το γεγονός ότι είσαι γυναίκα;
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω. Δεν νιώθω το φύλο μου όταν δουλεύω. Εισέπραξα μόνο σεβασμό, εκτίμηση και συνεργασία.
_ Μίλησέ μας για την εμπειρία σου στο θέατρο των φυλακών.
Εκεί πάμε σε μια άλλη λειτουργία του θεάτρου, πιο καθαρτική. Είχα την τύχη να βρεθώ στον χώρο χάρη στον Στάθη Γράψα, που έχει αναπτύξει μια μέθοδο προσωπικής ανάπτυξης των κρατουμένων, δεν κάνει δηλαδή απλώς παραστάσεις. Με συγκινεί η αφοσίωσή του επί χρόνια, χρόνια ολόκληρα μέχρι να αρχίσει να αναγνωρίζεται η δουλειά του, που φέρνει κιόλας την Ελλάδα σε πολύ υψηλή θέση στους σχετικούς πίνακες. Είναι απίστευτο πόσο αγαπητικά πλησιάζει τους κρατούμενους και ταυτόχρονα πόσο καλά ξέρει να κρατάει το μέτρο.
Ξέρεις, έρευνες δείχνουν ότι οι κρατούμενοι που κάνουν θέατρο, έχουν λιγότερες πιθανότητες να υποτροπιάσουν αφού αποφυλακιστούν. Αυτή είναι η δύναμη του θεάτρου! Είναι μεγάλη συγκίνηση να βλέπεις ανθρώπους που έχουν σπάσει το κοινωνικό συμβόλαιο με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, που έχουν διαπράξει τα πιο σοβαρά, τα πιο ειδεχθή εγκλήματα, μερικές φορές ανατριχιαστικά για την κοινή γνώμη, που ζούνε στη φυλακή μια καθημερινότητα που απεύχεσαι και για τον εχθρό σου ακόμα, να ζητούν τη μεταμέλεια, τη συγχώρεση, την κάθαρση, μέσα από το θέατρο. Να πρέπει να επανακτήσουν εμπιστοσύνη από και προς το κοινωνικό σύνολο, και αυτό να το μαθαίνουν μέσα στην πρόβα. Να χρησιμοποιούν το θέατρο για να γυμνωθούν και να ζητήσουν συγγνώμη από την κοινωνία. Και για εμάς, όμως, είναι μια τεράστια άσκηση, να πρέπει να υπερβαίνεις την ηθική σου αμφιθυμία και να δείχνεις πίστη στο καλό. Να βγαίνεις από τη θέση του κριτή των πάντων και να βάζεις ένα λιθαράκι στο να σωφρονίζονται οι άνθρωποι και όχι απλώς να τιμωρούνται. Είναι μια εμπειρία απόλυτη και δεν μοιάζει με καμία άλλη.
_ Αν είχες να διαλέξεις ένα tagline για το ΦΡΑΝΚΕΣΤΑΙΝ ΚΑΙ ΕΛΙΖΑ, ποιο θα ήταν αυτό;
«Τα πρώτα θύματα του εαυτού μας είμαστε εμείς οι ίδιοι.»
Urbanorama.gr, 12.11.2024