Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

15 Νοεμβρίου 2024
Στην πρόβα: «Frankenstein & Eliza» στο Θέατρο Πορεία – Η AI ως νύφη του Φρανκενστάιν
article image
ΑΡΘΡΑ

Ο Φρανκεστάϊν της Μέρι Σέλει κατασκεύασε ένα ανθρώπινο τέρας. Το τέρας αυτό διέφυγε τους πάγους του Αρκτικού Κύκλου, αφήνοντας το δημιουργό του ξέπνοο στο παγωμένο πέλαγος. Ο Φρανκενστάϊν της Έρις Κύργια φωλιάζει στο θέατρο Πορεία στην πλατεία Βικτωρίας. Είναι επίσης επιστήμονας, γοητευτικός, ευφυής, θρασύς φοράει μοδάτο κοστούμι και θα δημιουργήσει κι αυτός ένα τέρας: τέρας αλγορίθμων, συλλογής δεδομένων, υπολογιστικής ισχύος, υπερνοημοσύνης ή αλλιώς την Τεχνητή Νοημοσύνη. Μόνο που αυτή η κατασκευή δεν περιορίζεται στα όρια του «Πορεία» – για την ακρίβεια δεν έχει κανένα όριο και, υπό αυτήν την έννοια, απειλεί να κατακυριεύσει τα πάντα στην πραγματική ζωή. Το νέο έργο με έναυσμα τη Νέμεση του Φρανκενστάιν κάνει πρεμιέρα σε λίγες μέρες και μας φέρνει ευφυώς αντιμέτωπους με το τερατικό παρόν και μέλλον μας.

Γεύση από πρόβα

Το αντίγραφο του «Προμηθέα δεσμώτη» με την υπογραφή του Ρούμπενς δεσπόζει πάνω από μια, vintage αισθητικής, μπάρα. Για την ακρίβεια, η μπάρα αυτή θυμίζει έναν άλλο πίνακα, αυτόν του Έντουαρντ Χόπερ, το «Night Hawks» όπου οι πελάτες μοιάζουν να παίρνουν ζωή γύρω από την ξύλινη επιφάνεια μιας μπάρας. Εδώ, το ποτό ρέει άφθονο δια χειρός Γιώργου Μπινιάρη, και οι υπόλοιποι ηθοποιοί του «Frankestein & Eliza» ‘ρέουν’ επίσης στη σκηνή· μα κάτι πηγαίνει λάθος. Η κίνηση τους γίνεται ακανόνιστη, σπάει σαν να τους χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα, σαν να χάνουν την ανθρωπινότητα τους. Προς ώρας, ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους.

Στο πιάνο κάθεται ο Γιώργος Συμεωνίδης, στο μικρόφωνο η Χριστίνα Στεφανίδη τραγουδάει μελαγχολική τζαζ, στο σαλόνι βολεύεται ο Ιερώνυμος Καλετσάνος και η Μαρία Πανουργιά, ενώ ο Γιάννης Στάνκογλου που «δεν κρατιέται γιατί έχει πολλή ορμή μέσα του» αναγγέλλει το δημιούργημα του: να δημιουργήσει το μέλλον, να προσφέρει παντοδυναμία στις μηχανές, όπως ο Προμηθέας έδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους. «Κατά τον Φράνσις Μπέικον η γνώση είναι δύναμη. Αυτή τη δύναμη θέλω να κατακτήσουν όλοι χάρη στο δημιούργημά μου. Να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία ανά πάσα στιγμή. Να μην κοπιάζουν για να μάθουν» λέει. Οι εξαγγελίες του ως Βίκτορ Φρανκενστάϊν στη σκηνή του «Πορεία» θα μπορούσαν να ακούγονται ως φιλόδοξη επανάσταση – αν δεν ήταν ήδη χίμαιρα και κομμάτι του παρόντος της ανθρωπότητας.

Η οδηγία του σκηνοθέτη της παράστασης Δημήτρη Τάρλοου προς τους ηθοποιούς του να παίξουν και την επόμενη σκηνή, να ιχνηλατήσουν λίγο από το μέλλον των ηρώων στο νέο έργο της Έρις Κύργια, είναι από τις λίγες εκδοχές μέλλοντος που ξέρουμε που θα σταματήσει, ποιο θα είναι το φινάλε. Γιατί η Τεχνητή Νοημοσύνη ως η πιο απειλητική κατασκευή στην ιστορία του ανθρώπινου είδους δεν γνωρίζει από παύση.

Το έργο

Αν και μόνο η ονομαστική αναφορά στον «Φρανκενστάϊν», στον εμβληματικό, προμηθεϊκό ήρωα της Μέρι Σέλεϊ πυροδοτεί ένα στέρεο δραματουργικό δεδομένο, η συγγραφική απόπειρα της Έρις Κύργια υπό τον τίτλο «Frankenstein & Eliza» το αναθεωρεί εκ βάθρων παραδίδοντας ένα ολότελα καινούργιο έργο που αντλεί κάποια στοιχεία από την περιπέτεια του ήρωα.

Το προφητικό αφήγημα της Σέλεϊ για τον επιστήμονα του 19ου αιώνα που δημιουργεί στο εργαστήριο του ένα ανθρώπινο πλάσμα το οποίο θα εξεγερθεί εναντίον του, συνδέεται εδώ με το μέγα ζήτημα της εποχής: Την απόπειρα του ανθρώπου να ξεπεράσει τον εαυτό του, να ακυρώσει πρακτικά την ταυτότητα του κατασκευάζοντας μια οντότητα ανώτερη που θα τον καταργήσει ως είδος. «Πράγματι, η διασκευή του μυθιστορήματος της Σέλεϊ δεν μας ενδιέφερε, θέλαμε να διαφοροποιηθούμε και το έναυσμα της Τεχνητής Νοημοσύνης, ως την πραγματικότητα που υπερβαίνει τον άνθρωπο, έχει συνδεθεί εδώ και χρόνια με την περίπτωση του Φρανκενστάϊν. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να ξεφύγουμε από την πλοκή, κρατώντας κάποια ονόματα και συμβάντα – με δεδομένη την παρουσία ενός επιστήμονα που αρχικά οραματίζεται μια επανάσταση για το καλό της ανθρωπότητας», σημειώνει η συγγραφέας Έρι Κύργια.

Η δική της ματιά φέρνει τον δρ. Βίκτορ Φρανκενστάιν ως ένα φέρελπι μαθηματικό στους επιστημονικούς κόλπους της Νέας Υόρκης. Βρισκόμαστε στα τέλη των sixties, δηλαδή σχεδόν μια δεκαετία μετά την ιστορική διάσκεψη στο κολέγιο του Ντάρμουτ – αφετηριακό σημείο για την βάπτιση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Η πλοκή του έργου στέκεται σε τρεις χρονικούς σταθμούς, στην επανεκκίνηση της έρευνας για την AI στην Αμερική και τη Βρετανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και φτάνει στο μέλλον – ίσως και στο δικό μας παρόν – όπου η τεχνολογική πρόοδος έχει μπει σε μια τροχιά ταχύτητας φωτός. Η Έρι Κύργια εξηγεί πως η ανάδειξη της διαδρομής ανάπτυξης της AI ήταν μια συνειδητή απόφαση όχι μόνο από ιστορικό ενδιαφέρον και για να αποτυπώσει τον ερευνητικό οργασμό εκείνης της εποχής αλλά και γιατί «οποιαδήποτε μελλοντολογική αντιμετώπιση της δραματουργίας θα ήταν παντελώς αναξιόπιστη. Η τεχνολογία προχωρά με ραγδαίους ρυθμούς ώστε δεν ξέρουμε που θα βρισκόμαστε σε λίγους μήνες. Συγγραφικά, θα απαιτούνταν μια αδιανόητη ενόραση για να είμαστε ακριβείς σε όσα επιστημονικά δεδομένα θέσουμε».

 

Ο Δημήτρης Τάρλοου εντοπίζει τον πυρήνα της διεξοδικής δουλειάς της Κύργια στη συνειδητοποίηση της νέας τάξης πραγμάτων, μιας πραγματικότητας που είναι ήδη εδώ. «Το έργο είναι ένας επικήδειος σε μια εποχή που έχει ήδη τελειώσει αλλά αδυνατούμε να το αποδεχθούμε. Δεν έχουμε προλάβει να αποχαιρετήσουμε ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια, ένα κόσμο που οριζόταν από τις ανθρώπινες σχέσεις και τα συναισθήματα. Όσα μας απασχολούσαν ως γενιά κυοφορούνται σε αυτό το έργο, καθώς τώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γευόμαστε τους δηλητηριώδεις καρπούς της τεχνολογικής ανάπτυξης» σχολιάζει ο σκηνοθέτης της παράστασης και συνεχίζει: «το έργο της Έρις μπαίνει στα δύσκολα κατατόπια της ύπαρξης, όπου ο ήρωας υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια σε μια προσπάθεια να δαμάσει το θάνατο με επιστημονικά εργαλεία. Παριστάνει το Θεό κι αυτό είναι μια ύβρις. Οι συνέπειες θα είναι αδυσώπητες. Και, φυσικά, αυτή η εμμονή να επιτύχει κάτι το ανεπανάληπτο, συνδέει το έργο όχι μόνο με την αυτοεκπληρούμενη προφητεία για το τέλος του ανθρώπινου είδους, αλλά και με το φασισμό. Η ανάγκη για την απόλυτη επιτυχία και επικράτηση, οδηγεί σε μια φασιστική κοινωνία, όπου οι ίδιοι θα είμαστε διατεθειμένοι να γίνουμε υποχείριο της, θα καθοδηγούμαστε και θα υποκύπτουμε καθολικά στις νέες εντολές. Δείτε πόσα έχει ήδη ακυρώσει η τεχνολογία από την ανθρώπινη φύση μας. Ποιος ξέρει τι έπεται».

Θέτοντας ευθέως ζητήματα βιοηθικής, η γραφή της Κύργια φέρνει σε μετωπική σύγκρουση την επιστήμη με την φιλοσοφία και τις τέχνες (δηλαδή, τον πνευματικό, ποιητικό και συναισθηματικό κόσμο) αντιπαραβάλλοντας ήρωες της επιστημονικής πτέρυγας όπως ο Φρανκενστάιν με δειλούς υπερασπιστές των Τεχνών. «Κι αυτό γιατί θεωρώ πως αμφότεροι είναι εμμονικά πρόσωπα, αλλά κυρίως γιατί η επιστημονική είναι, κατά κάποιο τρόπο, καλλιτεχνική φύση. Η υψηλή τέχνη μπορεί να χαρακτηριστεί επιστήμη όπως και η υψηλή επιστήμη, τέχνη. Και οι δύο αυτοί κόσμοι δίνονται απόλυτα, δίνονται στο σκοπό τους, τόσο που μπορούν να αυτοαναφλεγούν».

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

Παρότι η δραματουργία της Έρις Κύργια συναντάει τους ήρωες στην πρώτη τους νιότη, εκεί που γεννιούνται τα οράματα ή οι εφιάλτες, η διανομή της παράστασης – Ιερώνυμος Καλετσάνος, Γιώργος Μπινιάρης, Μαρία Πανουργιά, Γιάννης Στάνκογλου, Χριστίνα Στεφανίδη, Γιώργος Συμεωνίδης – είναι όλοι έμπειροι και μακράς διαδρομής ηθοποιοί. Η επιλογή αυτή έχει μια γερή δόση συμβολισμού για το πεπερασμένο, για ό,τι μας έχει κιόλας προσπεράσει ως ανθρώπινα όντα. Δεν είναι τυχαίο που ο Δημήτρης Τάρλου χαρακτηρίζει τις φιγούρες του έργου ως «φαντάσματα, φασματικές παρουσίες, σαν να έχουν γεράσει ήδη και ο χρόνος, η εξέλιξη τους έχει συνθλίψει». Το στοιχείο της ‘μεταμόρφωσης’ τους υπαινίσσεται και την τερατική διάσταση που όλοι φέρουν – κι όχι μόνο ο Βίκτορ Φρανκενστάιν, ο οποίος κατασκευάζει το «τέρας».

«Από το μυθιστόρημα της Σέλεϊ που με είχε χαρακτηρίσει όταν το διάβασα, μέχρι το έργο που δουλεύουμε σήμερα έχουν αλλάξει τόσα δεδομένα που δεν μπορώ καν να επεξεργαστώ. Αυτό είναι και το στοίχημα του ήρωα μου, η διαδρομή του να αγγίξει το θεϊκό, να φτάσει σε μια κορυφή όπου αρκεί ένα πετραδάκι για να γκρεμιστεί. Κι ενώ συναισθάνεται πως κάτι πάει λάθος σε αυτό το… όραμα είναι τόσο ταγμένος, τόσο εμβαπτισμένος στην εμμονή που δεν κάνει πίσω. Χάνει τον εαυτό του και χάνονται τα πάντα», παρατηρεί ο Γιάννης Στάνκογλου στον επώνυμο ρόλο του Φρανκενστάιν – με ερμηνευτική θητεία (να υπενθυμίσουμε) και στο αρχέτυπο του, άκρως συγγενικού του, Προμηθέα.

Από το ρόλο του καθηγητή Κρέμπε (πρόσωπο που υπάρχει με αυτή την ιδιότητα και στο μυθιστόρημα της Σέλεϊ), ο Γιώργος Συμεωνίδης επισημαίνει «τη δύναμη που έλκει αυτά τα πρόσωπα σε έναν δρόμο που δεν έχει επιστροφή. Ειδικά, ο Φρανκενστάιν διακατέχεται από την ηδονή της καταστροφής. Νομίζω και πως και το ίδιο το είδος μας εκεί στρέφεται».

Η αυτοκαταστροφική φύση του δρ. Φρανκενστάιν εντοπίζεται και στην αλαζονεία του να ακυρώσει ο,τιδήποτε έχει υπάρξει πριν τη δική του γνώση. «Έρχεται μια επανάσταση που δεν τη διανοείσαι. Σε λίγα χρόνια οι ποιητές θα μας είναι άχρηστοι» εισηγείται, κι αυτό είναι το πρελούδιο πορείας και των ερωτικών του σχέσεων, της αποξένωσης του από το συναίσθημα, όπως καταγράφεται στο έργο της Κύργια. Από τη μια, η νεαρή φοιτήτρια της φιλοσοφίας Ελίζα (καθόλου τυχαίο πως το όνομα της είναι ταυτόσημο με αυτό του πρώτου chatbot) και της μετέπειτα συζύγου του Μέρι (ευθεία παραμπομπή στη Μέρι Σέλεϊ).

Την πρώτη υποδύεται η Χριστίνα Στεφανίδη, ένα πρόσωπο με το οποίο ταυτίζεται και στην ζωή της. «Από τα δείγματα που μας έχουν δώσει τα social media για την συλλογική χειραγώγηση μέχρι την επιστημονική εξέλιξη που θα υποκαταστήσει τον άνθρωπο, όλα αυτά με τρομάζουν. Καταρχάς, με απωθεί η απρόσωπη και ρηχή επικοινωνία που ακυρώνει τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αλλά και από θέση, ως ηθοποιός είμαι εδώ για να υπερασπιστώ το εντελώς αντίθετο, την αγάπη, τη ζωή, την φροντίδα, τον πόνο, τη χαρά· όσα απαιτεί το θέατρο από μένα. Ε, λοιπόν, ο Φρανκενστάιν δεν διαθέτει τίποτα από όλα αυτά», σχολιάζει.

Την ίδια ώρα, η Μαρία Πανουργιά υπερασπίζεται από το ρόλο της, τον παλιό κόσμο: «η Μέρι είναι επιστήμονας, αλλά δρα με τα παλιά ιδανικά που έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Δεν ενδίδει στην, χωρίς έλεγχο, κατάσταση όπως ο Βίκτορ. Βέβαια, να πούμε πως η σχέση τους έχει ήδη μολυνθεί από μια μηχανική λειτουργία: Δουλεύουν τόσο πολύ που χάνουν ο ένας τον άλλον και ταυτόχρονα χάνουν τον εαυτό τους. Δεν είναι ανάγκη να τους πλήξει η Τεχνητή Νοημοσύνη· μόνοι τους υποκύπτουν στα νέα δεδομένα».

Την ίδια θέση, υπερασπίζεται και ο Ιερώνυμος Καλετσάνος στο ρόλο του μαθηματικού Ανρί Κλερβάλ. «Η ταχύτητα με την οποία ζούμε δεν μας αφήνει να εμβαθύνουμε σε τίποτα. Δρούμε ως τέλειοι καταναλωτές. Δεν πάμε πιο μακριά από το διαχωρισμό του ‘ωραίο ή άσχημο’. Φανταστείτε, λοιπόν, πως επιδρά αυτή η λογική στους φανατικούς ‘απόστολους’ της ΑΙ. Φαντάζομαι πως, όπως και ο Φρανκενστάϊν, θα κρύβουν μεγάλη βία μέσα τους».

Ο Γιώργος Μπινιάρης, ο εμπειρότερος της διανομής, με τη ζώσα εμπειρία του βινυλίου μέχρι την εποχή της AI, έχει ένα καθαρότερο βλέμμα «προς τη δυσοίωνη εποχή που έχει ανατείλει. Ζούμε ήδη μέσα της και δεν μπορώ παρά να ανησυχώ για τα εγγόνια μου» λέει, υποδυόμενος ένα μυστηριώδη μπάρμπαν, ένα προφητικό απομεινάρι των sixties που συνομιλώντας με τους ήρωες του έργου προειδοποιεί: «καταλήξαμε έτσι, για να υποδεχόμαστε το θάνατο».

 

Η σκηνοθεσία

Συνεχίζοντας την έρευνα που άνοιξε κατά την περσινή σκηνοθεσία του πάνω στο κλασικό του Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και τιμωρία» (μεταγραμμένο από το Θανάση Τριαρίδη), ο Δημήτρης Τάρλοου βασίζει την σκηνοθετική του ματιά στην συνθήκη των «φασματικών φιγούρων, όπου ζουν περισσότερο σε ένα ψυχικό παρά ρεαλιστικό χώρο». Η ματιά του επιδιώκει να αποτυπώσει επί σκηνής «ένα ψυχικό τοπίο που παραπέμπει στα φιλμ του Ντέιβιντ Λιντς, ικανό να αποδώσει τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου».

Και το έργο της Έρις Κύργια που σκηνοθετεί δεν είναι παρά η κορυφή αυτού του παγόβουνου: «Το τέλος του σύγχρονου πολιτισμού, η απανθρωποποίηση η συγχώνευση της μηχανής με τον άνθρωπο, αυτή η φρικωδία που στόχο έχει να απαλειφθεί κοινωνικά ο φόβος του θανάτου». Εξ ου και ζητάει από τους ερμηνευτές του να φέρουν το δικό τους κόσμο μοναξιάς στη σκηνή, να εκφράσουν τις δικές τους τραυματικές εμπειρίες και την προσωπική τους αγωνία όπως και ο ίδιος – μέλος αυτής της σύγχρονης κοινωνίας – διατυπώνει τη δική του μελαγχολική κατάσταση. «Τάσσομαι πάντα υπέρ της αλήθειας. Δεν καμώνομαι κάτι πέρα από αυτό. Με αφορά να εκφράσουμε το δικό μας εδώ και τώρα που, όπως συζητούσα πρόσφατα και με τον συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη, προτείνει την δημιουργία ενός άλλου είδους ανθρώπου, που είναι ξένος από την ανθρώπινη του υπόσταση», σημειώνει.

Στο σκηνοθετικό εγχείρημα να αποδώσει αυτή την υπαρξιακή αγωνία και να χτίσει έναν εφιαλτικό ρυθμό κι ένα θριλερικό σασπένς έχει συμμάχους τη μουσική σύνθεση, και τη σύνθεση ηχητικών τοπίων, θεωρώντας πως αυτή η παράμετρος στο συγκεκριμένο έργο είναι ένα ακόμα στοίχημα.

Η αισθητική της παράστασης

Όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης, έτσι και ο Πάρις Μέξης – μετά από ενημέρωση που είχαν από επιστήμονες με γνωστικό αντικείμενο την Τεχνητή Νοημοσύνη – χρησιμοποίησε εργαλεία της AΙ για να οργανώσει την πολύπλοκη σκηνογραφία της. Αποτέλεσμα μια εργασία που «ακολουθεί το δραματικό κρεσέντο της πλοκής». Τι σημαίνει αυτό; Πως η εισαγωγική οθόνη με το αριστούργημα του Ρούμπενς να απεικονίζει τον «Προμηθέα δεσμώτη» δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. «Και γενικότερα ό,τι θα δούμε σκηνογραφικά και αισθητικά δεν θα είναι (μόνο) αυτό που νομίζεις», εξηγεί ο Πάρις Μέξης. Διατηρώντας την ατμόσφαιρα γοτθικού τρόμου που εισηγήθηκε η Σέλεϊ, ο σκηνογράφος πρότεινε η αισθητική της παράστασης να μην στηριχτεί στη γραμμική διαδοχή των εποχών. «Παγώσαμε τον χρόνο στην αρχή του ΑΙ, στα τέλη ’60. Εκεί που έγινε ιστορικά και τεχνολογικά το δάγκωμα του μήλου. Κι αυτό για να λειτουργήσει μια υπόμνηση, καθόλη όλη τη διάρκεια του έργου, ότι ως ανθρώπινο είδος βρισκόμαστε στο δίλημμα να αποδεχθούμε ή όχι την εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης. Κι επειδή η ιστορία έχει δώσει την απάντηση της, κι επειδή η ΑΙ είναι εδώ χωρίς γυρισμό, το μόνο που εξελίσσεται αισθητικά στη σκηνογραφία είναι η ραγδαία πρόοδος της μηχανής του Φρανκενστάιν».

Εδώ ο Πάρις Μέξης συνεργάστηκε με τον Χρήστο Συμεωνίδη ώστε κάθε σκηνή της παράστασης να κορυφώνεται μέσα από video, «δημιουργώντας ένα καταιγιστικό μοντάζ εικόνων και αναμνήσεων, σαν κάθε σκηνή του έργου να καταλήγει σε έναν κώδικα», όπως προσθέτει ο δεύτερος. Αυτή η συνθήκη σε συλλειτουργία και με τη μουσική του Γκάρι Σάλομον «δημιουργεί μια παράλληλη δραματουργική αφήγηση».

Η μουσική

Καθώς μπαίνουν στη σκηνή, οι πρωταγωνιστές της παράστασης, αγγίζουν το πιάνο, παίζουν ή τραγουδούν. Αυτό που συνήθως κάνει ο Γκάρι Σάλομον ως περφόμερ σε άλλα ανεβάσματα έργων, εδώ αποτελεί ένα ακόμα καθήκον των ερμηνευτών αναδεικνύοντας «τη μουσική ως τον έβδομο πρωταγωνιστή». Ο Σάλομον, παρότι κλήθηκε να γράψει μουσική για μια παράσταση που μιλάει για τον τεχνολογικό κόσμο, δεν πέρασε από τις επιρροές της ηλεκτρονικής μουσικής και επένδυσε περισσότερο σε στοιχεία και είδη που «υπερτονίζουν το ανθρώπινο άγγιγμα και το περιβάλλον εποχής όπου κινούνται οι ήρωες» όπως λέει.

Η μοναδική στιγμή που αποφάσισε να συνδιαλλαγεί με τους υπολογιστές ήταν όταν ζήτησε από ένα πρόγραμμα AI να κατασκευάσει ένα τραγούδι ανασύροντας στοιχεία της αγγλικής sixties pop σκηνής. Πολύ γρήγορα είχε δυο εκδοχές τραγουδιών διάρκειας 2.5 λεπτών, εκ των οποίων επέλεξε το ένα. «Δεν ήταν τόσο καλό, θα ήταν ποιοτικότερο αν αποτελούσε μια ανθρώπινη δημιουργία. Γιατί η σύνθεση απαιτεί χρόνο, έμπνευση, σκληρή δουλειά, πραγματική καλλιτεχνία. Το μόνο που με ταρακούνησε σε αυτή τη διαδικασία ήταν η ταχύτητα με την οποία το πρόγραμμα παρέδωσε το κομμάτι. Κατά τα άλλα, η τέχνη είναι ανθρώπινη υπόθεση».

Στέλλα Χαραμή, monopoli.gr, 15.11.2024

Αγορά εισιτηρίων: Frankenstein & Eliza

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ