Σ’ ένα all day στέκι της Πατησίων, γνωστό στη θεατρική πιάτσα, καταφτάνει η Μαριάννα Πουρέγκα. Μένει μερικά τετράγωνα πιο κάτω, αλλά στην πραγματικότητα έχει έρθει από μακριά. Απόφοιτη της δραματικής σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας και ηθοποιός του ensemble του από το 2015, επιχείρησε τη μεγάλη κάθοδο – όπως πολλοί συνάδελφοι της πριν από αυτήν – μετά από 16 χρόνια ζωής στη Θεσσαλονίκη. Κι όλα αυτά, χάριν μιας νέας αρχής.
Η φωνή του David Bowie στο «Absolute beginners» ακούγεται επιβλητική από τα ηχεία του καφέ σαν να χρωματίζει με μια δόση ειρωνείας την εμφάνιση της. Κι όμως, η Μαριάννα Πουρέγκα, η πρωταγωνίστρια των δύο μεγάλων φετινών παραγωγών του Θεάτρου Πορεία, έχει ένα αξιόλογο βιογραφικό συνεργασιών και αναμετρήσεων με συγγραφείς, τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Οι ρόλοι που της ανέθεσε φέτος ο Δημήτρης Τάρλοου – η διάφανη Σόνια του Ντοστογιέφκσι στο «Έγκλημα και τιμωρία» και τώρα η Μπελίσα στο ομώνυμο «Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (στην επικείμενη πρεμιέρα της) – είναι ευκαιρίες που διεκδίκησε με σθένος. Είναι και οι πρώτοι που τη συστήνουν στο αθηναϊκό κοινό, αλλά όχι εκείνοι που την καθιστούν πρωτοεμφανιζόμενη – όπως θα διορθώσει. Εξάλλου, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη εύκολα.
Η διαδρομή της ξεκίνησε από τη Λάρισα όπου και γεννήθηκε, για να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη σε ένα αντικείμενο που δεν αγαπούσε και να γαληνέψει, τελικά, στους κόλπους του θεάτρου. Η Μαριάννα Πουρέγκα τόλμησε στην κουβέντα μας να είναι διάφανη όσο και οι ηρωίδες της· και μίλησε για το κορίτσι πίσω από τους ρόλους – αν και δεν έπαψε να αναρωτιέται «αν έχει νόημα να μιλήσω για μένα».
Ήταν δύσκολη απόφαση να αφήσεις μια θέση, μετά από οκτώ χρόνια, στο ΚΘΒΕ για να κατέβεις στην Αθήνα;
Ζούσα εδώ και 16 χρόνια στη Θεσσαλονίκη αλλά πάντα με προβλημάτιζε και με έλκυε η Αθήνα, κυρίως μετά την ενασχόλησή μου με το θέατρο: Εδώ, καλώς ή κακώς, έχει περισσότερα ερεθίσματα, ευκαιρίες, επιλογές. Αποφοίτησα από τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ το 2015 και το 2016 κατέβαινα ήδη σε ακρόαση στην Αθήνα για τις καλοκαιρινές παραγωγές του Εθνικού – όπου και έφτασα μέχρι και την τελευταία φάση. Δεν πτοήθηκα· κάθε χρόνο έστελνα το βιογραφικό μου σε ακροάσεις και κάθε χρόνο κατέβαινα στην Αθήνα. Το ήθελα πολύ αλλά, στ’ αλήθεια, νιώθω ότι τώρα ήμουν έτοιμη για να συμβεί. Χαίρομαι που αυτά τα οκτώ χρόνια δοκιμάστηκα σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον, στο ΚΘΒΕ, και παιδεύτηκα, έμαθα, έκανα σπουδαίους ρόλους και γνώρισα σημαντικούς σκηνοθέτες. Απλώς όσο περνούσε ο καιρός, ειδικά μετά την καραντίνα, ήταν πιο ζωντανή η ανάγκη να φύγω. Σαν να με κούραζε, σαν να με ‘ρουφούσε’ η Θεσσαλονίκη.
Πώς θα συνόψιζες την εμπειρία σου στο ΚΘΒΕ;
Η πρώτη επαγγελματική επαφή ήταν με το Θωμά Μοσχόπουλο για την «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» όπου ως μέλος του Χορού, έπρεπε να ξυρίσω το κεφάλι μου. Περάσαμε όλοι από μια απαιτητική ακρόαση τεσσάρων φάσεων και στην τελευταία ρωτηθήκαμε αν θα κάναμε γυμνό και αν θα ξυρίζαμε το κεφάλι μας. Θυμάμαι, ήμουν ακόμα σπουδάστρια στη δραματική του ΚΘΒΕ και, παρόλα αυτά, απάντησα ακαριαία «εννοείται». Άνοιξε ένας κόσμος μέσα μου, άλλαξε η αυτοπεποίθηση μου σκεπτόμενη το τι είμαι διατεθειμένη να κάνω για να στηρίξω τη δουλειά μου. Γενικότερα, από σύμπτωση στο ΚΘΒΕ με σκηνοθέτησαν κυρίως δημιουργοί που είχαν έρθει μετακλητοί από Αθήνα: Μεταξύ άλλων, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Γιάννης Αναστασάκης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, η Πηγή Δημητρακοπούλου, ο Γιάννης Λεοντάρης – ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβω πώς χτίζεται μια ομάδα με αγάπη και φως. Νιώθω ευγνώμων για όλα όσα έχω κάνει εκεί, έχω γνωρίσει εξαιρετικούς συναδέλφους, τα αγαπώ βαθιά τα χρόνια που πέρασα εκεί.
Η προσαρμογή στα αθηναϊκά δεδομένα σε δυσκόλεψε;
Ήταν δύσκολη. Ακόμα είναι. Έχει βαθιά μελαγχολία η αλλαγή αυτή. Ενώ ήθελα να συμβεί – και νιώθω πολύ χαρούμενη που συνέβη υπό αυτές τις συνθήκες και αυτούς τους ρόλους – από την άλλη, νιώθω εντελώς ευάλωτη. Ένα κομμάτι μου είναι βαθιά συνδεδεμένο με τη Θεσσαλονίκη, οι – εκεί – φίλοι μου, μου λείπουν αφόρητα και αισθάνομαι σαν να έχουν ξεριζωθεί από τη ζωή μου. Αισθάνομαι σαν να έχει μείνει ένα κομμάτι μου πίσω και καταλαβαίνω ότι το κενό αυτό δεν θα αναπληρωθεί. Από την άλλη, δημιουργείται χώρος για άλλες σχέσεις και συναισθήματα.
Είσαι συναισθηματικός άνθρωπος;
Πάρα πολύ.
Δηλαδή, βίωσες μοναξιά ερχόμενη στην Αθήνα;
Είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος· κατά περιόδους κλείνομαι πολύ στον εαυτό μου. Παλαιότερα δεν μου άρεσε αυτό και το κατέκρινα. Προσπαθούσα να αντισταθώ. Με τα χρόνια και την ψυχοθεραπεία συνειδητοποίησα ότι είναι ένα κομμάτι μου αυτό και έπρεπε να το αποδεχτώ. Τώρα, ας πούμε, δουλεύω πάρα πολύ και δεν εκτονώνομαι πουθενά αλλού και μου λείπει λίγο αυτό· από την άλλη έχω ανάγκη πολύ συχνά αυτήν την ησυχία μετά τη δουλειά. Είναι ένα χαρακτηριστικό που με βάζει μέσα κι έξω από τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους.
Τι άλλο έχει φωτιστεί μέσα σου, κατά τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας;
Να βάζω όρια. Παλιότερα ήμουν πολύ ανοιχτή στα προβλήματα των άλλων, τα έπαιρνα μαζί μου και αρρώσταινα. Με τον καιρό, έμαθα να μιλάω όταν πρέπει να μιλήσω, έμαθα να αντιδρώ και το κάνω με λιγότερες ενοχές. Αν νιώθω ότι αδικούμαι ή πιέζομαι να κάνω κάτι, θα αντιδράσω.
Η μοναχικότητα σε συνοδεύει από παιδί;
Ναι.
Ήσουν το μόνο παιδί της οικογένειας;
Όχι, έχω τον Κωνσταντίνο, ένα μικρότερο αδερφό κατά τέσσερα χρόνια κι έναν ακόμα αδερφό, τον Αλέξανδρο από το δεύτερο γάμο του πατέρα μου. Με τον Κωνσταντίνο, όμως, μεγαλώσαμε μαζί
Τι κρατάς γενικά από την παιδική ζωή σου στη Λάρισα;
Ομολογώ πως δεν έχω πολλές μνήμες από την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Μάλλον – όπως έχουμε καταλήξει με τον ψυχαναλυτή μου – ήταν κι αυτό μια μέθοδος άμυνας. Ήμουν πάντα κοινωνική κι ευχάριστη – έχω ένα ακραίο κομμάτι Καραγκιόζη μέσα μου – κι άλλες φορές που ακόμα και μέσα στην παρέα, χάνομαι. Αυτό παρατηρώ και στις παλιές φωτογραφίες μου· έχω, πολύ συχνά, ένα βλέμμα θλιμμένο. Κατά τα άλλα, θυμάμαι εμένα και τους φίλους μου να παίζουμε μετά το σχολείο σε μια πυλωτή αμπάριζα, με σχοινάκι, λαστιχάκι και μπάλα. Θυμάμαι πως μου άρεσε το διάβασμα, ήμουν καλή μαθήτρια και θυμάμαι τις εκδρομές κάθε Κυριακή με τους γονείς μου.
Διάβασα κάπου ότι πέρασες μια περιπέτεια υγείας στην εφηβεία σου.
Είχα πάθει λοιμώδη μονοπυρήνωση αλλά την πέρασα πολύ βαριά· για ένα μήνα ψηνόμουν με 40 πυρετό· ζούσα κυριολεκτικά σε μια παραίσθηση. Χρειάστηκαν άλλοι δύο μήνες για να συνέλθω πλήρως κι έτσι έχασα πολύ σημαντικό χρόνο από την προετοιμασία μου για τις Πανελλήνιες.
Ήταν αυτός ο λόγος που η Ιατρική μπήκε στη συζήτηση για το επαγγελματικό σου μέλλον; Σχετιζόταν με αυτό το βίωμα;
Από παλιά δεν αγαπούσα τις θεωρητικές επιστήμες. Ήθελα από παιδί να γίνω παιδίατρος και αργότερα είχα καταλήξει στη νευροχειρουργική ή την αγγειοχειρουργική! Με ενδιέφερε να ασχοληθώ με τον άνθρωπο και συνάμα να κάνω κάτι που να εμπεριέχει ρίσκο και παραπάνω δυσκολία. Και παρότι δεν είχα προετοιμαστεί καλά, πέτυχα υψηλή βαθμολογία αλλά όχι για την Ιατρική. Έδωσα Πανελλήνιες εξετάσεις και δεύτερη χρονιά αλλά και πάλι, για ελάχιστα μόρια, δεν πέρασα. Έκτοτε άφησα πίσω μου εκείνο το όνειρο.
Τι ακολούθησε;
Επέλεξα ανάμεσα από τις σχολές όπου έμπαινα και πήγα να σπουδάσω οικονομικά στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασα κανονικά, αλλά δεν είχα καμία σύνδεση με το αντικείμενο των σπουδών μου. Κι έτσι στο τέταρτο έτος μπήκε το θέατρο στη ζωή μου. Κι έφτασα να παίρνω πτυχίο Πανεπιστημίου, πρόπερσι, στην καραντίνα. Υπήρχε, βλέπεις, το μαράζι της μαμάς και της γιαγιάς μου να αποφοιτήσω. Ορκίστηκα ανάμεσα σε 22χρονα και, ομολογώ, πως λίγο μελαγχόλησα γιατί θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια: Δεν ήταν εύκολα χρόνια, οικονομικά κυρίως. Από τότε που χώρισαν οι γονείς μου δυσκόλεψαν τα πράγματα οικονομικά. Δεν έπαιρνα ανάσες. Ακόμα και όταν πέρασα στη δραματική σχολή έπρεπε να εργάζομαι παράλληλα, διαφορετικά δεν θα μπορούσα να ζήσω. Υπήρχε όμως η δυνατότητα να δουλεύω ως ταξιθέτρια στο ΚΘΒΕ και με περίσσευμα θράσους ζήτησα απ’ το διευθυντή της Σχολής, τον Γιάννη Ρήγα να μεσολαβήσει για να με προσλάβουν, αλλιώς δεν θα μπορούσα να παρακολουθήσω τη σχολή. Ευτυχώς, με πήραν αμέσως. Τα λέω όλα αυτά, γιατί στ’ αλήθεια, διεκδίκησα σθεναρά να είμαι στο χώρο, προσπάθησα πολύ και αισθάνομαι ευγνώμων που τα κατάφερα. Ας πούμε, η ανάμνηση να εισπράττω τον πρώτο μου μισθό από το θέατρο είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κι ενώ σκέφτομαι πως θα ήθελα να έχουν κυλήσει πιο ομαλά τα πράγματα, τελικά συνειδητοποιώ πως όλα αυτά με έκαναν να είμαι όσα είμαι σήμερα. Πλέον δεν περνάω άσχημα.
Έρχεται πάντα φως μετά τη δυσκολία;
Πάντα. Ακόμα και μέσα στη δυσκολία ενεργοποιώ ένα μηχανισμό όπου κάτι φέγγει. Δεν έχω νιώσει ποτέ να βυθίζομαι στο απόλυτο σκοτάδι.
Ήταν τραυματικό το διαζύγιο των γονιών σου;
Ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων: Ήμουν ήδη ένα μελαγχολικό παιδί, οι γονείς μου πήραν διαζύγιο κι αυτό αναστάτωσε τη σχέση μου μαζί τους, την ισορροπία μου ανάμεσα τους. Δημιουργήθηκε, τότε, μια βαθιά πληγή μέσα μου.
Πόσο έχεις επηρεαστεί από αυτά τα βιώματα;
Διεκδικώ με θάρρος, έχω τις αισθήσεις μου πιο οξυμένες, έχω το θάρρος της γνώμης μου, δεν φοβάμαι τα δύσκολα. Στην αρχή, για παράδειγμα, ντρεπόμουν να στείλω βιογραφικό σε σκηνοθέτες που θαύμαζα· αλλά μετά κατανόησα πως δεν είναι ντροπή να εκφράσω την πρόθεση μου για δουλειά και επικοινωνία. Στη χειρότερη, είπα, δεν θα διαβάσουν το βιογραφικό μου. Έτσι έψαξα για τα μέιλ των ανθρώπων που εκτιμώ, ζητώντας να με δουν, αν υπάρχει δυνατότητα και προσφορά ρόλου. Κάπως έτσι έφτασα και στο Πορεία· αν και, ομολογώ πως έπαθα σοκ όταν έλαβα νέα τους γιατί εγώ είχα στείλει το βιογραφικό το 2021 και από το θέατρο ανταποκρίθηκαν δύο χρόνια μετά.
Θα έλεγες πως έπιασες τη ζωή από τα μαλλιά;
Αισθάνομαι πως μου ανήκουν όλα όσα έχω καταφέρει – σε συνδυασμό με τη στήριξη που έλαβα από την οικογένεια και τους φίλους μου.
Και να ’μαστε εδώ, σε ένα θέατρο αιχμής, όπως είναι το Πορεία, με δύο πολύ σημαντικούς ρόλους. Ωστόσο για το αθηναϊκό κοινό είσαι πρωτοεμφανιζόμενη. Σε ενοχλεί αυτό;
Διαβάζοντας τα σχόλια για το «Έγκλημα και τιμωρία» όπου παίζω τη Σόνια πολλοί γράφουν πως κάνω την πρώτη μου εμφάνιση. Και, ναι, κάπως με στενοχωρεί. Γιατί δεν είναι η πρώτη μου δουλειά γενικά, είναι η πρώτη μου δουλειά στην Αθήνα.
Σου δημιουργείται η υποχρέωση πως πρέπει να αποδείξεις από την αρχή τις δυνατότητες σου;
Περισσότερο ήθελα να αποδείξω πράγματα στον εαυτό μου – κι όχι εγωϊστικά σκεπτόμενη. Στο ΚΘΒΕ δούλεψα σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον, με συνεργάτες που είχαν μεγαλύτερη ευκολία να με εμπιστευτούν. Στην Αθήνα βρέθηκα σε ένα άγνωστο πεδίο, αν όχι «πεδίο μάχης», ανάμεσα σε εκατοντάδες ηθοποιούς και ήθελα να δω αν έχω την αντοχή, την ωριμότητα και τη διαθεσιμότητα να υπάρξω.
Τι απάντησες σε αυτό;
Αρχίζω και νιώθω καλά. Βλέπω ότι με αφορά αυτή η δουλειά, παρά τις πολλές δυσκολίες, την πάλη και τη ματαίωση.
Αναρωτιέμαι, τελικά αν αναζητάς και λίγο τη δυσκολία;
Με κάποιον τρόπο, ναι. Κάπως δεν εφησυχάζω εύκολα, βαριέμαι εύκολα, θέλω διαρκώς να υπάρχει κίνηση στην ψυχή μου. Στη δουλειά είμαι πολύ πιο προσηλωμένη.
Η δουλειά είναι, αυτόν τον καιρό, η προτεραιότητα σου;
Αυτή τη στιγμή, το θέατρο είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Θέλω να δοκιμαστώ πραγματικά στο χώρο και να εμπνεύσω την εμπιστοσύνη σε δημιουργούς πoυ εκτιμώ για να δουλέψουμε μαζί. Δεν με απασχολούν οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι· και το μικρότερο ρόλο να μου δώσεις ταγμένη θα είμαι πάλι. Κάθε ρόλος είναι ιερός. Θυμάμαι όταν έπαιζα στο «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» του Σταύρου Τσιώλη σε σκηνοθεσία Ταξιάρχη Χάνου στο ΚΘΒΕ είχα έναν ασήμαντο ρόλο, έλεγα δύο φράσεις, όλες κι όλες. Κι όμως, οι ερωτήσεις που έκανα στο σκηνοθέτη ήταν περισσότερες από όλες τις ερωτήσεις των συμπρωταγωνιστών μου μαζί!
Πάντως στο Πορεία αναμετριέσαι με πολύ ωραία υλικά: Τη Σόνια στο «Έγκλημα και τιμωρία» από τη μια, τη Μπελίσα του Λόρκα, από την άλλη. Σε ησυχάζουν αυτές οι ευκαιρίες που σου δόθηκαν;
Νιώθω τρομερά τυχερή. Δουλεύω πολύ σκληρά, αλλά το γεγονός ότι ο Δημήτρης Τάρλοου μου εμπιστεύεται δύο σπουδαίους ρόλους στην πρώτη μου χρονιά στην Αθήνα είναι μια επαλήθευση για την προσπάθεια μου όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Πώς συνδέεσαι με αυτά τα δύο πλάσματα;
Καταρχάς, με συγκινεί πολύ ο ρόλος της Σόνιας, γιατί μου έχει ανοίξει πολλά κανάλια ευαισθησίας. Είναι ένα πλάσμα που έχει ζεστό βλέμμα μέσα στη σαπίλα που ζει και, παρόλα αυτά, παλεύει να επικρατήσει το καλό. Αυτό τη φέρνει πολύ κοντά μου. Από την άλλη, η Μπελίσα είναι ένα γοητευτικό πλάσμα, έχει κάτι το απόκοσμο. Είναι 16-17 χρονών, με όλη τη σεξουαλική ορμή της ηλικίας της, με κάτι το ζωώδες να την κυβερνά. Και σταδιακά μέσα από την τριβή της με τη φύση της και την επαφή με έναν πνευματικό άνθρωπο μετακινείται και ανακαλύπτει την πραγματική όψη του έρωτα: Ότι είναι ένας συγκερασμός σώματος και ψυχής. Είναι ένα αθώο πλάσμα στο βάθος της.
Τι σκέφτεσαι για τα επόμενα βήματα;
Είμαι συγκρατημένα αισιόδοξη. Ποτέ δεν κάνω μεγάλα σχέδια, πάντα πάω βήμα – βήμα. Τώρα με απασχολεί η Μπελίσα. Δεν σκέφτομαι τι θα έρθει μετά. Δεν σκέφτομαι «να γίνω» ή «να κάνω». Σκέφτομαι ότι κάτι έχει ξεκινήσει καλά κι εγώ έχω την όρεξη να συνεχίσω να δουλεύω το ίδιο σκληρά και δημιουργικά. Αλλά και να μην πάει καλά, δεν χάθηκε ο κόσμος – πιστεύω πως θα βρω το δρόμο μου.
Τον βρήκες, εξάλλου, όλες τις προηγούμενες φορές. Πάντως, έχεις βάλει κάποια standards, έχεις κάποια αισθητικά κριτήρια για το θέατρο όπου θέλεις να ανήκεις;
Όταν έστειλα βιογραφικά, τα έστειλα σε ανθρώπους των οποίων εκτιμώ τη μέθοδο και την αισθητική. Ιδανικά θα ήθελα οι συνεργασίες μου να είναι από ένα επίπεδο και πάνω – σε σχέση πάντα με το δικό μου κριτήριο. Το σημαντικότερο, πάντως, είναι πως με ενδιαφέρει να δουλεύω με ωραίους ανθρώπους, σε υγιή περιβάλλοντα με ευγένεια και καθαρά βλέμματα. Μόνο εκεί μέσα θα νιώθω ανοιχτή να εκτεθώ.
Άλλωστε, η θεατρική ιστορία έχει δείξει πως οι άνθρωποι που γρήγορα ανέρχονται, γρήγορα χάνονται.
Το πιστεύω κι εγώ. Δεν θέλω απλώς να δοκιμάζομαι σε σημαντικούς ρόλους, αλλά να βρίσκω την ουσία τους. Το γεγονός ότι παίζω τη Μπελίσα απέχει πολύ από το να παίξω τη Μπελίσα όπως πραγματικά θέλω.
Ο έρωτας κινεί και τις δύο ηρωίδες σου, από άλλη σκοπιά την καθεμιά. Για την μια ο έρωτας είναι εξαγνισμός, για την άλλη πάθος. Για σένα τι σηματοδοτεί;
Ο έρωτας είναι όντως μια αναγκαία κινητήριος δύναμη. Μέσα στα χρόνια μου έχω ερωτευτεί πολύ.
Έχεις ζήσει μεγάλα συναισθήματα;
Συνειδητοποιώ πως όσο μεγαλώνω ερωτεύομαι πιο ουσιαστικά, πιο βαθιά και πιο ολοκληρωτικά. Αυτή η περίοδος που διανύω είναι λίγο δύστροπη σε σχέση με αυτό το θέμα. Είμαι βαθιά ερωτευμένη, αλλά αυτός ο έρωτας δεν εκπληρώνεται. Ζω την ομορφιά και την τροφοδότηση του – πρακτικά, όμως, δεν εκτονώνεται. Αν η τωρινή συναισθηματική μου κατάσταση ήταν χρώμα θα ήταν ένα αδυσώπητο μωβ που εμπεριέχει τον άκρατο ερωτισμό του κόκκινου και τη δυσβάσταχτη μελαγχολία του μπλε.
Ακούγεσαι σαν να ξέρεις από ζωγραφική.
Μου αρέσει να ζωγραφίζω· κυρίως μου αρέσει να βάζω χρώματα σε άσπρες σελίδες.
Παρότι δεν κοιτάζεις το μετά, σκέφτεσαι την πιθανότητα της οικογένειας ως κορύφωση ενός έρωτα;
Αναμετριέμαι υπαρξιακά εδώ και πολύ καιρό με αυτό το ζήτημα. Έχω τρομερές αντιστάσεις σε σχέση με το θέμα της οικογένειας γιατί, ακριβώς, παίρνω το ζήτημα πολύ σοβαρά. Δεν θέλω να φέρω το παιδί μου σε δύσκολη θέση. Από την άλλη, παρατηρώντας φίλους που έχουν κάνει οικογένεια, συνειδητοποιώ πως αυτές οι μάχες δεν τελειώνουν ποτέ και πάντα εκεί θα είναι. Σίγουρα, βλέπω τον εαυτό μου να συνυπάρχει με έναν έρωτα, χωρίς να ξέρω την κατάληξη του. Κι επίσης βλέπω τον εαυτό μου – αν νιώσει την ανάγκη κι αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή πλέον- να υιοθετεί ένα παιδί.
Στέλλα Χαραμή, Monopoli.gr, 1.3.2024