Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

03 Απριλίου 2023
Η ομορφιά θα νικήσει; Η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο;
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ομορφιά θα νικήσει; Η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο;

Ο έρωτας ως υπαρξιακή αγωνία, η έννοια του Κάλλους όχι μόνο ως συνώνυμο της Ομορφιάς αλλά και ως ιδεώδες, η ηδονή του θανάτου και του Τέλους, η μοναξιά, η πνευματικότητα του έρωτα και του θανάτου, το χάσιμο του εαυτού μέσα από τον έρωτα. Αυτά και πολλά ακόμα θέματα πραγματεύεται η παράσταση «Θάνατος στη Βενετία» στο Θέατρο Πορεία. 

O Γκούσταφ φον Άσενμπαχ, ένας επιτυχημένος συγγραφέας που χρειάζεται να βρει ξανά την έμπνευσή του, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στη Βενετία, έναν «εξωτικό» τόπο φορτισμένο με φιλήδονες προσδοκίες. Εκεί αντικρίζει για πρώτη φορά τον Τάτζιο, έναν νεαρό που μένει στο ίδιο ξενοδοχείο. Αμέσως έλκεται από την ομορφιά του και αρχίζει να τον ακολουθεί. Είναι αποφασισμένος να αντικρίσει την ομορφιά.  Ένας άνθρωπος που πάντα αντιστέκεται στις απολαύσεις της ζωής, αποφασίζει -ή αναγκάζεται επιτέλους- να αφεθεί και να χαθεί. 

Ο πλατωνικός έρωτας του Άσενμπαχ μάς θυμίζει της έννοια της «ενόρμησης» στον Λακάν. Η «ενόρμηση» σύμφωνα με το Λακάν δεν έχει καμιά σχέση με την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Ίσα- ίσα δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί- ικανοποιείται μόνο όσο δεν πετυχαίνει τον στόχο της και βιώνει την ματαίωση. Αυτό που προκαλεί απόλαυση  (jouissance) είναι η ατέρμονη ενασχόληση με το αντικείμενο. Ο Άσενμπαχ δεν ενδιαφέρεται για τον σαρκικό έρωτα. Θέλει απλώς να αντικρίζει την ομορφιά. Ο Λακάν υποστηρίζει πως κάθε ενόρμηση είναι ενόρμηση θανάτου. 

O Γκούσταφ φον Άσενμπαχ έλκεται από την ομορφιά και ερωτεύεται τον Τάτζιο. Θυσιάζεται για το Κάλλος, θυσιάζεται για την ομορφιά. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι ο Τάτζιο το αντικείμενο του έρωτά του αλλά ο ίδιος ο θάνατος. Ο Βισκόντι χαρακτήρισε την Βενετία ως «έναν τόπο που μόλις τον αντικρίζεις είναι σαν να αντικρίζεις τον ίδιο το θάνατο» και αυτή η εικόνα αποπνέεται μέσα από την παράσταση. Στην Βενετία ξεσπάει πανδημία χολέρας και ο Γκούσταφ φον Άσενμπαχ αποφασίζει να παραμείνει ρισκάροντας τη ζωή του. «Μια ιστορία θανάτου, μια ιστορία για την ηδονή του τέλους», χαρακτήρισε ο Τόμας Μαν τη νουβέλα που έγραψε το 1912, ένα χρόνο μετά τις δικές του διακοπές στη Βενετία. «Όποιος κοιτάξει την Ομορφιά κατάματα είναι σαν να κοίταξε τον ίδιο τον Θάνατο» είχε πει ο Βισκόντι. 

Η παράσταση είναι βασισμένη στη νουβέλα του Τόμας Μαν (και όχι στην κινηματογραφική της μεταφορά από τον Βισκόντι). Κάτω από μία φαινομενικά απλή, ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν μεσήλικα και ένα νεαρό αγόρι, ο συγγραφέας μιλάει για βαθιά υπαρξιακά ζητήματα. Ένας μεσήλικας στη μέση της ζωής του ή στην αρχή του τέλους της ζωής του αρχίζει να φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου και να έλκεται από αυτή, καθώς ο θάνατος παρουσιάζεται ως ομορφιά. 

Ο Στρατής Πασχάλης διασκευάζει τη νουβέλα του Τόμας Μαν  και φτιάχνει μια άκρως ποιητική διασκευή προσθέτοντας ποιήματα των Ρεμπώ, Μαλαρμέ, Ρίλκε και Γκιμπράν.

Την σκηνοθεσία της παράστασης αναλαμβάνει ο Γιώργος Παπαγεωργίου και κάνει εξαιρετική δουλειά. Επιλέγει να εστιάσει στην βαθιά υπαρξιακή διάσταση του έργου και δημιουργεί μια παράσταση – εμπειρία. Η αφηγηματική, αφαιρετική αναπαράσταση του έργου με έντονα εικαστικά στοιχεία αφήνουν στον θεατή εικόνες που μένουν χαραγμένες στο μυαλό του για καιρό. Εξαιρετική η σκηνοθετική επιλογή να παρουσιαστεί ο Τάτζιο όχι ως φυσική παρουσία αλλά μέσω κινηματογραφικής προβολής (στον ρόλο του Τάτζιο εμφανίζεται ο Ραφαήλ Παρασκευόπουλος). Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο προσδίδει έναν υπέροχο λυρισμό στην παράσταση αλλά ταυτόχρονα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο η απόσταση μεταξύ των δύο προσώπων και ο Τάτζιο φτάνει να συμβολίζει την ουτοπία που όσο την πλησιάζεις εκείνη απομακρύνεται, να συμβολίζει το ανέφικτο, να συμβολίζει τη φαντασίωση, το άπιαστο όνειρο. Πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική επιλογή να γίνεται η εναλλαγή σκηνικών και κοστουμιών στη σκηνή μπροστά στα μάτια του θεατή. Με αυτό τον τρόπο, σπάει με κάποιον τρόπο «τον τέταρτο τοίχο» και κάνει τον θεατή ακόμα πιο ενεργό μέτοχο της παράστασης, προσδίδει ζωντάνια και διαφάνεια, χωρίς, όμως, να χάνει τίποτα από τον λυρισμό και την ποιητικότητά της. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου κατορθώνει να δημιουργήσει μια παράσταση που μιλάει μέσα από τις άρτια αισθητικά εικόνες που παρουσιάζει και μέσα από τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων. Δημιουργεί μια παράσταση βιωματική και πολύ διαφορετική από αυτό που έχουμε συνηθίσει. 

Τα σκηνικά και τα κοστούμια αναλαμβάνει ο Πάρις Μέξης και είναι όχι μόνο πλήρως λειτουργικά αλλά και ευφάνταστα. Η κυκλική σκηνή με την άμμο γίνεται το κέντρο του έργου και μετατρέπεται συχνά σε κάτι άλλο, προσδίδοντας ζωντάνια και  φρεσκάδα στην παράσταση. Υπέροχα και τα κοστούμια αλλά και οι εξαιρετικές μάσκες που φορούν οι ηθοποιοί κατά το ξέσπασμα της πανδημίας. Οπωσδήποτε μια δουλειά με σεβασμό στο κείμενο και δημιουργική φαντασία. 

Τη μουσική αναλαμβάνει ο Άγγελος Τριανταφύλλου και τη σύνθεση ηχοτοπίων ο Βαγγέλης Τούντας. Η μουσική παίζει εξέχοντα ρόλο στην παράσταση και δημιουργεί μια επιβλητική ατμόσφαιρα που παρασύρει όχι μόνο τον Άσενμπαχ αλλά και τον θεατή σε ένα μυσταγωγικό υπαρξιακό ταξίδι. 

Η Σεσίλ Μικρούτσικου αναλαμβάνει την κίνηση και πρόκειται για μία εξαιρετική δουλειά. Η κίνηση των ηθοποιών είναι υπέροχη και μαγεύει τον θεατή μετατρέποντας τους ηθοποιούς σε ζωντανά έργα τέχνης, σε tableaux vivants. Σκηνές σε slow motion άρτια εκτελεσμένες, κίνηση αρχέγονη, διονυσιακή, μυστικιστική. Ακόμα και σε μικρές λεπτομέρειες όπως στη σκηνή όπου οι ηθοποιοί βρίσκονται στο τρένο η κίνησή τους είναι ανακουφιστικά απολαυστική. Η άρτια κίνηση των ηθοποιών σε έναν τέτοιο βαθμό που σπανιότατα συναντούμε σε θεατρικές σκηνές είναι από μόνη της ένας ακόμα πρωταγωνιστής και κλέβει τις παραστάσεις. 

Ο Αλέκος Αναστασίου αναλαμβάνει τους φωτισμούς και προσφέρει μία πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στην παράσταση μεταδίδοντας στους θεατές συναισθήματα και λυρισμό. Οι υπέροχοι φωτισμοί λειτουργούν με τρόπο ποιητικό. 

Στον ρόλο του Γκούσταφ φον Άσενμπαχ ο Νίκος Χατζόπουλος με μια εξαιρετική ερμηνεία μας μεταδίδει το αδιέξοδο του ήρωά του και την αίσθηση της αφύπνισης, της ερημιάς και της ματαίωσης. Χωρίς περιττές εντάσεις και χωρίς την όποια παραζάλη ενός ερωτοχτυπημένου, καταφέρνει ως ήρεμη δύναμη να μας μεταδώσει τον τρόπο που αφήνεται ο ήρωας και το πώς είναι διατεθειμένος να χαθεί μέσα στον έρωτά του αλλά και χάρη στον έρωτά του. Βλέπουμε όλες τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του Άσενμπαχ και την ανάγκη του να ζήσει πριν πεθάνει. Μια ερμηνεία εσωτερική και απόλυτα δυναμική που γοητεύει. 

Οι Γιάννης Λεάκος, Ορέστης Χαλκιάς, Γρηγορία Μεθενίτη και Γιάννης Μαστρογιάννης είναι αφηγητές που μοιράζονται μαζί μας την ιστορία αλλά και καθοδηγούν τον ήρωα στην εξέλιξη της πλοκής αναλαμβάνοντας πολλούς ρόλους ο καθένας. Είναι εκείνοι που οδηγούν τον Άσενμπαχ βήμα βήμα προς τον θάνατό του, κάτι σαν άγγελοι θανάτου. Όλοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί με υπέροχη κίνηση και υποδειγματική εκφορά λόγου αλλά και ζωντάνια και φρεσκάδα. Αλλάζουν ρόλους με τρόπο απόλυτα φυσικό και ανταποκρίνονται με μεγάλη επιτυχία στις ανάγκες μιας τόσο ιδιαίτερης παράστασης. Είναι πραγματικά απολαυστικοί. 

Ένα υπαρξιακό ταξίδι για τον Άσενμπαχ αλλά και για τον θεατή, ένα ταξίδι λύτρωσης και απελευθέρωσης. Το έργο είναι αυτοβιογραφικό και έμπνευση αποτέλεσε ένα ταξίδι στη Βενετία που έκανε ο Τόμας Μαν και είδε έναν όμορφο νέο. Είναι ο Άσενμπαχ το alter ego του συγγραφέα; Και αν ναι, τότε γιατί τον σκοτώνει στο τέλος; Μήπως σκοτώνει στην πραγματικότητα τη δική του επιθυμία, τον δικό του πόθο; Μήπως ο ίδιος δεν μπορεί να αφεθεί στην αλήθεια των επιθυμιών του; Όπως και να χει, μέσα από την παράσταση «Θάνατος στη Βενετία» ο ίδιος ο θεατής καλείται να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να αναρωτηθεί αν προσπαθεί να σκοτώσει τις δικές του επιθυμίες, να αναρωτηθεί για την σημασία της ομορφιάς στη ζωή του, να αναρωτηθεί για τη σχέση που έχει με τον θάνατο αλλά και πόσο μακριά θα έφτανε για την αναζήτηση του έρωτα. Ο «Θάνατος στη Βενετία» στο θέατρο Πορεία είναι μία παράσταση άκρως εικαστική και ποιητική που ταξιδεύει τον θεατή σε μία άκρως υπαρξιακή διαδρομή. 

Ο Σταντάλ έλεγε πως «Η ομορφιά είναι μόνο μια υπόσχεση ευτυχίας» (la beauté n’est que la promesse du bonheur), εννοώντας πως η σαγηνευτική δύναμη της ομορφιάς μπορεί να είναι πηγή ευχαρίστησης και πηγή έμπνευσης και να υπόσχεται με τον τρόπο της ευτυχία, όμως, τελικά δεν μπορεί να εκπληρώσει την υπόσχεσή της. Η ομορφιά, κατά τον Σταντάλ, δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο της αληθινής ευτυχίας και δεν οδηγεί σε πλήρωση. Ο Νίτσε συμφώνησε με τον Σταντάλ ως προς το ότι η ομορφιά υπόσχεται ευτυχία αλλά υποστήριξε πως αυτή η υπόσχεση είναι μία ψευδαίσθηση απαραίτητη για να υπομείνουμε τις δυσκολίες της ζωής. Κατά τον Νίτσε, το να βιώνεις την ομορφιά λειτουργεί ως καταφύγιο και ως διαφυγή από την σκληρή πραγματικότητα και μας επιτρέπει να ονειρευτούμε μια πιο γεμάτη ζωή. Ο Άσενμπαχ βιώνει την ομορφιά και το κάλλος ως μία υπόσχεση ευτυχίας και η ευτυχία αυτή έρχεται μέσα από την λύτρωση. 

Η νουβέλα του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» είναι, μεταξύ άλλων, ένα έργο για την Τέχνη εν γένει και τη φύση της αλλά και τον ρόλο του Καλλιτέχνη και τη σχέση του με την κοινωνία. Η παράσταση «Θάνατος στη Βενετία» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου σέβεται απόλυτα αυτή τη θεματική και μετουσιώνεται η ίδια σε ένα tableau vivant που αποπνέει Ποίηση, μετουσιώνεται σε ένα ζωντανό ποίημα που αξιοποιεί τις αισθήσεις των ηθοποιών αλλά και των θεατών για να μιλήσει για αυτές, μετουσιώνεται σε ένα έργο τέχνης άρτιας αισθητικής. Η Ποίηση είναι βίωμα και η εν λόγω παράσταση μας το αποδεικνύει περίτρανα. Η παράσταση «Θάνατος στη Βενετία» είναι μία παράσταση που βιώνεται, μια παράσταση βασισμένη στην εμπειρία και μία παράσταση – εμπειρία. 

Λουκία Μητσάκου, theaterproject365.gr, 3.4.2023 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ