Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

19 Μαρτίου 2023
Ρόδι καρφωμένο πάνω σε πάγο
article image
ΑΡΘΡΑ

Σώματα ακίνητα και υποφωτισμένα, ακροβολισμένα παντού, σε μια ενδιάμεση κατάσταση, υπνωτισμένα ή και πεθαμένα, χωρισμένα από σκοτάδι και σιωπή. Ενας ήχος αναδύεται και σιγά-σιγά φτάνει στα αφτιά μας. Είναι σταλαγματιές από ένα κομμάτι πάγου, όπου έχει ακουμπήσει το κεφάλι του ένας νεαρός άνδρας. Ο ίδιος, καθισμένος στην άκρη ενός τραπεζιού, που αποτελεί ευρύτερα την άκρη μιας σκηνικής αλυσίδας διαφορετικών τραπεζιών, δίνει την εντύπωση ότι μάλλον ξαποσταίνει, ότι ανακουφίζεται από την αστραφτερή ψυχρότητα. Ομως, αλίμονο, αν συνεχίσει έτσι το μέτωπό του φλερτάρει με κάποιο έγκαυμα, το οξύμωρο αλλά και τόσο εφικτό έγκαυμα από πάγο. Ωσπου ευτυχώς σαλεύει, όπως όλα τα σώματα σαλεύουν, αναδεύονται και επιστρέφουν, σαν να ζωντανεύουν ξανά, από έναν ήχο και πάλι. Δεν είναι απλώς ένα χέρι που χτυπά το μικρόφωνο, είναι η μετεξέλιξη, η μεταμόρφωση της σταλαγματιάς σε βρόντημα, ρυθμικό και επιτακτικό, είναι ένα κάλεσμα επαναφοράς στην αβέβαιη επικράτεια της αυθεντικής ύπαρξης αλλά και στην ονειρώδη πραγματικότητα του ερωτευμένου υποκειμένου, μια πραγματικότητα χαοτική, εκστατική, επίπονη, άχρονη. Εν τέλει, σε μια «δόξα κοινή, δόξα πανανθρώπινη», καθώς γράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην «Οκτάνα» του.

Πιο συγκεκριμένα, στο πεζόμορφο ποίημα «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», μες στο «κάθετο λιοπύρι» του Ιουλίου, η κίνηση στον δρόμο είναι έντονη αλλά τη διακόπτει ακαριαία η νεκρική πομπή μιας κηδείας και παράλληλα, σε ένα λεωφορείο, τα ανθρώπινα σώματα, σε μια ρήξη με την καθημερινότητα, καθόλου τυχαία αλλά πάντως τελετουργικά, αρχίζουν αίφνης, στριμωγμένα, συγχρωτισμένα, συναιρούμενα, να επιδίδονται σε «ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις», να υπακούν δηλαδή αβίαστα σε αυτό που είναι, στην αρχέγονη φύση τους. Αυτό, λοιπόν, το ακούμε και την ίδια στιγμή το παρακολουθούμε επί σκηνής, όχι σαν μια ταυτολογία ωστόσο, δεν βλέπουμε τόσο τα εικονικά αποτυπώματα κάποιων στίχων, αλλά περισσότερο μια μετάθεση άλλης τάξεως, στην οποία ο λόγος κυριαρχεί ως παλλόμενη ρίζα του αισθήματος, το οποίο έρχονται να εκφράσουν, κάθε φορά, όποιο κι είναι αυτό, μέσα σε ένα ευρύ φάσμα, από το πιο αμυδρό σκίρτημα μέχρι τον μανικό διονυσιασμό, τα ίδια τα σώματα των ηθοποιών. Και ο ποιητής, στο τέλος του αστικού του ρεμβασμού, πάντοτε εκεί, «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», εκκίνηση και λήξη της συνθήκης που προσπαθούμε να περιγράψουμε, εξυψωμένος από ένα θείο θαύμα, ή μια συνειδησιακή αποκάλυψη, [ανα]καλεί και [επ]αινεί τη «δόξα των Ελλήνων», γιατί «πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

Ναι, αν η πεμπτουσία του ανθρώπινου βίου είναι ο έρωτας, συνθήκη αμφίβολη αλλά κρίσιμη, μια συνθήκη αληθείας πάντως, όποτε κι αν συμβεί, όσο κι αν διαρκεί, τότε η προαιώνια σύνδεση έρωτα και θανάτου δεν είναι μια αφαίρεση μονάχα, είναι η πιο μεστή ουσία πριν το (κοινό) αναπόδραστο. Εν προκειμένω όμως, για τι μιλάμε; Για θεατρική ποίηση; Για ποιητικό θέατρο; Δεν έχει και πολλή σημασία ο κλειστός προσδιορισμός, να αναφερθούμε λ.χ. σε κάποιο «συνταίριασμα» των δύο. Οχι, μιλάμε για μια ανοιχτή, δημιουργική και συνεκτική διαδικασία η οποία, αφενός, φωτίζει αυτόνομα τις δυνατότητες και της ποίησης και του θεάτρου και, αφετέρου, αναδεικνύει με απρόβλεπτη ενάργεια τη σχέση τους μέσα ακριβώς από τις συγγενικές τους ποιότητες. Αυτό είναι, θα λέγαμε, το δίκοπο επίτευγμα της παράστασης «Δόξα Κοινή» στο Θέατρο Πορεία, μια παράσταση που σταμάτησε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας και εφέτος, το 2023, ευτυχώς επανήλθε. Αν στο πρώτο ανέβασμα η συγκίνηση ήταν ατόφια, στο δεύτερο (με ακόμη πιο λειτουργική διανομή) η αισθαντικότητα της παράστασης βαθαίνει. Πρόκειται για ένα ρίσκο που όχι μόνο δικαιώνεται αλλά και ξεπερνά ενδεχομένως, λόγω της προοπτικής που ενέχει το όλο εγχείρημα, τις αρχικές καλλιτεχνικές προθέσεις (αν συμφωνήσουμε ότι αυτές είναι ως έναν βαθμό αξεδιάλυτες και όχι στενά προκαθορισμένες).

Τι θέλησαν να κάνουν, με μια ομάδα πολύ άξιων συνεργατών, ο Στρατής Πασχάλης (που έχει συνθέσει το κείμενο της παράστασης και αρμονικά έχει περιπλέξει εμβληματικές ποιητικές μας φωνές, μεταξύ άλλων, από τη Σαπφώ και τον Καβάφη ως τον Σολωμό και τον Σεφέρη ή τον Ελύτη και την Πολυδούρη) και ο Δημήτρης Τάρλοου (που έχει σκηνοθετήσει εμπνευσμένα εδώ, αποδίδοντας τόσο απέριττα τα πλατιά γεννήματα και τα πλούσια απεικάσματα των λέξεων); Από τη μια μεριά, επιχειρούν μια καταβύθιση στην καταγωγική μήτρα της ποίησης, μας υπενθυμίζουν δηλαδή, στον χώρο ενός θεάτρου, γεγονός πολύτιμο στις μέρες μας, ότι η ποίηση αφορά τους πολλούς και τη δημόσια σφαίρα. Από την άλλη μεριά, υπογραμμίζουν ότι η ποίηση από μόνη της προϋποθέτει, τρόπον τινά, και μια εσώτερη, μύχια δραματουργία, από την οποία τίποτε δεν λείπει, ούτε οι χαρακτήρες ούτε η πλοκή ούτε η αφηγηματικότητα ούτε η απόσταση ούτε το χιούμορ ασφαλώς.

Αλλωστε, το ερωτευμένο υποκείμενο είναι, εκ των πραγμάτων, ένα λυρικό υποκείμενο. Η ποίηση είναι, εκ των πραγμάτων επίσης, μια σκηνοθεσία από μόνη της. Και η γραφή από μόνη της, είτε είναι γυναικεία είτε ανδρική είτε έμφυλη είτε άφυλη, διαμορφώνει κρυφά στο υπόβαθρό της, προκειμένου να εκδιπλωθεί, έναν τουλάχιστον ρόλο, έναν ρόλο στον οποίο το «εγώ» διαθλάται σε μια πολυδιάστατη ζώνη μεταξύ βιώματος και φαντασίας. Κεντρικός άξονας αυτής της σημαντικής παράστασης είναι ο έρωτας σε όλες τις πιθανές εκδοχές του, από την πλέον αγνή και τρυφερή ως την πλέον ζοφερή και αμείλικτη.

Εχει ενδιαφέρον η μοίρα ενός ροδιού, πώς ένα πράγμα, για παράδειγμα, διαγράφει την ποιητική του τροχιά μέσα στη «Δόξα Κοινή». Κάποια το πετάει παιχνιδιάρικα σε κάποιον (όταν η ευφορία επικρατεί, όταν ο «Υμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π’ αγαπούμε» του Εγγονόπουλου συνοδεύει τους σαγηνευτικούς τους χορούς) και ύστερα (στο πλαίσιο μιας αδιάσπαστης σκηνικής ροής, και ατμοσφαιρικής και νοηματικής και μουσικής, ας τονιστεί αυτό) το ρόδι μετακυλίεται στην ιστορία του γυναικοκτόνου «Μενούση». Το ρόδι, πάνω σε εκείνο το κομμάτι πάγου, με τη σάρκα του καρφωμένη, κι ανοιγμένο έπειτα στα δύο, ξεκοιλιασμένο, σαν πληγωμένη καρδιά που βάφει τον κόσμο με το αίμα της, θα μπορούσε να είναι ένας στίχος ερωτικός. Η 21η Μαρτίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Η «Δόξα Κοινή» θα ήταν, εκτός των άλλων, ιδανικό εκπαιδευτικό υλικό, προσιτό, μετρημένο, ελκυστικό, συμπεριληπτικό, πολυφωνικό, προοδευτικό, ευαίσθητο.

Γρηγόρης Μπέκος, Το Βήμα, 19.03.2023

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ