«…Από την ώρα που ήρθαμε, γέμισε το σπίτι κρυφά ψιθυρίσματα και το νερό στα ποτήρια ζεσταίνεται μόνο του. Αχ Περλιμπλίν, που έμπλεξες Περλιμπλίν…»
Τον Ιανουάριο του 1929 ο Λουίς Μπονιουέλ θα ταξιδέψει στην Καταλονία προκειμένου να συνεργαστεί με τον Σαλβαδόρ Νταλί. Επρόκειτο να γράψουν μαζί το σενάριο μιας σουρεαλιστικής ταινίας. Θα την εμπνευστούν ανθολογώντας στιγμές από τα όνειρά τους, όπως αυτή που είχε δει ο Μπονιουέλ με το φεγγάρι να σκίζει ένα νεφέλωμα, όπως ένα ξυράφι ένα ανθρώπινο μάτι. Στην Καταλονία του 1929 θα γραφτεί η πρώτη μορφή του σεναρίου του «Ανδαλουσιανού σκύλου». Ο Μπονιουέλ θα ανακοινώσει τη συνεργασία τους την 1η Φεβρουαρίου 1929 στη La Gaceta Literaria, ένα διμηνιαίο πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό. Θα δηλώσει ότι με τον Νταλί έχουν πιο στενή σχέση από ποτέ και ότι ετοιμάζονται να γράψουν ένα σενάριο μοναδικό στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο Λόρκα θα θεωρήσει τον τίτλο ως προσωπική προσβολή δηλώνοντας: «Ο Μπονιουέλ έκανε μια σκατένια ταινία. Ο Ανδαλουσιανός σκύλος είμαι εγώ», γεγονός που ο Μπονιουέλ αρνήθηκε κατηγορηματικά. Για τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα το μήνυμα δεν μπορούσε να είναι πιο πικρό και σαφές: ο Μπονιουέλ τον είχε «εκδιώξει» από την τριανδρία της φοιτητικής σοφίτας όπου συγκατοικούσαν κάποτε… Η θλίψη του ολοένα και μεγάλωνε καθώς είχε αποσβολωθεί από «την προδοσία» του Νταλί, τον τρόπο που μιλούσε για αυτόν ο Μπονιουέλ αλλά και από τον χωρισμό του με τον Εμίλιο Αλαδρέν, ο οποίος είχε συνάψει σχέση με μια γυναίκα. Για να ξεχαστεί ασχολήθηκε με ένα νέο εγχείρημα: Ο Ρίβας Τσέριφ είχε ιδρύσει έναν πρωτοποριακό θίασο και ζήτησε από τον Λόρκα ένα έργο του. Τότε εκείνος του πρότεινε το μονόπρακτό του «Περλιμπλίν και Μπελίσα», έργο που ξεκίνησε να γράφει το 1925 κατά την πρώτη επίσκεψη του Νταλί. Έργο που ο Μπονιουέλ είχε χαρακτηρίσει ως «περίττωμα».
Το απόγευμα της 6ης Ιανουαρίου του 1929 ο Λόρκα παρακολουθεί την τελευταία πρόβα του Δον Περλιμπλίν. Ανησυχεί μήπως η παράσταση αναβληθεί λόγω του πένθους, αφού την ίδια ημέρα νωρίτερα είχε πεθάνει η Βασιλομήτωρ της Ισπανίας. Σε λίγο θα καταφτάσει ο αρχηγός της αστυνομίας που απαγόρευσε να γίνουν οι παραστάσεις του έργου λόγω ακατάλληλου περιεχομένου. Τα τρία αντίτυπα του έργου κατασχέθηκαν και έμειναν για χρόνια να σαπίζουν στη Διεύθυνση της ασφάλειας μαζί με εκατοντάδες άλλα που είχαν χαρακτηριστεί από την κρατική λογοκρισία «πορνογραφικά».
Γραμμένο το 1925, διορθωμένο το 1929, ξαναδιορθωμένο πάλι το 1929, το «Περλιμπλίν και Μπελίσα» δεν παίχτηκε για πρώτη φορά παρά το 1933 από τη Λέσχη Ανφιστόρα, αφού η Πούρα Ουθελάυ, υπεύθυνη της ερασιτεχνικής λέσχης, κατάφερε με την επιμονή της να το πάρει πίσω. Στο πέρασμά της από την Κρατική Ασφάλεια αναφωνούσαν: «Ήρθε πάλι αυτή η μουρλή που γυρεύει ένα πορνογραφικό έργο».
Η παράσταση:
Στη σκηνή του θεάτρου Πορεία, θα δούμε τον Δον Περλιμπλίν ένα συνεσταλμένο και εύπορο γεροντοπαλίκαρο να κείτεται σε ένα πελώριο -σαν το χάος που καταπίνει τα ανθρώπινα όντα- μαύρο κρεβάτι. Από τη νεκρική στάση του σώματός του αργούμε να καταλάβουμε αν είναι νεκρός ή κοιμάται. Ίσως δεν έχει και σημασία. Γιατί ο Δον Περλιμπλίν, ζει σαν ζωντανός-νεκρός στον περίκλειστο και ασφαλή κόσμο του. Μακριά από κινδύνους και εκπλήξεις, αλλά και μακριά από κάθε συναισθηματική και σωματική συγκίνηση και ηδονή. Απομακρυσμένος από κάθε έννοια ζωής.
Τα δύο άτακτα, ηδονικά -σκληρά στον ανθρώπινο πόνο- δαιμόνια τον περιγελούν πάνω στις κούνιες τους. Ασελγούν πάνω στο κρεβάτι του. Ακροβατούν με τα θαυμάσια νεανικά, δυνατά τους σώματα, χλευάζοντας την εσωστρεφή αναποφασιστικότητά του. Πίσω του στέκεται ένα γιγάντιο ακέφαλο γυναικείο τοτέμ, μπαρόκ αισθητικής, που παραστέκει τον ύπνο αυτού του γερασμένου παιδιού. Το γιγάντιο γυναικείο σκέλεθρο αντικατοπτρίζει τον τρόμο του, αλλά και τη σαγήνη που του ασκεί η γυναικεία οντότητα. Αργότερα θα αποκτήσει προσωρινά το κεφάλι και τα χέρια της μητέρας της Μπελίσα.
Ο Δον Περλιμπλίν κρατά ένα πράσινο μήλο και παίζει με αυτό. Ενδεχομένως να είναι μια σκηνοθετική αναφορά στο έργο «Ο Υιός του Ανθρώπου» (1964) του Βέλγου σουρεαλιστή ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ, όπου το πρόσωπο της τετριμμένης ανδρικής φιγούρας με ένδυμα και καπέλο -χαρακτηριστικά του πρώτου μισού του 20ου αιώνα- καλύπτεται από ένα πράσινο μήλο, με υπόγειους και πολλαπλούς συμβολισμούς. Μόλις ο άτολμος μεσήλικας αποδεχτεί την παράκληση της οικονόμου του να παντρευτεί τη νεαρή, πανέμορφη και ερωτικά διαθέσιμη Μπελίσα, ο σκηνικός κόσμος θα γεμίσει κόκκινα μήλα. Ώριμα. Ζουμερά. Δηλητηριώδη. Που συμβολίζουν την αγάπη, τη γυναικεία ομορφιά, τη σεξουαλικότητα και τη γονιμότητα. Κι έτσι θα ζωντανέψει μπροστά μας ένα άγριο, σκοτεινό ποιητικό παραμύθι με ετερόκλητες πολλαπλές αναφορές (κομμέντια, φάρσα, αλληλούιες, μεσαιωνικό θέατρο, μπαρόκ).
Η σκηνοθεσία:
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου είναι στέρεη και διαυγής. Ακολουθεί τις διαδρομές και τις συνυφάνσεις του κειμένου αναδεικνύοντας τα δομικά του στοιχεία: Το ονειρικό, το γκροτέσκ, το τερατώδες, το φαρσικό, το γελοίο, το τραγικό… Με μια εύγλωττη χρήση των συμβολισμών δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο παραστασιακό αποτέλεσμα, στέρεο και σαφές.
Οι συντελεστές:
Παρόλο που στα σκηνικά και στα κοστούμια γίνεται μια χρήση υλικών όχι τόσο συμβατά με τη δική μου αισθητική, ωστόσο ο Άγγελος Μέντης δημιουργεί ένα συναρπαστικό σκηνικό σύμπαν που μεταμορφώνει το κειμενικό υλικό σε ζωντανή εικαστική δημιουργία. Συνομιλεί δημιουργικά με τον πολύπλοκο κόσμο του Λόρκα συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά και εμπνευσμένα στο τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα.
Ας μου επιτραπεί μόνο μια μικρή διαφωνία: η σκηνογραφική αποτύπωση των κεράτων του Δον Περλιμπλίν, που τα αποκτά στη γαμήλια νύχτα, αφού η Μπελίσα τον απατά με πέντε άνδρες που εισβάλουν μυστικά στο σπίτι, αδικεί τον πλήρη συμβολισμό τους. Το εικονοκλαστικό μοτίβο των χρυσωμένων ολάνθιστων κεράτων που αποκτά αντανακλά, εκτός από την πολλαπλή απιστία της, και τη ζωώδη, ακατάπαυστη, σεξουαλική δραστηριότητα των σατύρων. Και προσφέρει στον δειλό και άτολμο Περλιμπλίν ένα ξύπνημα από τον λήθαργό του, αυτόν της απομάκρυνσης από τη ζωή. Μετά από αυτό γονιμοποιεί όχι ένα σώμα, αλλά μια ιδέα: Δημιουργεί τον μυστηριώδη εραστή.
Οι ερμηνείες:
Τα Δαιμόνια των Έλενα Μελά και Περικλή Σιούντα άσπλαχνα, θρασύτατα, λάγνα και περιπαικτικά ενσαρκώνουν τη ζωογόνα δύναμη της φύσης εξαιρετικά εύστοχα.
Η Γιολάντα Μπαλαούρα στον ρόλο της μητέρας της Μπελίσα, δεν αξιοποιεί την έξοχη συνθήκη που της επιφυλάσσει ο σκηνογραφικός χειρισμός, δηλαδή το υπερμέγεθες ακέφαλο τοτέμ που του δανείζει το κεφάλι και τα χέρια της, και υποκύπτει σε μια εύκολη και επιφανειακή ανάγνωση του ρόλου. Με μια υποκριτική ποιότητα που δεν συνάδει με τη σκοτεινή ποιητικότητα του έργου, αλλά ούτε με τη σκηνοθετική οπτική.
Η Μαρκόλφα της Δανάης Σαριδάκη έχει ακρίβεια και λιτότητα υποκριτικών μέσων, βαθύτητα και εύρος συναισθημάτων. Δεν υποκύπτει στη γραφικότητα, αντίθετα την ξορκίζει με μια ξεχωριστή ερμηνευτική ποιότητα.
Ο Λόρκα αντλεί κάποιες από τις αναφορές του καθώς και το όνομά της ηρωίδας του από αυτήν του έργου του Λόπε Ντε Βέγκα Το ατσάλι της Μαδρίτης ( El acero de Madrid 1608). Όπως η ηρωίδα του Λόπε ντε Βέγκα πίνει το ατσάλινο νερό -μορφή θεραπείας του 17ου αιώνα- έτσι και η Μπελίσα «θεραπεύεται» ανακαλύπτοντας την ψυχή της, όταν το ατσάλι (ξίφος) τρυπά την καρδιά του alter ego του γέρου Περλιμπλίν, του μυστηριώδους, άγνωστου και σαγηνευτικού εραστή που στοιχειώνει τα ερωτικά όνειρά της. Η θυσία του θα μεταμορφώσει την Μπελίσα, αφού θα αναδυθεί ένας άλλος εαυτός, μια άλλη ποιότητα συναισθημάτων και συγκινήσεων. Μία καινούρια αντίληψη πραγμάτων που θα συντρίψει την παλιά. Η Μπελίσα είναι ένας πολύπλοκος ρόλος. Σύνθετος και απαιτητικός. Απαιτεί έναν εγγενή ακούσιο, πηγαίο αισθησιασμό και μια δύσκολη μεταστροφή στον καινούριο ψυχοσωματικό εαυτό του προσώπου. Παρά τις ειλικρινείς προσπάθειές της η Μαριάννα Πουρέγκα εξαντλείται στο σχήμα του ρόλου και στην περιγραφικότητα του αισθησιασμού.
Ο Περλιμπλίν του Χρήστου Σαπουντζή είναι μια έξοχη υποκριτική κατάθεση. Μεστή. Τρυφερή. Συγκινητική. Καθορίζει την ατμόσφαιρα και το αποτέλεσμα όλου του παραστασιακού εγχειρήματος. Ο σωματικός μετασχηματισμός του Περλιμπλίν από τον παραιτημένο μεσήλικα στον ερωτικό υπονομευτή είναι υποδειγματική. Μια υποκριτική ελεγεία για το γήρας, την απολεσθείσα νεότητα, τα άκαρπα χρόνια, τον ανθρώπινο έρωτα που παραπαίει ανάμεσα στο μεγαλειώδες και το γελοίο. Το χαρμόσυνο και το ολέθριο. Το ζωογόνο και το θανατηφόρο.
Συνοψίζοντας…
Μια συνεπής, καθαρή ως προς τα υλικά και τους στόχους της παράσταση. Συνομιλεί ήσυχα, αλλά εύστοχα με το πρωτογενές κειμενικό υλικό. Επιμένει σε γνώριμα, αλλά ποιοτικά παραστασιακά υλικά, χωρίς να ενδιαφέρεται να προτείνει μια νέα οπτική. Μας προσφέρει την υπέροχη ερμηνεία του Χρήστου Σαπουντζή στον ρόλο του Δον Περλιμπλίν. Και ένα συναρπαστικό σκηνικογραφικό σύμπαν.
Ελένη Κουτσιλαίου, elculture.gr, 8.4.2024
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Περλιμπλίν και Μπελίσα