Ο Γιάννης Στάνκογλου είναι ο Φράνκενσταϊν στο «Frankenstein & Eliza» που έγραψε η Ερι Κύργια και σκηνοθετεί ο Δημήτρης Τάρλοου (Θέατρο Πορεία). Στην άκρη του νήματος είναι το πρωτότυπο της Μέρι Σέλεϊ. Το νέο έργο διαχειρίζεται θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας όπου η τεχνολογία κυριαρχεί. Ηθοποιός που έλκεται από σκοτεινούς ρόλους, ο Στάνκογλου πιστεύει ότι μέσα απ’ αυτές τις σκηνικές συναντήσεις μαθαίνει καλύτερα τον εαυτό του.
Τι σας συνδέει με τον Φρανκενστάιν;
«Είχα διαβάσει παλιά το μυθιστόρημα, ήταν ένα από τα αγαπημένα μου, είχα δει και την ταινία. Τώρα μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό έργο που έχει γράψει η Ερι Κύργια, εξαιρετικό, σύγχρονο. Ενέπλεξε το ΑΙ, την τεχνητή νοημοσύνη μαζί με την ιστορία της Μέρι Σέλεϊ. Είναι πολύ σοβαρό θέμα το ΑΙ – ακόμα είμαστε στα σπάργανά του. Ολοι μας, λίγο-πολύ, και ειδικά οι καλλιτέχνες, έχουν γνώριμα στοιχεία με τον επιστήμονα Φρανκενστάιν. Κρύβουν κι ένα τέρας μέσα τους. Και, μέσω της τέχνης, όσοι τα έχουμε καταφέρει, προσπαθούμε να δαμάσουμε αυτούς τους δαίμονες. Ολοι έχουμε το τέρας μέσα μας. Αλλοι το σπρώχνουμε προς τα κάτω, μη φανεί, άλλοι το βγάζουμε προς τα έξω».
Ποιοι είναι οι δικοί σας δαίμονες;
«Από το πόσο ακραίος μπορεί να ήμουν σαν χαρακτήρας στα νιάτα μου και πόσο με βοήθησε το θέατρο, από το ότι πρέπει να είμαι συγκεντρωμένος, να μην ξεφεύγω. Ημουν πολύ κάθετος παλιότερα με τους ανθρώπους. Τώρα τους δέχομαι περισσότερο. Ο καθένας έχει τον χρόνο του για να δαμάσει αυτό το τέρας, για να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, να λειάνει τις γωνίες του, να δει ποιος είναι. Αυτό θα έπρεπε να είναι ολόκληρη η παιδεία. Να σπρώχνουν τα παιδιά να βρουν αυτό που πραγματικά θέλουν να κάνουν στη ζωή τους».
Εσείς το βρήκατε…
«Ναι. Δουλεύουμε όλοι πάρα πολύ κι αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, τότε εκεί ξεκινάει το τέρας. Μπορείς πολύ εύκολα να ανάψεις ένα σπίρτο, να γίνεις προσβλητικός, να φτάσεις ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις. Πιστεύω ότι είναι κι αυτός ένας λόγος για την τόση βία γύρω μας».
Μιλήστε μου για το έργο.
«Διαφέρει πολύ απ’ αυτό που ξέρουμε. Ολοι οι χαρακτήρες είναι σαν φαντάσματα επί σκηνής, σε ένα εντευκτήριο πανεπιστημίου, σαν μπαρ. Ολοι είναι πότες, κάτι έχουν, κάτι κρύβουν, αλλά προσπαθούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Κολλημένοι με το αντικείμενό τους – επιστήμονες οι περισσότεροι, κι αυτό βγαίνει σαν ατμόσφαιρα και μ’ αρέσει, γιατί είναι λίγο παράξενο. Βλέπω γύρω μου πια πόσο οι άνθρωποι είναι κάπου αλλού. Δεν ήξερα ότι το πρώτο συνέδριο του ΑΙ έγινε το 1956. Διαβάζοντας το έργο και βλέποντας τι ακριβώς ήθελαν να κάνουν με το ΑΙ ζούμε σχεδόν τα μισά, αλλά δεν ζούμε τον μεγάλο φόβο: Ανθρωπος και μηχανή, να μπει το ένα στο άλλο, να γίνουμε όλοι κατευθυνόμενοι. Βλέπουμε γύρω μας πόσο έχουν χάσει οι άνθρωποι την πίστη τους, και δεν εννοώ την θρησκευτική, αλλά την πίστη στον άνθρωπο, στη φύση. «Σε λίγο δεν θα έχουμε ανάγκη τους ποιητές» λέει ο Φρανκενστάιν στην Ελίζαμπεθ κι αυτό σημαίνει πολλά. Για μένα η τέχνη είναι το ύψιστο».
Σας ελκύουν οι σκοτεινοί ρόλοι;
«Κυρίως στο θέατρο. Αλλά δεν υπάρχουν και πολλοί φωτεινοί, εκτός από κάποιες κωμωδίες. Ολες οι τέχνες καταπιάνονται μ’ αυτό το τέρας, με τον άνθρωπο, πώς μπορεί να γίνει, πώς επηρεάζει τους άλλους, πώς επηρεάζεται. Αυτοί οι χαρακτήρες με ενδιαφέρουν. Εχουν έναν κόσμο πολύ μεγάλο, μαθαίνεις πράγματα και τελικά μαθαίνεις πώς ν’ αγαπήσεις περισσότερο τη ζωή και τον εαυτό σου. Διάβαζα τις προάλλες μια δήλωση του Χοακίν Φίνιξ σε σχέση με αυτό που αγαπάει πολύ, αυτούς τους σκοτεινούς ρόλους, γιατί του μαθαίνουν ν’ αγαπάει τη ζωή – με συγκίνησε. Κάνοντας αυτούς τους ρόλους εκτιμάς περισσότερο τη ζωή, την εκτιμάς και μέσα από μια συνειδητοποίηση – όχι μόνο επειδή έχει ήλιο και γαλάζιο ουρανό. Αλλά γιατί βλέπεις γύρω σου τι γίνεται, το αναλύεις, το δικαιολογείς και δεν είσαι πια ακραίος και απόλυτος».
Σας καθόρισαν οι σκηνοθέτες;
«Πολύ. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στη Νέα Υόρκη με την πρώην γυναίκα μου. Γύρισα, φτιάξαμε μια ομάδα, παίξαμε. Μετά ήμουν με τον Τερζόπουλο που με καθόρισε πολύ στον τρόπο που έβλεπα το θέατρο. Νιώθω τυχερός που συνεργάστηκα μαζί του και μάλιστα σε 3-4 έργα. Μετά ήρθαν ο Μαρμαρινός, η Μπρούσκου, ο Καραθάνος, ο Μπινιάρης, ο Τάρλοου, ο Γκραουζίνις. Μαζί του ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με την τραγωδία – «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου (ΚΘΒΕ). Ηθελα να κάνω αυτό το έργο και του το πρότεινα. Μαζί του έγινε κάτι μαγικό. Συνεργαστήκαμε υπέροχα και κάπως ξεκλείδωσε κάτι μέσα μου – αν εμβαθύνεις στο αρχαίο δράμα μετά δυναμώνεις. Σου ανοίγεται ένας κόσμος που μπορεί να μην ήξερες ως τότε. Ο,τι κάνεις στο θέατρο, να το κάνεις με αγάπη και να υπάρχει λόγος».
Τα τηλεοπτικά σας κριτήρια διαφέρουν;
«Ναι, πολύ, αν και στον πυρήνα τους δεν αλλάζουν. Σίγουρα θα κοιτάξω συνεργάτες, σενάριο, ρόλο. Φέτος επέλεξα την κωμωδία στην ΕΡΤ γιατί τα τελευταία χρόνια έκανα δράμα. Δεν ήθελα να είμαι σε έναν ίδιο κόσμο. Από την άλλη το να βρεθείς σε μια καθημερινή σειρά που πρέπει να είσαι απίκο, μου ‘χει δώσει τρομερό θάρρος γιατί απαιτεί να είσαι ετοιμοπόλεμος. Μου έχει ανοίξει το εν δυνάμει, να μη φοβάμαι. Το θέμα είναι να κάνεις τη δουλειά γιατί την αγαπάς και όχι μόνον για τα χρήματα. Αλλά δεν έχω απωθημένα, δεν την έχω ψωνίσει».
Καταπίεση έχετε νιώσει στο θέατρο;
«Εχει γίνει μια αλλαγή. Αλλά στο θέατρο έχεις και λίγο την ανάγκη να τραβήξεις τα πράγματα στα άκρα, ειδικά στην πρόβα – δεν μιλάω για καταπίεση. Το να είσαι στα κόκκινα το εμπεριέχει η δουλειά μας. Ειδικά η δική μου γενιά που έχει περάσει απ’ τις δραματικές σχολές με τα πολλά προσβλητικά σχόλια, που όφειλες να τα δεχθείς, γιατί αλλιώς δεν μπορούσες να είσαι στον χώρο. Αυτό έχει αλλάξει λίγο. Η τέχνη σου δείχνει ένα παράθυρο και σου λέει «κοίτα»…».
Κλείσατε τα πενήντα. Πώς νιώθετε;
«Μου αρέσει, δεν με σοκάρει. Ανήκα κι εγώ στους νέους που έλεγαν ότι θα πεθάνουμε στα 33 σαν τον Χριστό ή τον Τζιμ Μόρισον στα 27. Αλλά νομίζω ότι και σωστά και ωραία μεγαλώνω – και μέσα στον χώρο μου. Και είναι αλήθεια ότι και τα παιδιά μου έχουν δώσει κουράγιο και δύναμη να δω διαφορετικά τη ζωή. Είμαι ενεργός πατέρας, έχω συνεπιμέλεια, τους μαγειρεύω – είμαι στο τρέξιμο κι αυτό μου δίνει δύναμη, με ξεκουράζει κιόλας. Τα παιδιά είναι το καταφύγιό μου».
Θα ξανα-σκηνοθετήσετε; Ποια είναι τα σχέδιά σας;
«Το καλοκαίρι λέω να μη δουλέψω. Ηταν τέσσερα-πέντε χρόνια σερί, Επίδαυρος-περιοδεία. Θέλω λίγο να μ’ επιθυμήσουν και να τους επιθυμήσω. Μου αρέσει η σκηνοθεσία. Θέλω να το ξανακάνω αλλά χωρίς να παίζω – όπως στο «Κίλερ Τζο». Υπάρχουν έργα που θέλω να ασχοληθώ. Κάποια στιγμή θα γίνει, μπορεί και του χρόνου».
Mυρτώ Λοβέρδου, Το Βήμα, 7.11.2024
Αγορά εισιτηρίων: Frankenstein & Eliza