Μια μέρα που κατέβαινα στην οδό των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μεσ’ στην καρδιά των Αθηνών, μεσ’ στην καρδιά του θέρους. Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Αίφνης μια κηδεία πέρασε». Με αυτά τα λόγια, στίχους από το «Εις την οδό των Φιλελλήνων» και την «Οκτάνα» του Ανδρέα Εμπειρίκου, αρχίζει η παράσταση «Δόξα Κοινή» του θεάτρου Πορεία.
Μερικά ενωμένα τραπέζια μπροστά και στο πίσω μέρος της σκηνής. Ένας νεαρός άνδρας με ακουμπισμένο το μέτωπό του σε ένα κομμάτι πάγου −σαν εκείνα που κάποτε αφήναν οι παγοπώλες στις γειτονιές της Αθήνας όταν ακόμα δεν υπήρχαν ψυγεία στα σπίτια−, σαν να θέλει να πάρει λίγη από τη δροσιά του, να πολεμήσει την κάψα του καλοκαιριού.
Παραδίπλα μια νέα γυναίκα σκυμμένη κι αυτή στο τραπέζι, δίπλα της μια αντεστραμμένη ρίζα δέντρου που έχει τρυπήσει την επιφάνεια του τραπεζιού από κάτω∙ παραδίπλα στην επόμενη επιφάνεια ορθώνεται μια συστάδα από στάχυα, πινελιά αυγουστιάτικης ευφορίας και αποθέωσης του καλοκαιριού. Και η παράσταση ξεκινάει.
Ένας μεσήλικας που κρατά ένα καπέλο, ντυμένος με ρούχα μιας άλλης εποχής, γιλέκο αλλά και καμπαρντίνα, αστός Αθηναίος παλιάς κοπής, απαγγέλλει τους θαυμάσιους στίχους του Εμπειρίκου καθώς, κατά κάποιον τρόπο, απευθύνεται στο κοινό.
Ακολουθεί μια βαθιά αισθησιακή εικόνα που ο ποιητής συνέλαβε ένα μεσημέρι καλοκαιριού στη μακρινή δεκαετία του ’50. Γιατί οι σκέψεις του δεν εξαντλούνται στην κηδεία και στη ματαιότητα της ζωής, αλλά αντιθέτως ο καύσωνας τον κάνει να φαντάζεται τι μπορεί να συνέβαινε ανάμεσα στα χαλαρά ντυμένα σώματα γυναικών και ανδρών, νέων και γηραιών, που συνωστίζονταν μέσα σε ένα περαστικό λεωφορείο, ένας συνειρμός που αναπόφευκτα συνδυάζει τον έρωτα και τον θάνατο.
Με αφορμή αυτούς ακριβώς τους στίχους ενεργοποιείται και η θεατρική δράση, καθώς παρακολουθούμε παράλληλα με το κρεσέντο του ποιήματος όπως το απαγγέλλει ο άνδρας (άραγε είναι ο ίδιος ο ποιητής; Μάλλον ναι), την πρώτη εικόνα.
Η σκηνή αναπαριστά το κατάμεστο λεωφορείο όπου όλοι δήθεν τυχαία ακουμπούν ο ένας τον άλλον. Και καταλήγει: «Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Όσο ο άνδρας έλεγε αυτά τα λόγια, ήταν σαν μες στο καταχείμωνο η αίσθηση του καλοκαιριού αλλά και το άναμμα της σάρκας να απλωνόταν και να έφτανε μέχρι την πλατεία.
Και τότε μεταφερόμαστε σε μια άλλη καλοκαιρινή κάψα, όπως αναδύεται στο «Να μείνει» του Καβάφη, σε μια άλλη σκηνή όπου δύο νέοι άνδρες, ενώ αγγίζονται και σμίγουν ερωτικά με τον πιο «αγνό» και καθάριο τρόπο, απαγγέλλουν με τη σειρά τους καβαφικούς στίχους ενός μακρινού Ιούλη της Αλεξάνδρειας των αρχών του περασμένου αιώνα.
Η παράσταση δεν διαθέτει πλοκή και χαρακτήρες, δράση, ήρωες και ηρωίδες. Το εργαλείο της είναι αποκλειστικά η γλώσσα και ο πλούτος νοημάτων μέσα από στίχους κορυφαίων ποιητών από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας.
Σαν ένα παραλήρημα –συνειρμική διαδοχή ποιημάτων– των οκτώ νέων ηθοποιών που απαγγέλλουν λόγια-στίχους οι οποίοι περνάνε σαν σκυτάλη από τον έναν στον άλλον. Όχι τρέχοντας να προλάβουν ποιος θα κόψει πρώτος το νήμα φυσικά, αλλά σαν μια χορογραφία της οποίας οι πιρουέτες και τα γκραν ζετέ είναι οι ίδιες οι λέξεις. Ελληνικές λέξεις, κάποιες ξεχασμένες, αλλά που μέσα από τα νοήματα που τους έχει αποδώσει η ποίηση αποκτούν άλλη διάσταση.\
Ο Εμπειρίκος ακολουθείται από Καβάφη, αλλά και από Σολωμό, Καρυωτάκη και Πολυδούρη, Χορτάτση, Σαπφώ, στα αρχαία και στα νέα ελληνικά, Εγγονόπουλο, Σεφέρη και Ελύτη, αλλά και από δημοτική ποίηση, την πιο αυθεντική έκφραση του λαού μέσα στους αιώνες.
Όλος ο ερωτικός λόγος της ελληνικής γλώσσας. Τα σώματα πάλλονται, δρουν ως μέρος σύντομων «αναπαραστάσεων», όπου παρεισφρέει άλλοτε το χιούμορ κι άλλοτε η θλίψη και το πένθος. Συχνά συνοδεύονται από τη μουσική της Λήδας Μανιατάκου που την εκτελεί επί σκηνής με αρμόνιο μαζί με τον Χρήστο Βαλεντίνο Πετεβή στο βιολί.
Σε ένα σκερτσόζικο παιχνίδι με το κοινό, ο ηθοποιός Ορέστης Χαλκιάς ανέβασε στη σκηνή μια κυρία για να χορέψει μαζί του ένα βαλς, προκαλώντας περισσότερο θυμηδία παρά ρομαντική διάθεση, αν αυτός ήταν ο στόχος, δίνοντας εν τέλει μια ελαφριά νότα στη ροή της παράστασης.
Κι όταν ο κύκλος των ποιημάτων κλείνει, η παράσταση επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε, στο «Ήτο Ιούλης» του Εμπειρίκου. Ένα φως που σταδιακά σβήνει θαρρείς ότι είναι σαν να γυρίζει πίσω εκεί όπου ανήκει, στο ειδυλλιακό παρελθόν απ’ όπου μας ήρθαν όλες αυτές οι εικόνες για να μας προσφέρουν ένα ευφρόσυνο διάλειμμα από το αντι-ποιητικό σήμερα.
Ο Στρατής Πασχάλης, που υπογράφει τη σύνθεση του κειμένου, λέει σε σημείωμά του: «Είδα τη γυναίκα παραδομένη, τον άντρα να ‘ναι αυτός που πάντα κάτι θέλει να πάρει. Τον έρωτα, ταυτόσημο με τον θάνατο. Την ερωτευμένη Σαπφώ, χωρίς το αντικείμενο της αγάπης, στον Άδη, νεκρή. Είδα τις ξένες αγκαλιές του ερωτικού λόγου, τον πόθο χωρίς αγάπη. Είδα τις ξένες αγκαλιές της βακχικής ερημιάς. Στο ύψιστο σημείο της καβαφικής αποχαλίνωσης με σταμάτησε απότομα η σολωμική ένσταση…».
Η παράσταση αυτή, σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Τάρλοου, ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, λίγο πριν μας κλείσει μέσα ο κορωνοϊός και διακόπηκε εξαιτίας του.
Τότε μου είχε δώσει μια άλλη αίσθηση, σαν ένα ταξίδι σε μια μεγάλη θάλασσα που ήταν ουσιαστικά μια παμπάλαια Ελλάδα. Ανεβαίνει ξανά φέτος σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί ανάμεσα σε μια μεγάλη μερίδα των συμπατριωτών μας ένας βομβαρδισμός από φθόνο, ανταγωνισμό και απαξία μέσα από το διαδίκτυο.
Η ποίηση όπως θεατροποιείται από αυτά τα νέα παιδιά αποτελεί για μένα μια από τις ελάχιστες στιγμές θεατρικής μυσταγωγίας στο αθηναϊκό θέατρο εδώ και καιρό. Με στίχους λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, που καθαγιάζονται χάρη στην κίνηση των σωμάτων και την κωδικοποιημένη δράση. Μια πληρέστατη θεατρική βραδιά χωρίς συγκρούσεις, υπερήρωες και ανούσιες νίκες. Μόνο ο θρίαμβος της γλώσσας.
Οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν είναι οι Μάιρα Γραβάνη, Αδελαΐδα Κατσίδε, Βίκυ Κατσίκα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Διονύσης Πιφέας, Αρετή Τίλη, Ορέστης Χαλκιάς και ο Θανάσης Δόβρης που ανοίγει και κλείνει την παράσταση. Το σκηνικό είναι της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια των Αλέξανδρου Γαρνάβου και Τζίνας Ηλιοπούλου, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η χορογραφία της Κορίνας Κόκκαλη.
Χρήστος Παρίδης,Lifo, 24.1.2023