Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

30 Νοεμβρίου 2022
Δημήτρης Τάρλοου: «Όσο ζούμε έτσι δέσμιοι της απομόνωσης, τόσο υποφέρουμε και δεν μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με κάτι πιο πραγματικό»
article image
ΑΡΘΡΑ

Μετά την «Αγριόπαπια», ένα ακόμη έργο του Ίψεν, ένα ακόμη αριστούργημα δραματικής τέχνης αλλά και υπαρξιακής ανάγνωσης του κόσμου έρχεται ως κεντρική παραγωγή στο θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του, Δημήτρη Τάρλοου. Πρόκειται για το «Κουκλόσπιτο, που ο μεγάλος Νορβηγός έγραψε το 1879 και εξερράγη σαν βόμβα στην εποχή του, καθώς με τολμηρό τρόπο πραγματεύεται –ανάμεσα σε άλλα– την τραγική υποκρισία που μπορεί να διαποτίζει έναν γάμο, τα κίβδηλα ιδεώδη, τις συνέπειες της επιπολαιότητας (ακόμη και της αθώας), τα ζωτικά μας ψεύδη, την Αλήθεια που, όπως έχει πει ο Όσκαρ Ουάιλντ «είναι σπάνια καθαρή και ποτέ απλή»

Μια παράσταση που έχει ξεκινήσει με τον πιο θερμό χειροκρότημα με μια αίθουσα να γεμίζει συνεχώς – η ανταπόκριση του κοινού σε απόλυτους αριθμούς αυτή τη στιγμή, είναι εντυπωσιακή. Εκείνος από τον εξώστη παρακολουθεί τα βράδια της παράστασης.

«Θέλω να έχω εποπτεία από ψηλά βλέποντας την σκηνή αλλά και τους θεατές. Φαίνεται να το παρακολουθούν πολύ θερμά και το χειροκρότημα ζεστό στο τέλος». Και η παρουσία του Δημήτρη Τάρλοου σχεδόν καθημερινά στο θέατρο ακόμα και τώρα που το σκηνοθετικό έργο ολοκληρώθηκε στο «Κουκλόσπιτο», ταγμένος «ψυχή τε και σώματι» στο θεατρικό του σπίτι, στο Πορεία. Για να ακούσει σχόλια και να ανταλλάξει απόψεις με θεατές και συνεργάτες. «Ο καλοπροαίρετος σχολιασμός ακόμα και από ανθρώπους που δεν γνωρίζω μου είναι χρήσιμο. Αποτελεί μέρος της δουλειάς μου να έχω προσωπική σχέση με τους θεατές. Για αυτό άλλωστε και βρίσκομαι πολύ συχνά στο θέατρο. Αυτό άλλωστε είναι και το βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας του θεάτρου Πορεία.»

Θέατρο Πορεία – Μια πρόταση ολιστικής εμπειρίας

Το θέατρο Πορεία είναι ένα από τα βασικά μας θέματα συζήτησης με τον Δημήτρη Τάρλοου αυτό το πρωινό που κατάφερε να ξεκλέψει μια ώρα για να μιλήσουμε με αφορμή το «Κουκλόσπιτο».

Τι θεωρείτε ότι σήμερα κάνει το θέατρο Πορεία να ξεχωρίζει στην ελληνική σκηνή; Ποιο το DNA του;

Η εμβάθυνση σε ό,τι κάνουμε είναι το κύριο μέλημά μας. Όταν αποφασίζουμε να συνεργαστούμε με ηθοποιούς χορευτές ή και εξωτερικούς λοιπούς συνεργάτες, κάνουμε μια αμοιβαία συμφωνία εμβάθυνσης. Ένα άτυπο συμβόλαιο να γνωριστούμε, να ανοιχτούμε ο ένας στον άλλον και να αφηγηθούμε ιστορίες. Πολλές φορές οι ιστορίες που μοιραζόμαστε εδώ, είναι συχνά τραγικές ή και πολύ αστείες. Όταν κάποιος συνεργάτης δεν επιθυμεί αυτό το μοίρασμα, σεβαστό απολύτως, σίγουρα επηρεάζεται από όσα θα ακούσει από τους άλλους. Μέσα από αυτή την αμοιβαία εμπιστοσύνη γίνεται και το δέσιμο της ομάδας. Με αυτή την έννοια οι θεατές έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν, πέρα από μια καλά παιγμένη ή όχι θεατρική παράσταση, μια προσωπική αφήγηση. Αυτό θυμάμαι και εγώ από την προσωπική μου εμπειρία ότι είχα νιώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, όταν παρακολούθησα μια παράσταση στο τότε θέατρο του Αντόνι Βασίλιεφ στη Μόσχα, ότι ήμουν τιμητικά καλεσμένος και όχι θεατής, σε μια «καλλιτεχνική γιάφκα» με την καλή έννοια φυσικά, να δω από μια γωνιά τα εσωτερικά ενός σπιτιού. Και αυτό ήταν μια ανεκτίμητη κατάσταση. Δεν καυχιέμαι φυσικά ότι έχουμε πετύχει κάτι ανάλογο και εδώ στο Πορεία, αλλά αυτός είναι ο στόχος.

Ταυτόχρονα, οι θεατές απολαμβάνουν υψηλό επίπεδο παραγωγής. Ποτέ το Θέατρο Πορεία δεν θα κάνει οικονομία στα κοστούμια, στα σκηνικά. Όλοι οι ηθοποιοί διατηρούν υψηλά επίπεδα επαγγελματισμού και ταυτόχρονα προσεγγίζουν τον θεατή προσωπικά πολύ απλά επειδή αγαπούν αυτό που κάνουν. Από την πρώτη στιγμή που ένας θεατής θα έρθει στο θέατρο, μέχρι την ώρα που θα φύγει θα βιώσει ένα ποιοτικό θεατρικό τοπίο. Μια συνολικά καλή εμπειρία.

Ο Ίψεν είναι ο στυλοβάτης της σύγχρονης δραματουργίας

Τι θα θέλατε ιδανικά να εισπράξει, να νιώσει ο θεατής φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση στο θέατρο;

Θα ήθελα ίσως να σκεφτεί για το τι είδους ζωή διάγουμε και τι είδους ζωή κληροδοτούμε στα παιδιά μας, αν έχουν. Το έργο αυτό, πέραν του γυναικείου ζητήματος που φυσικά είναι κεφαλαιώδες, καταπιάνεται με το είδος της ζωής που επιλέγουμε να κάνουμε. Όταν το ζευγάρι διαλύει τη σχέση του, έχουν ήδη ζήσει μαζί 7-8 χρόνια μέσα στα οποία κοινή επιθυμία τους ήταν να ανέλθουν κοινωνικά, να αποκτήσουν περισσότερα χρήματα, να αποκτήσουν ισχύ. Ένα μοντέλο ζωής αναγνωρίσιμο στην Ελλάδα του σήμερα που κατά τον Ίψεν αποτελεί και βασική αιτία των δεινών. Να αναγνωρίσουμε λοιπόν μήπως ζούμε λάθος; Μήπως έχουμε λάθος πρότυπα;

Η αναμορφωτική δύναμη της αγάπης. Ενώ το ζεύγος χωρίζει γιατί δεν υπάρχει αγάπη, υπάρχει συμπόνια και οδύνη, το άλλο φιλικό ζευγάρι είναι και το επιτυχημένο ζευγάρι στο έργο. Ενώ έχουν χωρίσει πριν χρόνια, επανενώνονται με την ελπίδα ότι πλέον έχουν και οι δύο αλλάξει. Ο Ίψεν δηλαδή εντός του έργου, επαληθεύει αυτό που λέγεται και στο τέλος του έργου «μόνο με ένα θαύμα. μόνο αν αλλάξουμε κι οι δυο μας τόσο, ώστε να θεωρήσουμε τη σχέση μας μια πραγματική σχέση μέσα στην κοινωνία του γάμου». Μια αγάπη λοιπόν που μας δείχνει για τις δυνατότητες του ανθρώπου να αλλάξει.

Έχετε μια ιδιαίτερη αγάπη για τους κλασσικούς, ειδικότερα για τον Ίψεν. Μέσα από το δικό σας βλέμμα τι είναι εκείνο που τον ξεχωρίζει και ποια εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούν κλασσικό;

Ο Ίψεν είναι πολύ αγαπητός γενικά. Το να μιλήσω εγώ για τον Ίψεν, πάνω στον οποίο βασίστηκε όλο το θέατρο νομίζω ότι θα είναι λίγο αναιδές. Μίλησε για την ψυχανάλυση πριν την ψυχανάλυση, έγραψε ρεαλιστικό θέατρο για πρώτη φορά, άνθρωποι δηλαδή να μιλάνε μια γήινη, καθημερινή γλώσσα, κάτι που προσπάθησα και εγώ πολύ να διατηρήσω σε αυτή την μετάφραση, ακόμα και με παρεμβολές στο κείμενο από σύγχρονη αργκό. Το εγχείρημα αυτό του Ίψεν μπορεί να μην έγινε πλήρως αντιληπτό μέσα στον 20ο αιώνα και μεταφράστηκε και παίχτηκε ρομαντικά, ίσως και λίγο αλλοπρόσαλλα στο ύφος τους στην ελληνική σκηνή μέχρι και τη δεκαετία του ’50 αλλά και πολύ σημαντικές προσπάθειες.

Με τον καιρό, το ελληνικό θέατρο άρχισε να ανακαλύπτει και την μεταφυσική δύναμη του Ίψεν, γιατί ενώ είναι απόλυτα ρεαλιστής, διαθέτει μια ποιητική και μεταφυσική δύναμη, που αν και ανεξήγητη θα έλεγα σε μια πρώτη ανάγνωση, όταν κανείς το δει πάνω στη σκηνή, υπάρχουν συνεχώς παρεμβολές μιας μεταφυσικής πραγματικότητας πολύ ενδιαφέρουσας. Υπάρχουν βέβαια και έργα του πολύ κοντά στην μεταφυσική και στην ποίηση, όπως το τελευταίο έργο του «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» αλλά και αριστουργήματα ποιητικά όπως το «Πεερ Γκυντ». Είναι λοιπόν ένας συγγραφέας που μέσα σε 10 περίπου έργα, συμπυκνώνει όλη την αγωνία του ανθρώπου για τον Θεό, σε μια πραγματικότητα χωρίς Θεό. Είναι δηλαδή το τέλος της πίστης. Η μετάβαση σε έναν κόσμο χωρίς Θεό.

Οι επίγονοί του όπως ο Μπέκετ, ο Άλμπι ή ο Μπέργκμαν έχουν πολλά κοινά σημεία. Μπορεί κανείς στην τελευταία σκηνή του έργου να δει πόση συνάφεια έχει με τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» (Ινγκμαρ Μπέργκμαν) ή με το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» (Έντουαρντ Άλμπι). Στην πραγματικότητα λοιπόν ο Ίψεν είναι ο στυλοβάτης της σύγχρονης δραματουργίας.

Πόσο επηρέασε η επικαιρότητα τη φετινή σας θεατρική επιλογή; Με την έννοια του πώς τελικά το θέατρο αντανακλά την κοινωνία σε κάθε φάση της;

Νομίζω ότι άθελά μας επηρεαζόμαστε ούτως ή άλλως από την πραγματικότητα. Αυτό όμως είναι ένα, κι άλλο είναι να επηρεάζεσαι σε βαθμό που θέλεις να εκφράσεις κάτι που έχει σχέση με την επικαιρότητα εξαιτίας της επικαιρότητας. Εγώ επηρεάζομαι από την επικαιρότητα αλλά συνήθως λειτουργώ αντίστροφα. Αν λόγου χάρη η Νόρα γινόταν έναυσμα ώστε να ανέβει μια παράσταση με υψωμένη γροθιά υπέρ της γυναίκας, εγώ λειτουργώ αντίστροφα. Κάνω μια παράσταση όπου δεν υπάρχει καμία υψωμένη γροθιά, άλλωστε δεν είμαι υπέρμαχος του θεάτρου που διδάσκει, ούτε του επαναστατικού θεάτρου, θωρώ ότι το «θέατρο είναι ένας μεγάλος άδειος χώρος που ανοίγει πόρτες μέσα από τις οποίες μπορούμε να δούμε άλλες πραγματικότητες», όπως έχει πει ο Πίτερ Μπρουκ, άρα θα λειτουργήσω αντίστροφα. Θα κάνω μια παράσταση όπου θα δούμε την τραγική ανημπόρια του Χέλμερ, αλλά ποτέ τον βάναυσο κακοποιητή. Στην παράστασή μας όλοι είναι όλα. Δεν υπάρχουν κακοί και καλοί. Αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο.

Ποιο το βασικότερο συστατικό που φροντίζετε να έχει πάντα μια παράστασή σας και αυτή φυσικά η παράσταση;

Σε όλες τις παραστάσεις μου προσπαθούμε να βρούμε όλες τις ποιότητες των προσώπων έτσι ώστε να αποκτήσουν βάθος, η παράσταση πολυπλοκότητα και να μην είναι κάτι προφανές. Να υπάρχει αυτή η γκρίζα ζώνη της ζωής, όπου, όπως εδώ σε αυτή την παράσταση ο δανειστής είναι ταυτοχρόνως ένας απελπισμένος εραστής, ο γιατρός είναι ένας μπουρζουά που πεθαίνει έχοντας κληρονομήσει τις ασθένειες του πατέρα του και βαθιά ερωτευμένος με τη Νόρα, η Λίντε διεκδικεί και ξαναβρίσκει τον έρωτα της ζωής της έχοντας διαπράξει θανάσιμο αμάρτημα προδίνοντάς τον για κάποιον άλλο για τα λεφτά, ο σύζυγος μένει μόνος με χέρια αδειανά και η Νόρα φεύγει για κάπου που δεν ξέρει, δεν ξέρει που θα καταλήξει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μπορούμε να τη φανταστούμε να περπατάει στους δρόμους μόνη, ένα πολύ αναγνωρίσιμο τοπίο.

Χιούμορ υπάρχει επίσης συχνά διάσπαρτα στο έργο αυτό. Νομίζω ότι αυτό ξεκινάει από την μετάφραση και το πώς κανείς διαβάζει το έργο. Αν το διαβάσει σωστά κανείς, θα εντοπίσει το χιούμορ. Εγώ είχα την ευτυχία να έχω μια μετάφραση της Έρι Κύργια και μια πολύ καλή αγγλική. Ο ίδιος ο Ίψεν έχει χιούμορ, έχει σαρκασμό.

Τα χρόνια της πανδημίας και οι σημαντικοί θεατρικοί σταθμοί 

Πόσο δύσκολα ήταν τα χρόνια της πανδημίας;

Δύσκολα ήταν για όλους μας. Ποιος είναι προετοιμασμένος να μείνει για πάντα στο σπίτι του και να φοράει μάσκες ακόμα και για να πάει στο περίπτερο, να καθαρίζει και να απολυμαίνει τα τρόφιμα; Όλα αυτά τα τρομερά πράγματα μας έπιασαν απροετοίμαστους. Αλλά η ζωή είναι γεμάτη τέτοια πράγματα από ότι έχω καταλάβει. Οι περίοδοι ηρεμίας, οι ανέφελες είναι στίγματα στον ωκεανό της ύπαρξης. Πρέπει λοιπόν να είσαι προετοιμασμένος για όλα. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο του Θεάτρου Πορεία. Ο βαθμός ετοιμότητας, η ευελιξία, η σκέψη. Και μια από τις σκέψεις μας τότε ήταν το live streaming. Φυσικά και το νόημα του θεάτρου είναι η ζωντανή παρουσία αλλά αν δεν μπορείς, πρέπει για ένα διάστημα να προσφέρουμε κάτι ώστε να μην πεθάνει εντελώς το θέατρο. Και απεδείχθη περίτρανα ότι ένα live streaming, δεν απειλεί το θέατρο και μπορεί να γίνει ένα καταπληκτικό εργαλείο, αν θέλεις η παράστασή σου να φθάσει σε μέρη που δεν θα μπορούσες ποτέ να πας να παίξεις ή να έρθουν εκείνοι να σε δουν. Μπορεί να μην είναι η αυθεντική εμπειρία αλλά είναι ένα εργαλείο ολικής αν γίνει σωστά.

Και την περυσινή χρονιά τα πράγματα ήταν δύσκολα, αναγκαστήκαμε να κλείσουμε με κρούσματα στο θίασο για πολλές ημέρες αλλά παρόλα αυτά, την παράσταση την είδαν περισσότερα από 10.000 άτομα, νούμερο ασύλληπτο για τα δεδομένα. Ήταν λοιπόν μια ενδιαφέρουσα περίοδος και ηρωική θα έλεγα. Αυτό μας έκανε ακόμα πιο δυνατούς.

Πλέον όλες οι παραστάσεις του Θέατρο Πορεία, έχοντας ακολουθήσει όλες τις νομικές διαδικασίες, ώστε οι ηθοποιοί να αμείβονται για αυτό μαγνητοσκοπούνται ώστε να παρουσιάζονται on demand μετά το πέρας των παραστάσεων. Επιπλέον οι παραστάσεις του θεάτρου προβάλλονται και με υπέρτιτλους στα αγγλικά σε επιλεγμένες ημέρες ή/και με ελληνικούς ώστε να μπορούν να τις παρακολουθήσουν κωφοί θεατές. Ένα στοιχείο σεβασμού σε όλους τους θεατές.

Μετράτε ήδη περισσότερες από τρεις δεκαετίες στο θέατρο. Σε έναν σύντομο απολογισμό ποιοι θα λέγατε ότι είναι οι μεγαλύτεροι σταθμοί σας, γεγονότα και πρόσωπα;

Η καλλιτεχνική μου πορεία ξεκίνησε το 1985 με κάτι πάρα πολύ σημαντικό, το πρώτο μου πάτημα στη σκηνή ως φοιτητής του Εθνικού τότε με μια παράσταση που γράψαμε μόνοι μας, ο Θανάσης Ρέππας, ο Δήμος Μυλωνάς, η Τζόυς Ευείδη και άλλοι, κάνοντας ένα μονόλογο που λεγόταν το «Πασοκάκι». Τραγούδησα, το χάρηκα πολύ, ήταν όλα σαν ένα όνειρο. Αυτό ήταν το ξεκίνημα. Σημαντικό ρόλο έχουν παίξει στη ζωή μου δάσκαλοι που είτε είχα μικρή επαφή μαζί τους, είτε πιο εκτεταμένη και βαθιά, μου έδειξαν ένα δρόμο. Και νομίζω ότι ένα βασικό στοιχείο της καλλιτεχνικότητας είναι να μπορείς να επιστρέφεις στους δασκάλους σου, που ακόμα και με τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες τους, σου έδωσαν κάτι για να καταλάβεις το θέατρο. Παρότι μικρή, ήταν πολύ σημαντική η επιρροή που άσκησε πάνω μου ο Ανδρέας Βουτσινάς με την ευκαιρία που μου έδωσε να πάω στο Actors Studios στη Νέα Υόρκη για ένα χρόνο και να παρακολουθήσω τα μαθήματα εκεί.

Θα έλεγα επίσης ότι θυμάμαι έντονα τη διεισδυτική ματιά του Μίνωα Βολανάκη που με σκηνοθέτησε σε δύο παραστάσεις, ενώ μείζονα ρόλο έπαιξε ο Τάσος Μπαντής και γενικότερα το θέατρο Εμπρός, η επαφή μου δηλαδή με αυτό που ονομάζουμε θέατρο εμβάθυνσης και θέατρο που δεν καμώνεται, δεν παίζει με πρωταγωνιστές, δεν έχει μαρκίζα, τα παρακλάδια και οι επίγονοι δηλαδή του Λευτέρη Βογιατζή. Αυτή η επαφή με έπεισε ότι πρέπει να σταματήσω να κάνω τηλεόραση. Κάτι μέσα μου κλωτσούσε αρκετά έντονα, αλλά επειδή ήταν η εποχή που το ένα σήριαλ έφερνε το άλλο, ήταν η εποχή που ξεκινούσε η ιδιωτική τηλεόραση, δεν είχα το κουράγιο αλλά ούτε και λόγο να το σταματήσω. Ο λόγος ήρθε όταν γνώρισα τον Τάσο Μπαντή. Τότε αποφάσισα να αφοσιωθώ σε αυτό που μου πρότεινε – ο όρος ήταν να σταματήσω την τηλεόραση. Τότε ξεκίνησε η συνεργασία μου με το Εμπρός και τον «Αμερικάνικο Βούβαλο», μια σπουδαία εμπειρία και μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες στο ελληνικό θέατρο, ένα talk of the town για δύο χρόνια με μια πολύ δεμένη ομάδα, δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς, τον Δημήτρη Καταλειφό και τον Γιώργο Κέντρο. Η διπλή ιδιότητα του μεταφραστή και σκηνοθέτη άρχισε να μου αρέσει ακόμα περισσότερο και μου άνοιξε την όρεξη να συνεχίσω.

Μετά την αποπομπή μου από το Εμπρός, γνώρισα τον Στάθη Λιβαθινό και τότε αποφάσισα να ξεκινήσουμε μια δική μας δουλειά. Η πρώτη δουλειά ήταν μια τρομακτική επιτυχία που αρχικά δεν περίμενα, το «Κτήνος στο φεγγάρι» με την Ταμίλλα Κουλίεβα, που μας έδωσε φτερά. Αυτή ήταν η συνεργασία που με έβαλε σε ένα μονοπάτι ακόμα πιο δημιουργικό και έτσι όταν μπόρεσα την επόμενη χρονιά να αποκτήσω το θέατρο Πορεία που ήταν προς πώληση, είχα την ευτυχία να το πάρω και να κάνουμε μια συνολική αναμόρφωση που οδήγησε τελικά στην σημερινή εικόνα του, πάνω κάτω. Δεν ήταν έτσι αλλά αποφασίσαμε να το κάνουμε να μοιάζει με ένα Black Box με μεταβαλλόμενες κερκίδες διατηρώντας την εγγύτητα της σκηνής με τους θεατές. Τότε ξεκίνησε και η δεύτερη φάση της ζωής μου στην Τέχνη που ξεκίνησε το 2000 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Σημαντικότερος ασφαλώς σταθμός, όσον αφορά την εμπέδωση του θεάτρου Πορεία ως πόλο έλξης των θεατρόφιλων, ήταν «Η μεγάλη χίμαιρα». Διότι ήταν μια παράσταση μεγάλης δημοφιλίας που έφερε στο θέατρο κόσμο που ίσως να μην είχε πάει και ποτέ. Ζήσαμε μια πολύ σπάνια εμπειρία που νομίζω ότι άλλαξε και τη συνείδηση του κόσμου για το Πορεία.

Tα βιβλία τι χώρο καταλάμβαναν στη ζωή σας ως μικρός; Η πρώτη σας επαφή με τους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς έγινε στη σχολή ή νωρίτερα;

Πριν έρθει η αρρώστια του διαδικτύου και πριν πιάσουμε στα χέρια μας τα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, το βιβλίο καταλάμβανε ένα σημαντικό μέρος του χρόνου της ζωής μας. Με θυμάμαι ως παιδί τα καλοκαίρια ειδικά, να διαβάζω πάντα ένα μυθιστόρημα. Θυμάμαι μάλιστα την αίσθηση να είμαι σε καθαρά σεντόνια μετά το μπάνιο, να ξαπλώνω στην Άνδρο και να αποκοιμιέμαι με ένα βιβλίο. Αυτή η μάστιγα δυστυχώς έχει επηρεάσει κι εμένα σε σημείο που να σκέφτομαι ποιος είναι αυτός που το έκανε να έχει διαβολικές δυνάμεις. Δεν είναι ότι δεν διαβάζω αλλά οπωσδήποτε έχει μειωθεί η σχέση μου με το βιβλίο. Και το βλέπω και στα παιδιά μου. Η σχέση τους γενικά με το χαρτί είναι δύσκολη.

Μπορεί το θέατρο να γίνει εργαλείο προς όφελος του βιβλίου;

Όλα τα μέσα έχουν τη δυνατότητα να ωθήσουν τους ανθρώπους προς το βιβλίο. Το είδαμε και πρόσφατα με τη «Μεγάλη Χίμαιρα» που από το 2014 μέχρι το 2017 τριπλασίασε τις πωλήσεις της που ήταν και μέχρι τότε υψηλές. Είναι λοιπόν τρομερή η επίδραση που έχει το θέαμα. Αλλά αυτό δε νομίζω ότι αλλάζει την κατάσταση. Η σχέση του ανθρώπου με το βιβλίο εξαρτάται κυρίως από ένα μοντέλο ύπαρξης. Και εδώ επιστρέφουμε στον Ίψεν. Όσο ζούμε έτσι δούλοι και δέσμιοι της τεχνολογίας, της απομόνωσης, του ψέματος δηλαδή κατά βάση, τόσο υποφέρουμε και δεν μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με κάτι πιο πραγματικό.

Πέπη Νικολοπούλου, elculture.gr, 28.11.2022