Μια ελεγεία στον έρωτα. Ένα ποίημα που γίνεται θέατρο. Ένας αέναος χορός της αγάπης με τον έρωτα, του φωτός με το σκοτάδι, του πνεύματος με την ύλη και του σώματος με την ψυχή. Ένας υψηλός συμβολισμός που κρύβεται στις χαμηλότερες λεπτομέρειες. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι το «Περλιμπλίν και Μπελίσα», το μονόπρακτο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα που ανεβαίνει από τις 5 Μαρτίου στο θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Αν και για τον αγαπημένο του ελληνικού κοινού ποιητή και δραματουργό το κείμενο αυτό είναι μια αριστουργηματική μινιατούρα, δεν ανεβαίνει συχνά στο θέατρο λόγω του ύφους του που ισορροπεί ανάμεσα στο γκροτέσκο, το τραγικό και το κωμικό.
«Είναι πραγματικά ένα πολύ περίεργο αμάλγαμα. Είναι μια σύνθεση υφολογική που εμπεριέχει στοιχεία από κομέντια ντελ άρτε αλλά και πολύ πιο σύγχρονα πράγματα. Μου θυμίζει πολύ καμπαρέ, με στοιχεία τσίρκου. Όσον αφορά το νοηματικό πλαίσιο και τους θεματικούς άξονες που με ενδιέφεραν, έχουν να κάνουν με τον διαχωρισμό της ψυχής και του σώματος. Ο Λόρκα παίρνει την πολύ λαϊκή ιστορία ενός γέρου, ο οποίος ωθείται να παντρευτεί μια πολύ μικρότερή του γυναίκα, και την ανατρέπει τελείως, δημιουργώντας ένα πολύ σκοτεινό παραμύθι με λυρικά και ποιητικά στοιχεία», αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου μιλώντας στο «Νσυν».
Η ιστορία του έργου στήνεται γύρω από τον μεσόκοπο Περλιμπλίν, ο οποίος πείθεται να παντρευτεί τη νεαρή γειτόνισσά του για να μη μείνει μόνος στα βαθιά γεράματά του. Η Μπελίσα, από τη δική της πλευρά, δέχεται να παντρευτεί τον πλούσιο γείτονά της για να γίνει πιο ποθητή στους άλλους άνδρες. Γοητεύεται όμως από έναν μυστηριώδη ξένο που κρύβεται τις νύχτες στον κήπο και της γράφει φλογερές επιστολές, ωθώντας τον Περλιμπλίν να τον σκοτώσει γιατί δεν αντέχει να ζει χωρίς την αγάπη της. «Ο Περλιμπλίν είναι ένας άνθρωπος που ζει μέσα στα βιβλία του αλλά είναι μόνο πνεύμα, μόνο ψυχή. Αρνείται να μπει στα του βίου που περιλαμβάνει την οδύνη του έρωτα. Από την άλλη, η πολύ νεαρή κοπέλα είναι ένα εμβληματικό πρόσωπο, σχεδόν φασματικό. Είναι ο ανεκπλήρωτος πόθος όλων μας. Είναι μόνο σώμα, σαν να λέμε ένα δοχείο ηδονής, χωρίς ακόμα ψυχή ή πνεύμα. Το τέλος του έργου είναι μια χιαστί συνάντηση των δύο, καθώς η Μπελίσα αναγκάζεται σχεδόν να αποκτήσει ψυχή μέσα από τον θάνατο του Περλιμπλίν, δηλαδή μέσα από την οδύνη που της προκαλεί η αυτοκτονία του, και ο Περλιμπλίν χάνει το σώμα του παραδίδοντας την ψυχή του σ’ αυτήν. Άρα γίνεται μια στιγμιαία, σαν λάμψη αστραπής, συνάντηση των δύο πάνω στο πεδίο του θανάτου. Έτσι, έρωτας και θάνατος γίνονται ένα, όπως σχεδόν σε όλα τα έργα του Λόρκα», τονίζει ο σκηνοθέτης, ο οποίος επέλεξε για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τον Χρήστο Σαπουντζή και τη Μαριάννα Πουρέγκα με τη Φαίδρα Αγγελάκη (σε διπλή διανομή).
Επιστροφή στον ρομαντισμό
Στην εξέλιξη της σχέσης του Περλιμπλίν με την Μπελίσα, η καταβύθιση στα συναισθήματά τους τους στρέφει σε ένα περισσότερο πνευματικό βίωμα του έρωτα που εξυπνώνεται από το επίπεδο του σώματος στης ψυχής, με όχημα την ποίηση. «Εδώ βλέπουμε τη μεταμορφωτική δύναμη των αισθημάτων και ταυτοχρόνως την επικινδυνότητά τους. Ο έρωτας και η ποίηση είναι σχεδόν ταυτισμένα. Νομίζω ότι οτιδήποτε γράφουμε στη σφαίρα του ποιητικού εμπεριέχει, περιλαμβάνει τον έρωτα.
Όταν κάναμε το “Δόξα κοινή”, έθελξε κυρίως νέο κόσμο. Κατανοώ ότι η ποίηση είναι ένα ζήτημα που αυτή τη στιγμή δεν απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τις μάζες, αλλά δεν ήταν και ποτέ έτσι. Όμως ο νέος κόσμος έχει ανάγκη από ποίηση. Το έδειξε πεντακάθαρα και νομίζω ότι η πολύ νέα γενιά, αυτή που λέμε generation Ζ, επιστρέφει σε έναν μεγαλύτερο ρομαντισμό», Υπογραμμίζει ο Δημήτρης Τάρλοου.
Ο Λόρκα παραδίδει με το συγκεκριμένο κείμενο μια αφήγηση τρυφερή και οδυνηρή από την αρχή μέχρι το τέλος της, θίγοντας ζητήματα όπως η συνύπαρξη της ψυχής με το σώμα, η κοινωνική υποκρισία και βέβαια η διαφορά ηλικίας. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, αναδεικνύεται ο έρωτας. «Ο έρωτας δίνει ζωή απολύτως. Ταυτοχρόνως όμως δίνει και θάνατο. Κάθε δυνατή ερωτική εμπειρία, κάθε ερωτική διεκδίκηση, κάθε βύθιση μέσα στο πηγάδι του έρωτα δίνει απόλυτη ζωή. Είναι ζωογόνο, ζωτικό και ταυτοχρόνως είναι ένα βύθισμα στα πιο σκοτεινά νερά της ύπαρξης.
Υπάρχει μια ωραία φράση από βιβλίο του παππού μου, η οποία κοσμεί τον τάφο του στο Πρώτο Νεκροταφείο και λέει: “Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου”. Νομίζω λοιπόν ότι η συγκεκριμένη φράση με κάποιο τρόπο συνοψίζει αυτό το οποίο εγώ θέλω να πω στο έργο αλλά και εν πολλοίς αυτό που ήθελε να πει ο Λόρκα», δηλώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Πορεία και καταλήγει εμμένοντας στο σπαρακτικό τίμημα του έρωτα: «Το έργο αυτό, επίσης, έρχεται να υπενθυμίσει ότι δεν θα πρέπει να φοβόμαστε ακόμα και την πολύ τραυματική εμπειρία του ακραίου έρωτα, γιατί είναι μέρος της ζωής και μας βοηθάει να παραμείνουμε ενεργητικοί, δημιουργικοί, ονειροπόλοι, κάτι που είναι ένα κομμάτι της πραγματικότητας και δεν μπορούμε να το απεμπολήσουμε. Δεν πρέπει να το απεμπολήσουμε».
Διονυσία Μαρίνου, Τα Νέα, 1.3.2024
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Περλιμπλίν και Μπελίσα