Το έργο Θερισμός ανεβαίνει για πρώτη φορά στις 23 Μαρτίου στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου
Ο Δημήτρης Δημητριάδης συνέθεσε τον Θερισμό του κατά τη διετία 2010-2011, ουσιαστικά σε πέντε συγγραφικές ημέρες, όπως σημειώνει ο ίδιος στην τελευταία σελίδα του κειμένου. Αφορμή για την συγγραφή του έργου, υπήρξε μια ρεκλάμα που έπεσε στο χέρια του ξεφυλλίζοντας μια γερμανική εφημερίδα, σε κάποιο αεροδρόμιο του εξωτερικού. Η έκδοση του έργου Θερισμός βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, ενώ σε λίγες μέρες είναι η πρεμιέρα της παράστασης στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία του πολυσχιδούς Δημήτρη Τάρλοου. Αποτελεί την δεύτερη ενασχόληση του σκηνοθέτη με το βαρυσήμαντο έργο του Δημητριάδη, μετά τις δύο εκδοχές της Λήθης που παρουσίασε στο Θέατρο Πορεία τέσσερα χρόνια πριν. Στο παρόν άρθρο, κάνουμε μια πρώτη παρουσίαση του έργου ως προετοιμασία του θεατρόφιλου κοινού για την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του την Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017.
Σύνοψη
Βρισκόμαστε στο Ακαπούλκο και συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο El Globo (O Κόσμος), «στο ξενοδοχείο των 57 αστέρων». Μια παρέα, δύο αντρόγυνα και μια εργένισσα, έχουν ταξιδέψει εκεί για διάστημα δέκα ημερών, με τη συμφωνία ν’ αφήσουν όλα τους τα προβλήματα πίσω, μακριά από όλους κι από όλα. Η συμφωνία τους διαταράσσεται από τις διαδοχικές κλήσεις που λαμβάνουν από στενά τους πρόσωπα. Η ανάγκη τους για θερισμό δείχνεται σύντομα επιτακτική, αφού η ανάγκη τους για ζωή ματαιώθηκε.
Χαρακτήρες
Στον Θερισμό, υπάρχουν πέντε δρώντα πρόσωπα επί σκηνής και τέσσερα δρώντα πρόσωπα εκτός σκηνής. Ο Ασσούρ και η Λίκρα είναι οι γονείς του Αντελίνο, ενός αγοριού που πάσχει από κατάθλιψη, το «μαύρο αδιέξοδο» όπως το αποκαλεί. Ο Ασσούρ είναι μυημένος στη φιλοσοφία του Τάο, πιστεύοντας πως προς τα εκεί βρίσκεται η πνευματική ανύψωση και ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Ο Ρουμί και η Ζουζού είναι οι γονείς της Σέλμα, μιας πολυσεξουαλικής κοπέλας, που εκδικείται τους γονείς της μέσω του σεξ. Ο Ρουμί πιστεύει πως ο άνθρωπος οφείλει ν’ αντιλαμβάνεται και να δέχεται τον κόσμο μέσω των αισθήσεων του σε αντίθεση με τη θεωρητική κοσμοαντίληψη του Ασσούρ. Η Μπόνα (εκ του λατινικού bona = καλή, ενάρετη) φαινομενικά βυθισμένη στα βιβλία της, ζει συναισθηματικά αγκιστρωμένη στον Μοτ και αναζητεί μια θετική έκβαση στη ζωή της στα ζώδια.
Ο Περικλής Μουστάκης επανέρχεται με Δημητριάδη
Ορίζουμε ως δρώντα και τα πρόσωπα που δεν έχουν φυσική παρουσία στην στιχουργική του έργου, αλλά προωθούν την πλοκή του έργου, μέσω της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας με τα παραπάνω πρόσωπα. Ο Αντελίνο τηλεφωνεί στους γονείς του για ν’ αυτοκτονήσει «δημόσια», ενώ η Σέλμα για να μοιραστεί τα σεξουαλικά της όργια με άντρες διαφόρων εθνοτήτων. Ο Μοτ τηλεφωνεί επανειλημμένα στην Μπόνα, ενώ ταυτόχρονα ερωτοτροπεί με μια άλλη γυναίκα. Αυτά τα 3 πρόσωπα, κάνουν το κάθε χτύπημα του κινητού, μια απειλή που ταράζει την διάθεση «Ακαπούλκο», δηλαδή την πολυπόθητη ευεξία που λείπει από την ζωή των χαρακτήρων του έργου. Από ένα σημείο και μετά στο έργο, οι χαρακτήρες ζουν υπό την τρομοκρατία του κινητού, σαν τα κινητά να είναι άγγελοι κακών ειδήσεων.
Ξεχωριστή και βαρυσήμαντη για τους χαρακτήρες του έργου είναι η παρουσία του Μασιμιλιάνο, ενός μεξικανού πλανόδιου μουσικού, που τους σαγηνεύει με τη μουσική του. Ο Μασιμιλιάνο είναι ένας Άγγελος Θανάτου; Ή μήπως ένας επίγειος θεός; Ή ακόμα η χαμένη λίμπιντο των χαρακτήρων; Μπορεί να είναι μόνο ένα εξωτικό αγόρι που με τις νότες του, δίνει την πολυπόθητη λύτρωση στα εξουθενωμένα από τη ζωή σώματα των χαρακτήρων. Στο El Globo, πάντως, φαίνεται η πιο ζωντανή φυσιογνωμία, συνυφασμένη με τις απολαύσεις που δίνει η φύση, ο ήλιος, τα χρώματα, οι μυρωδιές.
Το Ακαπούλκο ως ετεροτοπία
Θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε το Ακαπούλκο του Θερισμού, μια –κατά τον Φουκώ- ετεροτοπία και στη συνέχεια ν’ αναιρέσουμε τον ίδιο μας τον συλλογισμό, βλέποντας τους χαρακτήρες να είναι παγιδευμένοι στο πουθενά τους και την κοσμοθεωρία της ζωής τους να εξευτελίζεται από την ίδια την ζωή.
Είτε λάβουμε υπόψη είτε όχι την ρεκλάμα που είχε υπόψη του ο Δημητριάδης κατά τη συγγραφή του Θερισμού, οι χαρακτήρες του έργου εμφανίζονται κατ’ εξακολούθηση φερέφωνα διαφημιστικών μότο του θέρετρου στο οποίο παραθερίζουν («απερίγραπτο, πιάτο ο κόλπος», «καρτ ποστάλ και λίγα λέω», «μέσα σε αυτό το φως – τι ουρανός- κι αυτά τα αρώματα από τόσα λουλούδια», «ο παράδεισος είναι εδώ, ας τον απολαύσουμε», «η ζέστη πάει πιο μέσα απ’ το δέρμα, φτάνει μέχρι τα κόκκαλα, αγγίζει την καρδιά και την γλυκαίνει», «Ακαπούλκο, η χαρά της ζωής», «τριανταέξι ώρες ταξίδι και βρίσκεσαι στην καρδιά της Εδέμ»). Στην εξέλιξη της δράσης, οι ρεκλάμες αποδεικνύονται το περιτύλιγμα ζωών «που μόνο ζωή δεν ήταν».
Από παραθεριστές, θεριστές
Επομένως, αν οι χαρακτήρες είχαν στην αρχή του έργου την ανάγκη για έναν ονειρικό παράδεισο, στο τέλος τους έχουν την ανάγκη απόδρασης από αυτόν, προσκαλώντας τον Θάνατο να θερίσει τις ζωές αυτών και της ανθρωπότητας συνολικά. Με δυο λόγια, από παραθεριστές, γίνονται οι ίδιοι θεριστές.
Το El Globo, είναι αφενός ένας μικρόκοσμος όπου η ζωή υποβιβάζεται προ του θανάτου, ένα στάδιο limbo, κι αφετέρου το επιστέγασμα της νεόπλουτης συμπεριφοράς του σύγχρονου Έλληνα.
Μέσα από μια εύστροφη –κρυπτική όσο κι αποκαλυπτική- στιχουργική, οι πέντε χαρακτήρες του έργου, καταλήγουν ν’ αναιρέσουν οι ίδιοι τις απόψεις τους για την ζωή –ή για ν’ ακριβολογούμε το αναμάσημα απόψεων άλλων για την ζωή- και να βρεθούν στο απόλυτο κενό ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, μεταξύ της ολοκληρωτικής φθοράς και της προγενέστερης αφθαρσίας –ως έμβρυα-, ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο. Η ευρύχωρη βεράντα του, «πλημμυρισμένη με θηριώδη εξωτικά λουλούδια, μανόλιες και αζαλέες», καταλήγει τρόπον τινά ένας επιτάφιος.Δίνεται η αίσθηση πως το Ακαπούλκο ήταν το στάδιο των χαρακτήρων για να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την ζωή. Όλα τα προβλήματα χρειάζονται μια δραστική λύση, κι ας φαίνεται πως δεν πράττουν τίποτα. Το έργο καταλήγει με τις αποφάσεις των χαρακτήρων, τις κόκκινες γραμμές ανάμεσα στ’ αδιέξοδά τους.
Ο Θερισμός κάνει σαφή και δριμεία σχόλια για τον ξεπεσμό του δυτικού πολιτισμού, με το ψευδοφιλοσοφημένο υπόβαθρο και την επιφανειακή κοσμοπολίτικη του νοοτροπία. Η σαγήνη που προκαλεί το εξωτικό Ακαπούλκο, συχνά δίνει μια χυδαία έκφανση των προσώπων που γελοιοποιούνται στην προσπάθειά τους να είναι εναρμονισμένοι με μια διαφορετική κουλτούρα. Οι απόψεις και οι ιδεολογίες των ηρώων μοιάζουν με στιχάκια ημερολογίου ή μότο στα κοινωνικά δίκτυα, κάνοντας την ευεξία που φορούν, ένα ξένο σώμα πάνω στο δικό τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι χαρακτήρες να προσπαθούν να είναι παντού, αλλά να βρίσκονται στο πουθενά χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται.
Θερισμός: Μία «κωμωδία (;)»
Το δραματολόγιο του Εθνικού διερωτάται αν ο Θερισμός είναι κωμωδία. Ωστόσο, είναι δύσκολο να ταξινομηθεί σε κάποιο είδος ο Θερισμός, καθώς από «πεδίο σε πεδίο» μετατοπίζεται το ύφος του και η διάθεση των χαρακτήρων του. Αν είναι να υποστηρίξουμε τον χαρακτηρισμό «κωμωδία (;)», τότε θα μπορούσαμε να τον συμπληρώσουμε ως «κωμωδία απραξίας» για να σταθούμε επαρκείς απέναντί του. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται λουόμενοι σε σαιζ λονγκ, σε κατάσταση «αστραφτερής ευεξίας». Κάθε πρόταση-προτροπή για μια δράση –leit motiv το μπάνιο («πισίνα ή πλαζ;»)- καταβυθίζεται στην απραξία, που είναι άλλωστε και η πιο βολική κατάσταση για τους χαρακτήρες του έργου. Τα ποτά που δεν τελειώνουν, η φιληδονία των χαρακτήρων στο άκουσμα της μουσικής του Μασιμιλιάνο, η ηλιοθεραπεία, οι φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, καταλήγουν να έχουν μια γελοιωδέστατη διάσταση στον Θερισμό.
Κατά κάποιο τρόπο, οι χαρακτήρες φαίνεται να θυμούνται λόγια που είχαν χρησιμοποιήσει σε κάποια προγενέστερη τους συζήτηση, πράξεις που είχαν συμβεί σε προγενέστερο κόσμο, αντί να πράττουν κάτι από το οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν για να ζήσουν μια πραγματική ευεξία. Το πηλίκο είναι πάντα, το ανικανοποίητο.
Η Μπόνα λέει χαρακτηριστικά σ’ ένα σημείο πως «αυτό που ζούμε είναι αυτό που δεν θέλουμε να γίνεται – αυτό που θέλουμε να γίνει γίνεται μόνο στα βιβλία – εκεί μπορούν να γίνουν όλα – η ζωή είναι αυτό που δεν θέλουμε να γίνεται – δεν γίνεται όπως θέλουμε – η ζωή δεν το επιτρέπει – ποτέ δεν μας δίνει αυτό που θέλουμε – στη ζωή δεν ζούμε». Σε αυτό το σημείο συμφωνεί κι ο Αντελίνο, μέσω του Ασσούρ, όταν μοιράζεται τα λόγια του γιου του σε προδραματικό χρόνο: «η ζωή μου δεν μ’ αφήνει να ζήσω».
Η τραγικότερη διαπίστωση είναι αυτή της Λίκρα, όταν λέει πως «δεν έχει τη βεβαιότητα πως έζησε». Έχουμε λοιπόν χαρακτήρες ημιθανείς που παρακαλούν τον Θεριστή να τους λυτρώσει από το αβίωτο της ζωής τους. Ο Θάνατος στον Θερισμό, δεν είναι κάτι το ανεπιθύμητο ή το επίπονο, αλλά μια λύτρωση, μια ανάταση προς το χαμένο φως, ομόσημος της λίμπιντο τους. Αντίθετα, η ζωή είναι το βασανιστήριο των χαρακτήρων του έργου και ειδικότερα το αβίωτο της ύπαρξής τους.
Η ανάγκη για ζωή
Οι δείκτες του ρολογιού έχουν σταματήσει στις 12 και 20. Ο χρόνος στο Ακαπούλκο διαστέλλεται σαν τα λουόμενα σώματα των χαρακτήρων. Οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να ήταν η «Κραυγή» του Μουνκ, αν απέβαλλαν από πάνω τους την «φορεμένη» ευεξία μιας φωτογραφίας. Οι δέκα ημέρες ευεξίας, ματαιώνονται σύντομα σε δύο ώρες κόλασης κι οι τριανταέξι ώρες ταξιδιού φαίνονται ανύπαρκτες, καθώς οι χαρακτήρες συνδέονται συνεχώς με την ζωή τους στην Ελλάδα μέσω των τηλεφωνικών κλήσεων που βομβαρδίζουν τον «χρόνο θερισμού». Μήπως όλα όσα έζησαν οι χαρακτήρες στην προ-Ακαπούλκο ζωή τους ήταν τόσο άδεια από ζωή, που είναι σα να μην έζησαν καμία ημέρα του χρόνου; Η Μπόνα προτείνει μια δεύτερη ζωή, όπου με τη γνώση των λαθών και των παραλείψεων, η ζωή θα είναι καλύτερη. Ο χρόνος όμως μοιάζει να έχει σταματήσει. Το ίδιο και η δυνατότητα των χαρακτήρων για ζωή.
Εν κατακλείδι, ο Θερισμός είναι από εκείνα τα έργα που στην κάθε του ανάγνωση σου φανερώνει και κάτι νέο. Ίσως δε μένει, παρά να επιλέξουμε μια πλαζ ή πισίνα και ν’ αφήσουμε τα υπόλοιπα στις ιαντικές ιδιότητες του Μασιμιλιάνο. Κοντά στην άνοιξη που μόλις έφτασε, βρίσκεται το θέρος.
Πηγή: Artic.gr
Αρθρογράφος: Αναστάσιος Πινακουλάκης
Ημερομηνία: 20/3/17