- Ηταν έκπληξη για εσάς η επιτυχία της «Μεγάλης Χίμαιρας»;
«Ποτέ δεν φαντάζομαι καμία επιτυχία. Το μόνο που φαντάζομαι είναι εικόνες. Δεν την περίμενα όμως. Η παράσταση είχε ξεκινήσει στο Φεστιβάλ Αθηνών και μέλημά μου ήταν να μην προδώσω την εμπιστοσύνη τους. Η “Μεγάλη Χίμαιρα” έχει ξεπεράσει κάθε μέτρο σύγκρισης. Είναι ασύλληπτο, 80.000 θεατές σε ένα θέατρο 200 θέσεων. Αλλά αυτό δείχνει και την αγάπη του κόσμου για τον Καραγάτση. Παίζει ρόλο ότι είναι ένα τόσο αγαπητό μυθιστόρημα, συν ότι η παράσταση είναι ελκυστική. Εγινε, το ζήσαμε, πάμε παρακάτω».
- Ως εγγονός του Καραγάτση, πότε συνειδητοποιήσατε, τι είναι ο Καραγάτσης;
«Η βασική δυσκολία είναι να συνειδητοποιήσεις ότι ένας άνθρωπος που δεν είναι εν ζωή, και ήταν ένας σημαντικός συγγραφέας, είναι παππούς σου. Η σύνδεση είναι δύσκολη στο συγγενικό επίπεδο. Δεν με απασχόλησε ποτέ ούτε ως βάρος ούτε ως κληρονομιά. Μου έλειπε αυτή η γονιδιακή σχέση. Αυτό άργησα να αποκτήσω. Το βρήκα μέσα από τη “Χίμαιρα”. Νομίζω ότι αυτή η προσπάθεια ήταν για μένα περισσότερο μια δική μου διερεύνηση, σε σχέση με τη συγγενική σχέση με τον παππού μου και την αποδοχή του, την πλήρη αποδοχή του ως συγγραφέα. Το έκανα περισσότερο γιατί με αφορούσε σε επίπεδο προσωπικό, σαν παιδί μικτής οικογένειας. Κι εγώ έχω πατέρα Αμερικανό και μητέρα Ελληνίδα και με απασχολούσε η ιστορία αυτών των ανθρώπων, όπως και της ηρωίδας, της Μαρίνας Μπαρέ, που προσπάθησαν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και δεν τα κατάφεραν».
- Προσωπικά λοιπόν τα κίνητρα;
«Ηθελα να συνδεθώ σαν χαρακτήρας μαζί του, να καταλάβω τι είδους άνθρωπος ήταν ο Καραγάτσης. Εχω την αίσθηση ότι μέσα από αυτή την παράσταση είναι σαν να αισθάνθηκα και τη δική του φροντίδα».
- Εχετε διαβάσει όλα τα βιβλία του;
«Πολλά από τα μυθιστορήματά του τα διάβασα ως έφηβος κι άφησα ένα ικανό διάστημα για να τα ξαναδιαβάσω μεγάλος. Κάθε φορά που τα διαβάζω καταλαβαίνω και κάτι άλλο, όπως συμβαίνει συνήθως στη λογοτεχνία».
- Ο Καραγάτσης πέθανε έξι χρόνια πριν γεννηθείτε. Πώς σας τον περιέγραψε η μητέρα σας, η Μαρίνα Καραγάτση;
«Μέσα από τη μητέρα μου γνώρισα και την καθημερινότητα του Καραγάτση. Δεν ήταν φυσιολογική, ήταν ιδιαίτερη και περίεργη. Κι αυτό λειτούργησε ως ανάσχεση. Για πολλά χρόνια φοβόμουν να τον αγγίξω. Υπήρξε ένα φόβητρο. Εκτός από άνθρωπος με χιούμορ, με πολύ ενδιαφέρον, έκανε και καλή παρέα. Είχε έντονη προσωπικότητα. Ταυτοχρόνως υπήρξε και ένα φόβητρο για την οικογένειά του, και για τη γιαγιά μου και για τη μάνα μου. Κι αυτό πέρασε και σε μένα. Τον φοβόμουν με έναν τρόπο».
- Με παππού τον Καραγάτση, γιαγιά σας τη ζωγράφο Νίκη Καραγάτση, πατέρα επίσης καλλιτέχνη και τη μητέρα σας, που ήταν πάντα μέσα σε έναν καλλιτεχνικό κύκλο, γνωρίσατε κάποιες μεγάλες μορφές της τέχνης. Τι κρατάτε;
«Πολύ σημαντικοί άνθρωποι περνούσαν από το σπίτι των Καραγάτσηδων, πριν γεννηθώ. Αλλά και όταν γεννήθηκα υπήρξε μια μεγάλη ζωντάνια στο σπίτι μας. Είχα τη χαρά και την τύχη να δω πολλούς από αυτούς να περνάνε από το σπίτι μας: Ποιητές, ζωγράφοι, αρχαιολόγοι, ηθοποιοί. Ολοι αυτοί άφησαν το στίγμα τους και την αύρα τους σε μένα».
- Ποιους θυμάστε;
«Πολλούς, ορισμένοι είναι ακόμα εν ζωή. Ο σκηνογράφος Νίκος Στεφάνου, ο Αγγελος Δεληβορριάς, ο Μιγάδης, ο Φασιανός. Και από εκείνους που δεν ζουν πια ο Τσαρούχης, τις φίλες της γιαγιάς μου, τις ζωγράφους Μαρία Πωπ, Εύα Μπουλγουρά. Θυμάμαι πολύ τον Ελύτη στο σπίτι της μάνας, ιδίως τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει, τον Νίκο Καρούζος, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, πεντακάθαρα, παρά το γεγονός ότι ήμουν μικρός και φυσικά τον γιο του τον Λεωνίδα, με τον οποίο κάνουμε ακόμα παρέα».
- Ηταν βαρύ όλο αυτό για εσάς, ως παιδί και έφηβο;
«Οχι, αυτό δεν ισχύει καθόλου. Δεν είχε τίποτα το βαρύ όλο αυτό, καμιά αίσθηση βαριάς κι ασήκωτης κουλτούρας. Αυτό που θυμάμαι κι αυτό που ζούσα ήταν πάρα πολλά γέλια. Κι έτσι η τέχνη, μέσα από όλο αυτό το σκηνικό που ζούσα, απέκτησε ένα πιο λειτουργικό και ελαφρύ χαρακτήρα. Το ίδιο ίσχυε και για τη σχέση μου με την εκκλησία. Δεν ήταν ποτέ ούτε υποχρέωση ούτε κάτι που με βάραινε. Πηγαίναμε τις Κυριακές, ιδίως στην Ανδρο, γιατί έτσι κάναμε όλα τα παιδιά και μετά παίζαμε μπάλα. Και γιατί μου άρεσε να ακούω ψαλμούς, κι ακόμα μου αρέσει. Ετσι δεν έγινε φόβητρο, αλλά κάτι σαν τη ζωή. Γιατί έγιναν όλα με φυσικότητα, με ζωντάνια, με χιούμορ. Οπότε δεν τα θεοποιείς, ούτε τα μεγαλοποιείς ούτε τα φοβάσαι. Γιατί και η τέχνη είναι μέσα στην καθημερινότητά μας. Ετσι ζούμε».
Πρεμιέρα στο Εθνικό
- Τι σας κέρδισε, κύριε Τάρλοου, στον «Θερισμό»;
«Τα καλά έργα είναι καλά έργα. Ακόμα κι αν καλύψεις το όνομα του συγγραφέα, το καλό θεατρικό φαίνεται από την τρίτη κιόλας σελίδα. Επειδή ξέρω τον Δημητριάδη, εδώ με ενδιέφερε η συνθήκη. Οι ήρωες κάνουν διακοπές στο Ακαπούλκο. Μπήκα στο χιούμορ του, ένα χιούμορ τραγικό, αλλά χιούμορ. Αυτό με ενδιέφερε περισσότερο καθώς και το πως δομεί το έργο του ως το φινάλε. Από μια ρεαλιστική συνθήκη πάμε σε μια συνθήκη τρέλας. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια ελαφριά μετατόπιση του Δημητριάδη ως προς τη θεματολογία, στην πραγματικότητα ο Δημητριάδης δεν αλλάζει. Υπάρχει ο ίδιος ποιητικός ρυθμός, ο ίδιος ποιητικός λόγος, απλώς εμπλουτισμένος με στοιχεία καθημερινότητας».
- Φαντάζομαι ότι ο τίτλος του είναι μεταφορικός. Οπότε σε τι αναφέρεται το έργο;
«Δεν πιστεύω ότι πρέπει κανείς να εξηγεί τα έργα. Ο θεατής πρέπει να τα αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο. Είναι ένα έργο για το πως εισβάλλει και το πως επηρεάζει τη ζωή μας η τεχνολογία. Εχει να κάνει με τα κινητά τηλέφωνα. Ισως είναι το πιο ευθύβολο έργο που έχω διαβάσει για την αλλοτρίωση της ζωής μας από την τεχνολογία. Εχω διαβάσει κι άλλα έργα που ασχολούνται με το facebook, με την τεχνολογία».
- Σε τι διαφοροποιείται;
«Εδώ έχουμε ένα πολύ βαθύ σχόλιο, σε σχέση με το πως μπορείς να πληροφορηθείς ακόμα κι έναν θάνατο από τηλεφώνου ή πως μπορεί να αλλάξει η επαφή και η επικοινωνία σου από τη χρήση του τηλεφώνου. Νομίζω ότι αυτοί οι πέντε άνθρωποι είναι πολύ χαρακτηριστικά δείγματα σύγχρονων συνανθρώπων μας. Δεν λέω Ελλήνων, για στα έργα του Δημητριάδη, δεν νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία αν είναι Ελληνες ή όχι. Με έναν τρόπο όμως είναι Ελληνες, παρά τα περίεργα ονόματά τους. Το άλλο σχόλιο είναι για την ίδια τη ζωή και το τέλος του πολιτισμού».
- Δηλαδή;
«Το πως ζούμε πλέον σαν άνθρωποι των σπηλαίων αλλά με πολύ πολυτελή τρόπο, σε πολυτελή θέρετρα ή φέρετρα, γιατί εδώ κάνει μια ταύτιση. Γι΄αυτό και οι ξαπλώστρες είναι ταυτοχρόνως και φέρετρα. Παίζει, όπως παίζει και με τις λέξεις θερισμός και παραθερισμός. Θερισμός είναι ο θάνατος και παραθερισμός είναι αυτό που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι στο Ακαπούλκο. Σαν να μην μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί τη ζωή σαν κάτι ευχάριστο, αλλά είναι όλο το πράγμα μια κόλαση. Και παρακαλάει να τελειώσει, αλλά δεν τελειώνει. Αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στο έργο. Οτι ο θάνατος δεν παίζει τον ρόλο φόβητρου, αλλά κάτι που παρακαλάει ο άνθρωπος και δεν έρχεται».
- Προσωπικά σας καταπιέζει η τεχνολογία, το κινητό;
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως όταν βλέπεις στην πράξη όλο αυτό, καταλαβαίνεις πόσο έχεις επηρεαστεί και αλλοτριωθεί. Οι ήρωες μιλάνε για βία. Βλέποντας και ακούγοντας στην παράσταση τα κινητά να χτυπάνε εναλλάξ, καταλαβαίνεις σε ποια βία αναφέρονται. Τα κινητά παίζουν τον ρόλο τρομοκρατών. Είναι σαν τρομοκρατικά χτυπήματα. Είναι μεν μια θεατρική μεταφορά, αλλά πολλές φορές συμβαίνει στη ζωή μας να χτυπάει το κινητό και να μας δημιουργεί ταχυκαρδία. Ακόμα κι αν το κλείσουμε , νοιώθουμε μια ενοχή. Και στον “Θερισμό” κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την πραγματικότητα, ακόμα και στο μακρινό Ακαπούλκο».
- Το 2000 ξεκίνησε ουσιαστικά το θέατρο Πορεία. Ηταν μια συνειδητή επιλογή;
«Επέλεξα να στήσω ένα θέατρο για να μπορέσω να κάνω τη δουλειά μου, έτσι όπως θέλω. Οι συνθήκες που σου προσφέρονται για επαγγελματικό θέατρο στην Ελλάδα δεν είναι καλές. Αρα είναι μια αναγκαστική επιλογή. Κατά βάση είμαι καλλιτέχνης, δεν είμαι μάνατζερ. Εμαθα όμως πως λειτουργεί συνολικά ένα θέατρο απ΄ έξω και από μέσα. Εχω ένα πολύ ικανό επιτελείο συνεργατών, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσα να κάνω όσα κάνω. Η επιλογή, λοιπόν, είναι οι καλοί συνεργάτες. Το θέατρο μπορεί να γίνει μόνον από συνολική εργασία παθιασμένων και ικανών ανθρώπων. Το σημαντικό θα ήταν να υπάρχουν δέκα, δέκα πέντε θέατρα σαν το Πορεία, ώστε να λειτουργούν και σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια τεράστια ένδεια σ΄ αυτόν τον χώρο».
- Προφανώς η απουσία επιχορηγήσεων είναι καθοριστική σε αυτό.
«Φυσικά. Η στήριξη του κράτους απεσύρθη απότομα. Κι άφησε στη μοίρα του το θέατρο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιβιώσουν τα θέατρα ρεπερτορίου.
Η τέχνη πρέπει να στηρίζεται. Αυτό το θέμα είναι παγκοσμίως λυμένο, αλλά στην Ελλάδα ακόμα συζητάμε ακόμα μεταξύ μας αν θα έπρεπε να υπάρχουν ή όχι επιχορηγήσεις. Το βασικό πρόβλημα για μένα είναι ότι δεν έχει πια καμία εμπλοκή το κράτος με αυτό που ονομάζουμε σύγχρονο πολιτισμό, γενικά με την έννοια του πολιτισμού έχει πάρει ένα σαφές διαζύγιο, οπότε οι άνθρωποι λειτουργούν τελείως αυτόνομα. Οι ηθοποιοί υποφέρουν γιατί πρέπει να κάνουν τρεις και τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα και απλήρωτοι και εμείς υποφέρουμε προσπαθώντας να βρούμε χορηγούς, να διαφημίσουμε τις δουλειές μας μέσω κοινωνικών δικτύων. Στο Πορεία πιστεύουμε ότι όσοι έρχονται εδώ να δουλέψουν πρέπει να αμείβονται επαρκώς ώστε να μπορούν να ζουν. Κι αν μέχρι στιγμής τα καταφέρνουμε, δεν μπορεί να συνεχίσεει επ΄ αόριστον. Πρέπει να υπάρχει ιδιωτική χορηγία, πρέπει να υπάρχει κρατική ενίσχυση, με συγκεκριμένο έλεγχο».
Πηγή: http://www.iefimerida.gr
Αρθογράφος : Μυρτώ Λοβέρδου
Ημερομηνία:22/03/2017