Μεσημέρι στο Λαγονήσι για τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα, απόγευμα στο θέατρο «Πορεία» για το «Labor», που κάνει πρεμιέρα σήμερα, Τρίτη 3 Μαΐου, και στο φόντο το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Να θυμηθώ να παραγγείλω» (εκδόσεις Μεταίχμιο) που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
«Είμαι στο σημείο μηδέν. Κάνω πεντακόσια πράγματα και είμαι σε μία ηλικία που δεν μπορώ να παρακολουθήσω αυτά που έκανα όταν ήμουν σαράντα χρονών. Από τα τριάντα μέχρι τα πενήντα, επί είκοσι χρόνια, έκανα δύο δουλειές μαζί. Καθημερινά. Τώρα δεν γίνεται. Καταλαβαίνω ότι δεν έχω τις ίδιες αντοχές. Σε όλα τα επίπεδα. Όχι μόνο σωματικά», λέει (ευδιάθετος) με το «καλησπέρα» στο τηλέφωνο.
«… Αυτή τη στιγμή κάνουμε γυρίσματα για την ταινία “Εκεί που ζούμε”, κινηματογραφική μεταφορά του βραβευμένου βιβλίου του Χρίστου Κυθρεώτη. Μία εξαιρετική ταινία, με ένα εξαιρετικό σενάριο, πολύ ωραίο καστ και πρωταγωνιστή τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο. Παίζει ξανά ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης κι εγώ, ο Μάκης Παπαδημητρίου, η Λένα Κιτσοπούλου, η Ναταλία Τσαλίκη -είναι πολλοί. Τα γυρίσματα θα τελειώσουν κατά τις 10 Μαΐου και λογικά, θα κυκλοφορήσει το χειμώνα στους κινηματογράφους -αν υπάρχουν κινηματογράφοι, αν υπάρχει χώρα, αν… Τι να πω, είναι δυστοπικό το περιβάλλον ούτως ή άλλως. Και στο θέατρο κάνουμε ένα εντελώς δυστοπικό έργο, το «Labor» της 30χρονης Ανθής Τσιρούκη, το οποίο σκηνοθετεί η μόλις 26 ετών, Έμιλυ Λουΐζου».
Κάπως έτσι αρχίζει η κουβέντα. Με φόρα. Από το Φεστιβάλ νέου ελληνικού θεατρικού έργου στο Πορεία και τους καλλιτέχνες που ασχολούνται επιχειρηματικά με το θέατρο -«είναι παιδιά της οικογένειας μου που ρισκάρουν τα λίγα χρήματα που έχουν»-, μέχρι το βιβλίο που έγραφε δέκα ολόκληρα χρόνια και την ηρωίδα του Άννα, μία γιατρό κατηγορούμενη για ενεργητική ευθανασία σε ασθενείς της, ο Στέλιος Μάινας μιλά για τις αβεβαιότητες που έρχονται μεγαλώνοντας και ομολογεί: «Έτσι μου ανοίγονται πια τα πράγματα, με ερωτηματικά»
-Πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι δύο καταξιωμένοι ηθοποιοί, όπως εσείς και η Ιωάννα Παππά, πρωταγωνιστείτε σε μία παράσταση νέων ανθρώπων.
Το γεγονός είναι ότι ο Δημήτρης Τάρλοου κάνει τη δουλειά που θα ’πρεπε κανονικά, εμπεριστατωμένα και οργανωμένα, να κάνει η Πολιτεία. Δηλαδή, να ενισχύει και να προγραμματίζει την προώθηση του ελληνικού έργου. Ο Τάρλοου έκανε ένα Εργαστήρι Γραφής, το οποίο διευθύνουν ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης και ο Θανάσης Τριαρίδης που έδωσαν δύο βραβεία. Πρόπερσι αυτά. Λίγο πριν την πανδημία. Τα οποία βραβεία δόθηκαν στο «Labor» και το «Νυχιάνγκ», που υπογράφει μία 20χρονη συγγραφέας και κάνει πρεμιέρα λίγες ημέρες μετά από τη δική μας παράσταση.Το μεγάλο προσόν του Δημήτρη (Τάρλοου) και όσων κάνει στο θέατρο Πορεία είναι ότι δίνει βήμα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Το έκανε για παράδειγμα, με τον Αργύρη Πανταζάρα. Και από όσο ξέρω, η προοπτική του Δημήτρη είναι πάνω - κάτω αυτή: Να ανοίξει το πεδίο. Έχω τεράστια εμπιστοσύνη στους καλλιτέχνες που κάνουν τους επιχειρηματίες γιατί το πληρώνουν πάρα πολύ ακριβά. Αυτό δε, από καταβολής θεάτρου. Από τον Αλέκο Αλεξανδράκη με τη Γαληνέα μέχρι την Κάτια Δανδουλάκη και τον Γιάννη Μπέζο. Έχω εμπιστοσύνη σε όλους τους καλλιτέχνες που ασχολούνται επιχειρηματικά με το θέατρο και επιπλέον, τους πονάω. Γιατί είναι παιδιά της οικογένειας μου, που ρισκάρουν τα λίγα χρήματα που έχουν. Πολλές οι γενιές των ηθοποιών που μόλις έβγαζαν πέντε δραχμές τις έριχναν στο θέατρο. Και δεν το έκαναν από ψώνιο, για να φανούν οι ίδιοι, το έκαναν από αγάπη για τη δουλειά τους.Όσο για την Ιωάννα Παππά, είναι μία μεγάλη ηθοποιός η οποία ρισκάρει, βρίσκεται πάντα στην αιχμή της πρωτοπορίας -επί της ουσίας όμως, όχι επιφανειακά-, αγαπάει πάρα πολύ τη δουλειά της και την ξέρει πάρα πολύ καλά. Από την άλλη, χάρηκα πολύ που γνώρισα στο «Labor» τον Ορέστη Χαλκιά, ο οποίος είναι παιδί παλιών συναδέλφων μου, του Κώστα Χαλκιά και της Όλγας Αλεξανδροπούλου. Δύο καταπληκτικών ηθοποιών που ήμασταν μαζί πριν από σαράντα χρόνια όταν πρωτοξεκίνησα, στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Έμαθα ότι είναι παιδί τους όταν κάναμε πρόβες και είναι συγκινητικό ότι τόσες δεκαετίες μετά παίζω με το παιδί των συναδέλφων μου. Και χαίρομαι για ένα λόγο παραπάνω. Επειδή είναι υπερταλαντούχο, έτσι όπως ακριβώς το λέω, και καταπληκτικό παιδί, που είναι ένας συνδυασμός ελαφρώς σπάνιος.
Το «Labor» είναι μία δυστοπική παραβολή
-Τι αφηγείται το «Labor»;
Είναι μία δυστοπική παραβολή πάνω στην επιβολή μιας μεγαλύτερης γενιάς ή των γονιών, για το πούμε επί της ουσίας, που θέλουν να αποτυπώσουν τον εαυτό τους πάνω στα παιδιά τους. Το στόρι είναι το εξής: Ένα ζευγάρι πλαστικών χειρουργών βρίσκει στην πόρτα του, σε ένα απομονωμένο σπίτι, απροσδιόριστα πού, ένα νεαρό, ο οποίος έχει πάθει αμνησία μετά από ένα τροχαίο. Και προσπαθούν να του εμφυσήσουν την ανάγκη ότι πρέπει να κάνει κάποιες επεμβάσεις για να διορθώσει τα τραύματα του. Και σιγά σιγά διαμορφώνουν την ιδέα να συνεχίσουν τις επεμβάσεις και να τον κάνουν όπως είναι οι ίδιοι. Να μοιάζει μ’ εκείνους. Μεταμορφώνουν δηλαδή, το παιδί αυτό στον εαυτό τους. Όπως κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους. Αυτή είναι η παραβολή. Με μία φοβερή λιτότητα στον λόγο και μία νέα φόρμα, τουλάχιστον αυτό που έχω βιώσει εγώ, από την Έμιλυ Λοΐζου, την εξίσου νεαρή Άλκηστη Πολυχρόνη στην κίνηση και μουσική από την Ειρήνη Σκυλακάκη.
-Αναφέρεστε στη «νέα φόρμα», ωστόσο έχετε δουλέψει με πολλούς, συχνά εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους σκηνοθέτες.
Παρ’ όλα αυτά και για μένα είναι κάτι καινούργιο. Να το πω αλλιώς. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που έχω να κάνω αυτό που λέμε «σωματικό θέατρο». Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να τα καλλιεργείς σε συνεχόμενο χρόνο γιατί σε παρατάνε. Αισθάνομαι λίγο σκουριασμένος, αν θες, όχι στο σώμα, αλλά στην αντίληψη για το σώμα. Αυτό είναι το βασικό.
-Ποιά ήταν η αντίδραση σας όταν πρωτοδιάβασατε το έργο;
Μου άρεσε πάρα πολύ η λιτότητα του και η παραβολή του. Κατά τη γνώμη μου αυτό καθιστά ένα έργο εξαιρετικό. Να λέει πολλά περισσότερα από αυτά που είναι γραμμένα στο χαρτί.
-Πάντα οι γονείς ήθελαν να αποτυπώσουν τον εαυτό τους στα παιδιά τους, ωστόσο έχω την αίσθηση ότι το «Labor» αφορά περισσότερο την εποχή μας. Είναι έτσι;
Η κοινωνία σήμερα είναι δυστοπική. Βεβαίως το έργο αφορά το σήμερα.
-Άρα, η περιβόητη κατανόηση που έχουμε οι γονείς απέναντι στο παιδιά μας είναι λίγο μύθευμα;
Νομίζω ότι είναι επιφανειακή. Δεν είναι απλό να παρακολουθήσεις την πορεία των παιδιών σου. Πρέπει να δώσεις πρωτοβουλίες στα παιδιά σου για να πεις ότι ασχολείσαι μαζί τους. Αλλιώς είναι επιφανειακό. Οι γονείς δεν δίνουμε πρωτοβουλίες εύκολα. Γιατί θέλουμε υποτίθεται να τα προστατεύσουμε.
Το ηθικό δίλημμα της ευθανασίας
-Και το βιβλίο; Γράφτηκε μέσα στην πανδημία;
Το βιβλίο το γράφω δέκα χρόνια. Δοκίμασα να γράψω στη φόρμα του μυθιστορήματος και χαώθηκα. Μπλέχτηκα σε έναν κυκεώνα. Στο μυθιστόρημα, πέρα από ένα σχέδιο για να ακολουθήσεις μία συγκεκριμένη γραμμή, παρασύρεσαι από μικρά γεγονότα που σε βγάζουν από τον άξονα σου κι όταν επιστρέφεις γίνεσαι ξερός, με αποτέλεσμα να μην έχει ενδιαφέρον αυτό που κάνεις και να το πετάς. Έχω σκίσει πάρα πολλές σελίδες, έχω πετάξει περίπου το 60% από ό,τι είχα γράψει. Αυτό που παρέδωσα είναι το 40% της δουλειάς μου.
-Στην πορεία της αφήγησης αναδύεται ένα ευαίσθητο θέμα, η ευθανασία.
Ναι, το ηθικό δίλημμα της ευθανασίας, το οποίο μου το έδωσε ένα πραγματικό γεγονός. Ένας φίλος Ολλανδός υπέγραψε ένα συμβόλαιο ευθανασίας μαζί με τη γυναίκα του όταν διαγνώστηκε με μία σοβαρή ασθένεια. Και μου έκανε εντύπωση γιατί ήταν πολύ ανακουφισμένος και πολύ χαλαρός. Και δεν πέθανε, θεραπεύθηκε, οπότε δεν χρειάστηκε τίποτα από αυτά. Αλλά μου έκανε εντύπωση και μου έδωσε την αφορμή. Το κυριότερο είναι ότι πρόκειται για ένα θέμα πολύ δυνατό. Γιατί δημιουργεί πολλά ηθικά και κοινωνικά ερωτήματα. Κι όταν γράφεις μια ιστορία πρέπει να έχεις μία πολύ ισχυρή βάση.
-Η θέση σας στο θέμα είναι σαφής; Είναι «ναι» ή όχι» ή αφήνετε το ζήτημα ανοιχτό;
Παραμένει ανοιχτό. Γιατί είναι πάρα πολύ βαρύ για την ανθρώπινη φύση. Τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής μένουν αναπάντητα διότι είναι άγνωστο το επέκεινα. Με το επέκεινα συνδέεται το ερώτημα της ευθανασίας. Προς τα πού ευθανασία; Και γιατί; Διανοητικά και ηθικά, εκεί παραπέμπει. Όμως, η ιστορία μου έχει το φορτίο μιας απλής ιστορίας υπαρξιακής αναζήτησης μίας ώριμης γυναίκας, αποφασισμένης και χειραφετημένης, όπως είναι η Άννα, η ηρωίδα μου.
-Υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωής σας που βρεθήκατε μπροστά στην επικείμενη απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και σκεφτήκατε την ευθανασία ως ενδεχόμενο;
Έχουν πεθάνει πάρα πολλοί φίλοι. Δεν προχώρησε κανείς σε ευθανασία. Έχω χάσει πολλούς ανθρώπους. Ο νεαρός Γιάννης, ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου, που χάνει τη ζωή του σε τροχαίο με τη μηχανή, είναι μία πραγματική ιστορία. Και πολλά άλλα. Όταν γράφεις μια ιστορία, ψήγματα αλήθειας γράφεις, άσχετα αν είναι μυθοπλασία.
-Κι οι βεβαιότητες της νεότητας, όταν πριν από τις αναθεωρήσεις είχαμε εκείνη την απίθανη σιγουριά για τα πράγματα;
Μεγαλώνοντας μεγαλώνουν οι αβεβαιότητες μου. Και όχι οι βεβαιότητες μου. Έχω πολλά περισσότερα ερωτηματικά για τη ζωή και για τα πράγματα γύρω μου απ’ ό,τι όταν ήμουν νέος. Τώρα δεν έχω πια βεβαιότητες για τίποτα. Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά στη ζωή. Έτσι μου ανοίγονται πια τα πράγματα, με ερωτηματικά. Αντί δηλαδή να κλείνουν μπροστά μου, τα θέματα ανοίγονται με ερωτηματικά.
-Η ευθανασία ήταν ένα από αυτά;
Στην ευθανασία νομίζεις ότι είναι κάτι απλό. Ότι εντάξει, είναι καλύτερα ο πόνος; Δεν είναι τόσο απλό. Η ανθρώπινη φύση είναι πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμη από ό,τι νομίζαμε νέοι.
-Το καλοκαίρι;
Το καλοκαίρι δεν θα κάνω τίποτα. Θέλω λίγο να ξεκουραστώ. Μεγάλωσα και θέλω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου, την οικογένεια μου, για μένα. Θέλω να αρχίσω να γράφω το νέο μου βιβλίο... Κοίτα, δεν γράφω ένα βιβλίο. Εγώ τουλάχιστον. Έχω γράψει διάφορα πράγματα τα οποία είναι το υλικό μου. Το υλικό το γράφεις μια ζωή. Άσχετα αν το χρησιμοποιήσεις ή όχι. Οι ιδέες μετά προσαρμόζονται. Η υπόθεση της ευθανασίας είναι μία αφορμή. Στο μυαλό μου είχα πάντα μία ηρωίδα η οποία προσπαθεί να αντιληφθεί τη ζωή της. Όλο το υπόλοιπο είναι στολίδια της βασικής ιδέας. Έχω πάρα πολύ υλικό και γι’ αυτό θέλω να ξεκινήσω άμεσα το επόμενο βιβλίο μου.
Ειρήνη Ορφανίδου, huffingtonpost.gr, 3.5.2022
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: Labor