Συνέντευξη με την Αργυρώ Βώβου
Τι θα πει η μάνα σου όταν δει το πτώμα σου;», σε αυτό τον παράξενο τίτλο - και σε ακόμα πιο παράξενα ερωτήματα που μας ταλανίζουν καθημερινά - ακούει το νέο έργο που που υπογράφει η νέα θεατρική συγγραφέας, Αργυρώ Βώβου. Το έργο αυτό παρουσιάζεται για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στο θέατρο Πορεία, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Νέο Αίμα» και αποτελεί ένα ακόμη δείγμα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας και η 4η κατά σειρά θεατρική παραγωγή που προέκυψε από τη Σχολή Πυροδότησης θεατρικής γραφής, του Θεάτρου Πορεία. Τη σκηνοθεσία υπογράφει η νεαρή σκηνοθέτρια Δέσποινα-Ντορίνα Ρεμεδιάκη, υπότροφος και αριστούχος απόφοιτος της περίφημης σχολής GITIS της Μόσχας.
Λίγα λόγια για το έργο:
Ο θάνατος απεργεί και η γη έχει γεμίσει με… εν αναμονή νεκρούς. Η Σάνα ανυπομονεί να πεθάνει, έχει δοκιμάσει όλες τις μεθόδους αυτοκτονίας, αλλά όλες έχουν αποτύχει αφήνοντάς τη με ένα γκραν-γκινιόλ «πτώμα». Στην αποβάθρα ενός σταθμού, ο Μίκυ θα της μιλήσει για μια πύλη στον χωροχρόνο, η οποία μπορεί να την οδηγήσει πίσω, στη νύχτα της σύλληψης της. Θα καταφέρει η Σάνα να μπει σε αυτή την τρύπα για να αποτρέψει τη σύλληψή της και να εκμηδενίσει την ύπαρξη της; Ή θα την προλάβει η λήξη της απεργίας; Η απάντηση βρίσκεται κρυμμένη στο σουρεαλιστικό έργο που στάζει μαύρο χιούμορ και λύνεται μέσα στην υπαρξιακή συγκίνηση.
Πώς βιώσατε την εμπειρία της συγγραφής ενός πρωτότυπου θεατρικού έργου και τι σας βοήθησε κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας;
Κάθε έργο είναι κάτι σαν ένα ταξίδι. Το έργο με φιλοξένησε στο σύμπαν του όπου εκεί γνώρισα τους χαρακτήρες που έγραψα και γίναμε φίλοι. Μου αρέσει και με βοηθάει κατά τη διάρκεια της συγγραφής να ακούω μουσική. Φτιάχνω ξεχωριστό playlist για κάθε έργο.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε ως νέα θεατρική συγγραφέας;
Για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου ο κανόνας ήταν το να μη βρίσκουν οι άνθρωποι τίποτα σπουδαίο και σημαντικό ή χρήσιμο σε ότι κάνω σχετικά με τη συγγραφή. Όταν αυτό γίνεται συνήθεια τότε η δυσκολία είναι το να μην τους πιστέψεις να μην αμφισβητείς τον εαυτό σου και να μη χάσεις την αφοσίωση σου. Δεν τους πίστεψα.
Ποια ήταν η καλύτερη συμβουλή που ακούσατε στη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής και θα την κουβαλάτε για πάντα μαζί σας;
Προτιμώ τις παρατηρήσεις και όχι τις συμβουλές. Σπάνια ακούω συμβουλές όπως και σπάνια δίνω. Ευτυχώς κάνεις από τους καθηγητές μου στη σχολή Θεατρικής Γραφής δεν επιχείρησε να με συμβουλεύσει. Για αυτό άλλωστε και έχουν την αγάπη και την εκτίμηση μου. Νομίζω ότι το να δίνει κανείς συμβουλές ιδιαίτερα σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με δημιουργία και τέχνη σημαίνει πως έχει την τάση να θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο των πάντων και αυτό το βρίσκω αρκετά προβληματικό. Μια συμβουλή για παράδειγμα που θα κουβαλάω για πάντα μαζί μου όπως είπατε είναι η συμβουλή που μου έδωσε η φιλόλογος του σχολείου που διόρθωνε τις εκθέσεις μου στο λύκειο και τους έβαζε κάτω από τη βάση. Ήξερε ότι θέλω να γίνω συγγραφέας και με συμβούλεψε να μην ασχοληθώ ποτέ με τη γραφή γιατί «δεν το έχεις καθόλου και σου το λέω με ειλικρίνεια και αγάπη».
Τι σας γοητεύει περισσότερο στην Σάνα;
Το πείσμα της. Η επιμονή της να πεθάνει επειδή θέλει να ζήσει είναι συγκινητική. Είναι άτρωτη αλλά ταυτόχρονα και πολύ εύθραυστη.
Πώς προέκυψε αυτός ο παράξενος τίτλος;
Βασικός δραματουργικος πυρήνας του έργου είναι η παύση της θνητότητας εξαιτίας της απεργίας θανάτου. Τίποτα και κάνεις δεν μπορεί να πεθάνει. Αυτό στερεί από την ηρωίδα του έργου τη Σάνα (Χριστίνα Μπρέκου) το δικαίωμα στο θάνατο. Ο εγκλωβισμός στην χωρίς τέλος ύπαρξη δημιουργεί την ανάγκη μιας φυγής στην ηρωίδα η οποία θα βρεθεί στη νύχτα της σύλληψης της με σκοπό να την αποτρέψει. Ο τίτλος είναι η ανάγκη για μια αγκαλιά ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Η συνάντηση ενός πληγωμένου παιδιού με τους ανθρώπους που το έφεραν στον κόσμο. Μια κραυγή για αποδοχή και συνειδητοποίηση των επιπτώσεων που έχει η εγκατάλειψη ενός ανθρώπου (από εκείνους που έπρεπε να τον προστατεύουν) σε έναν εχθρικό κόσμο.
Αναφερόμαστε σε ένα σουρεαλιστικό υπαρξιακό έργο που πραγματεύεται την ιδέα του θανάτου και της αυτοκτονίας με μπόλικο μαύρο χιούμορ. Γιατί θεωρείτε ότι φοβόμαστε ως όντα τόσο το θάνατο και με ποιό τρόπο το «ξορκίσατε» στην παράστασή σας;
Σκοπός μου δεν ήταν να ξορκίσω το θάνατο στο έργο ούτε το φόβο για αυτόν. Τον εξανθρώπισα. Τον έβαλα να απεργησει και να γίνει οδηγός ταξί. Να κυκλοφορεί στην αποβάθρα ενός σταθμού και να πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς. Περπατάει ανάμεσα μας ενώ δεν είναι ένας από εμάς. Αυτό δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια και προσωπικά δεν το βρίσκω απαραίτητα τρομακτικό.
Στο έργο γίνεται λόγος για μια πύλη στο χωροχρόνο, η οποία χρησιμοποιείται για να διορθώσει η Σάνα τα «λάθη» της. Αν είχατε μια μηχανή του χρόνου με ποιόν τρόπο θα την αξιοποιούσατε; Είναι εν τέλη σκόπιμο να «διορθώνουμε» τα λάθη μας στο παρελθόν ή εμπράκτως στο μέλλον;
Η Σάνα χρησιμοποιεί την πύλη για να διορθώσει λάθη άλλων και όχι δικά της. Αν τολμούσα να αξιοποιήσω μια μηχανή του χρόνου θα το έκανα για να βρεθώ στο παρελθόν διότι δε θα άντεχα να πάω στο μέλλον και να είμαι boomer. Νομίζω πως το πιο ώριμο είναι να διορθώνουμε τα λάθη του παρελθόντος με πράξεις μας στο μέλλον. Τα λάθη του μέλλοντος διορθώνονται στο παρελθόν.
Συνέντευξη με τη Δέσποινα – Ντορίνα Ρεμεδιάκη
Σπουδάσατε κορυφαία ακαδημία θεάτρου GITIS της Μόσχας. Πώς διαμόρφωσε η εκπαίδευση σας την προσέγγισή σας στο ελληνικό θέατρο, ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύετε σύγχρονα έργα όπως αυτό;
Η σπουδή μου στην Ακαδημία του Γκίτις μου έκανε σαφή την ανάγκη μιας καθολικής λύσης στην σκηνική αναπαράσταση οποιουδήποτε έργου, δημιουργώντας έτσι έναν ενιαίο κόσμο υποκριτικά, σκηνικά, μουσικά, κινησιολογικά, ώστε να υπάρχει αυτό που στα ρωσικά λέγεται “όμπραζ”. Αγγλιστί το concept!
Οι υψηλών προδιαγραφών ακαδημίες σαν αυτή αλλά γενικότερα η καλλιτεχνική εκπαίδευση στη Ρωσία φημίζονται για την αυστηρότητα και την πειθαρχία που διακατέχει τα προγράμματα. Στο GITIS βιώσατε κάτι αντίστοιχο και αν ναι, είστε υπέρ της «ακαδημαϊκοποίησης» του θεάτρου σε αυτό το επίπεδο;
Πραγματι βίωσα και αυστηρότητα και πειθαρχία και είμαι ευγνώμων και στις δυο εμπειρίες γιατί συνοδεύονταν πάντα απο τους καθηγητές μας από αμέριστη αγάπη και αφοσίωση καταρχάς στο ίδιο το θέατρο, έπειτα σε μας ως μαθητές και καλλιτέχνες και έπειτα στην ίδια την διαδικασία της σπουδής. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια στείρα αυστηρότητα, αλλά για μια ξεκάθαρη και οριοθετημένη πλαισίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας με συγκεκριμένα εργαλεία , που μας βοηθούσε να γινόμαστε όλο και πιο σαφείς. Η ακαδημία του Γκίτις δεν είναι όπως φαντάζεται κανείς μια απρόσωπη ακαδημία, άρα δεν μπορώ να πω οτι βίωσα τον Ακαδημαισμό ως κάτι εξουσιαστικό. Αντίθετα αυτό που την κάνει Ακαδημία του Γκίτις ξεχωριστή είναι η βαθιά γνώση του αντικειμένου από τους καθηγητές, η ύπαρξη συστηματικής μεθόδου, που αφήνει ανοιχτούς όλους τους τρόπους της καλλιτεχνικής προσωπικής ματιάς και καθόλου δεν περιορίζει την προσωπική δημιουργία. Η ύπαρξη της ιεραρχίας στον τρόπο διδασκαλίας, από τον Μάστερ του έτους, στους καθηγητές, έπειτα σε εμάς τους σκηνοθέτες και στους ηθοποιούς, κάνει τη δουλειά μας ευκολότερη στο πως διαμοιράζεται η ευθύνη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο κομμάτι της δουλειάς ήταν αλύγιστοι και δεν μας χαρίζονταν, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι παρατηρήσεις των καθηγητών να σε κάνουν να κλαις, αλλά την επόμενη στιγμή σε ανθρώπινο επίπεδο να σου προσφέρουν ζεστό τσάι στο σπίτι τους. Έτσι γρήγορα κατάλαβα ότι στη δουλειά μπορεί να χρειαστεί να είσαι αυστηρός αλλά να βρίσκεις τρόπο να παραμένεις τρυφερός και ανθρώπινος.
Κοιτάζοντας προς το μέλλον, ποιες τάσεις ή αλλαγές προβλέπετε στο ελληνικό θέατρο; Πώς θεωρείτε πως θα προσαρμόσετε ή θα ενσωματώσετε αυτές τις αλλαγές αυτές στα επερχόμενα έργα σας;
Η αλήθεια είναι ότι βρίσκομαι στο παρόν και βλέπω τις αλλαγές να συντελούνται ήδη στο εδώ και στο τώρα κι αυτές είναι: μια πιο προσωπική γλώσσα, μεγαλύτερη συμπερίληψη και ορατότητα πολλών θεμάτων που ως τώρα θεωρούνταν ταμπού. Βλέπω να συντελείται ήδη πιο θαρρετά ο διάλογος του θεάτρου και της κοινωνίας. Κι αυτό είναι που με αφορά και μένα για τις επόμενες δουλειές μου, ένας ειλικρινής διάλογος, ένα κανάλι επικοινωνίας από μια βάση όμως προσωπική που θα φέρει τη ματιά μου σε ό,τι με έχει διαμορφώσει και με αφορά!
Τι θεμελιώδης διαφορές έχει η θεατρική σκηνή της Μόσχας σε σχέση με την ελληνική σκηνή και το ελληνικό κοινό;
Η πρώτη διαφορά που βίωσα είναι καταρχάς το θάρρος των σκηνοθετών της Μόσχας. Έχουν μια τόλμη στο να φτιάξουν ένα θέατρο πιο προσωπικό, ήδη από τη δραματουργία! Έτσι ήταν και το θέατρο του Ντμίτρι Κρίμοβ, του Γιουρι Μπουτούσοφ, του Νεκρόσιους , της Νατάλια Ναζάροβα, που είχα την τύχη να δώ. Ήδη από το τρίτο κουδούνι ένιωθα πάντα πριν καν αρχίσει η παράσταση ότι θα δούμε την ιστορία ανάποδα , ανοιγμένη και κόκκινη - ό,τι κι αν σήμαινε αυτό για τον κάθε σκηνοθέτη. Υπάρχει επίσης η παράδοση στη Ρωσία των μεγάλων σκηνοθετών - δασκάλων , δηλαδή μιας σκηνικής γλώσσας που ο κόσμος ακολουθεί πιστά! Κι αυτή θα έλεγα ότι είναι η δεύτερη διαφορά : η μεγάλη προσέλευση του κοινού στο θέατρο! Έχω ζήσει πολλές φορές με - 17 βαθμούς κελσίου ουρές από κόσμο να περιμένουμε στην Αρμπάτ για να μπούμε στο θέατρο Βαχτάνγκοβ. Ωστόσο με πολλή χαρά διαπιστώνω ότι μετά και την καραντίνα και τα ελληνικά θέατρα γεμίζουν και αυτό είναι τόσο ελπιδοφόρο για όλους μας!
Τι σας ώθησε να επιχειρήσετε τη σκηνοθεσία του έργου;
Μόλις διάβασα το έργο, είδα καθαρά την πρώτη εικόνα: την αγκαλιά της μάνας - και της κόρης που δεν έχουν βρεθεί ξανά ποτέ πριν. Αυτό ήξερα εξαρχής ότι θα είναι μια εικόνα βίντεο από τον Χρήστο Συμεωνίδη που θα μου άνοιγε τις παράλληλες πιθανές εκδοχές της σκηνικής ύπαρξης. Είχα δηλαδή ήδη το κέντρο. Μια κόρη που λέει ότι θέλει να πεθάνει, ενώ στ΄αλήθεια θέλει να μη ζει άλλο έτσι: μόνη, χωρίς το βλέμμα της μητέρας. Με εξίταρε η σκέψη ότι θα έπρεπε αυτή η ρεαλιστική συνάντηση να συμβεί σε ένα πλαίσιο μιας δυστοπίας , αυτής της απεργίας του θανάτου! Με ιντριγκαρε πολύ πως θα έβρισκα μια γλώσσα για να χωρέσει τον παράλογο κόσμο και το ακόμη πιο παράλογο αίτημα της κορης προς τη μητέρα της «μαμά , μη γεννήσεις!» .
Διαβάζοντας το κείμενο της κ.Βώβου στο οποίο βασίζεται η παράσταση, τι σας έβαλε περισσότερο σε σκέψεις ή σας έκανε εντύπωση;
Αυτο που μου έκανε καταρχάς εντύπωση ηταν ο μεγάλος ανατρεπτικός τίτλος: τι θα πει η μάνα σου όταν δει το πτώμα σου. Και σε συνδυασμό με το αίτημα της ηρωίδας να πεθάνει, ένιωθα ότι κάποιο κρυμμένο μυστικό βρίσκεται εκεί ανάμεσα. Και νομίζω πως το βρήκα: Για μένα ο τίτλος είναι τι θα πει η μάνα σου όταν δει το ΣΩΜΑ ΣΟΥ. Δηλαδή εκεί μου ανοίχτηκε ο άξονας της επιθυμίας . Επιθυμώ άρα υπάρχω . Δεν είναι ένα έργο που πραγματεύεται το θάνατο, αλλά το σώμα, τη ζωή. Την ίδια την επιθυμία που δεν ησυχάζει, που δεν καταλύεται.
Ποιο ερώτημα από αυτά που θέτει η παράσταση σας προβληματίζει περισσότερο;
Λέει κάποια στιγμή ο Μίκυ «δουλεύει ο θάνατος δεν θέλουμε, απεργεί ο θάνατος πάλι δεν θέλουμε! Ε τι θέλουμε;» αυτό είναι το μεγαλύτερο ερώτημα που με φλόγισε και στο έργο αλλά διατρέχει πολύ συχνά την κάθε μου μέρα! Τι θέλουμε στ’ αλήθεια; Ποια είναι αυτή η χρυσή τομή ανάμεσα στην αυτάρκεια και στην αδημονία για το παρακάτω που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση. Με τρομάζει η διαρκής επιθυμία αλλά από την άλλη δεν γίνεται κι αλλιώς. Με τρομάζει ακόμη περισσότερο το να μην θέλω. Το να σταματήσω να επιθυμώ, το να μη βγαίνω από την ασφάλεια μου και να σταματήσει αυτή η εσωτερική περιέργεια για τα ανθρώπινα. Ευτυχώς θέλω διαρκώς. Και θέλω πολύ!
Φεύγοντας οι θεατές από την αίθουσα του θεάτρου, τι θα θέλατε να πάρουν μαζί τους;
Φεύγοντας οι θεατές θα ήθελα να πάρουν μαζί τους το θάρρος να ζήσουν έντονα, παθιασμένα, συλλογικά, προσωπικά! Το κουράγιο να παραδεχτούν τα δεν μπορώ τους, και την ελπίδα πως όσο ακόμη διαρκεί η απεργία του θανάτου - άρα η ζωή, προλαβαίνουν. Προλαβαίνουν να πουν και να ζήσουν ό,τι επιθυμούν!
Μαρίνα Ανδριωτάκη, AthensVoice, 24.05.2024
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Τι θα πει η μάνα σου όταν δει το πτώμα σου