Συναντηθήκαμε με την Αλεξία Καλτσίκη και την Ιωάννα Παππά στο κέντρο τη πόλης, σε ένα γρήγορο διάλειμμά τους από τις πολύωρες πρόβες τους. Είναι και οι δύο από αυτές τις ηθοποιούς σε διαρκή καλλιτεχνική και δημιουργική κίνηση, που μόνο μεταξύ προβών μπορείς να τις συναντήσεις, ειδικά μια τέτοια περίοδο. Το κοινό μεταξύ τους είναι ότι και οι δύο πρωταγωνιστούν σε παραστάσεις που κάνουν πρεμιέρα αυτές τις μέρες στο Θέατρο Πορεία και προέκυψαν από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής. Είναι τα έργα που ξεχώρισαν και τις οδηγούν στο σανίδι με χαρά και όρεξη αφού και οι δύο συμφωνούν ότι υπάρχει χώρος και ανάγκη να μιλήσει και να ανθίσει η σύγχρονη νεοελληνική θεατρική γραφή. Κι αυτή τους η συμμετοχή είναι κάτι παραπάνω από μια έμπρακτη στήριξη σ’ αυτή την πρωτοβουλία του Θεάτρου Πορεία. Όμως έχουν και άλλο ένα κοινό, κι αυτό είναι η Επίδαυρος, στην οποία και οι δύο θα βρεθούν με δύο σπουδαία έργα υπό τη σκηνοθετική επίβλεψη δύο σπουδαίων σκηνοθετών. Στο κέντρο της πόλης, όπου ζουν και εργάζονται, περπατούν, αγαπούν και δημιουργούν, τις συναντήσαμε και εκείνες χάρισαν στις σελίδες μας τα πάντα γύρω από αυτά που σκέφτονται, είναι και κάνουν. Αυτή είναι η Αλεξία Καλτσίκη. Αυτή είναι η Ιωάννα Παππά.
Τι είναι το Φεστιβάλ Νέου Ελληνικού Θεατρικού Έργου στο Θέατρο Πορεία;
Αλ. Καλτσίκη: Εξαρχής όταν μίλησα με το Δημήτρη Τάρλοου γι’ αυτό το φεστιβάλ το 2019, που λόγω Covid είχαν πάει όλα πίσω, το θεώρησα μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία. Είναι σημαντικό ένας ιδιωτικός φορέας να δίνει χώρο έμπρακτα στην ελληνική θεατρική γραφή. Αυτό από μόνο του είναι πολύ σπουδαίο. Οι βασικοί επιβλέποντες ήταν ο Τριαρίδης και ο Χατζηγιαννίδης, κι αυτό το φεστιβάλ φτάνει στο ανέβασμα των παραστάσεων και όχι μόνο στη συγγραφή των κειμένων. Αυτά τα έργα που ανεβαίνουν τώρα είναι αυτά που ξεχώρισαν σ’ αυτή εδώ τη διαδικασία.
Ι. Παππά: Αυτές οι πρωτοβουλίες δίνουν την ευκαιρία σε νέους δημιουργούς, πέρα από την έμπνευση που ήδη έχουν, να τους δοθεί ένα κίνητρο, να υπάρξει ένας στόχος. Να ολοκληρωθεί δηλαδή ένα έργο, να μπει σε μια διαδικασία να κριθεί από μια επιτροπή. Υπάρχει η βράβευση και φυσικά το ανέβασμα του έργου, όπως γίνεται αυτή τη στιγμή με δύο από τα έργα. Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να γεννιούνται νέα έργα. Πέρα από τα θέματα με τα οποία έχει καταπιαστεί το θέατρο ρεπερτορίου, υπάρχει δυστυχώς μια επικαιρότητα που μπορεί να γεννήσει αυτή τη στιγμή πολλά καινούργια έργα. Όχι μόνο μέσα σε ένα κλίμα ζοφερό. Μπορούμε να μιλήσουμε και για όμορφα πράγματα.
Υπάρχει χώρος και λόγος ύπαρξης μια σύγχρονης νεοελληνικής θεατρικής γραφής;
Αλ. Καλτσίκη: Τα τελευταία χρόνια το βλέπω και από τις παραστάσεις που έρχονται, παρατηρώ ότι ακόμα και τα κλασικά έργα δεν ανεβαίνουν πλέον αυτούσια. Παρ’ όλο που εμένα η καταγωγή μου η σκηνική είναι από ανθρώπους που ακόμα και η τελευταία λέξη είναι θησαυρός. Αλλά το θέατρο είναι μια πολύ ζωντανή ιστορία. Συμβαδίζει με την εποχή του αβυσσαλέα. Και οι άνθρωποι που είμαστε μέσα σ’ αυτό οφείλουμε να συνεχίζουμε. Τώρα πώς μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί και πώς μπορούμε να ανθίζουμε σε κάθε εποχή, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Εγώ όμως αυτό το σύμπτωμα το βλέπω. Ακόμα και οι ξένες παραγωγές. Μπορώ να σου πω ότι οι ελληνικές παραγωγές είναι πιο συνεπείς στα κείμενα. Συνέχεια υπάρχουν διασκευές. Και υπάρχει και κάτι πρακτικό. Δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος για να ανέβουν μεγάλα κείμενα, ίσως ούτε και η πνευματική ωριμότητα για να γίνει αυτό. Είναι λοιπόν μια εποχή που υπάρχει ανάγκη να υπάρξει και στην Ελλάδα μια καινούργια θεατρική δραματουργία. Δεν είναι τυχαίο ότι αναδεικνύονται όλο και περισσότερο το θέατρο ντοκουμέντο, το devised theatre. Είναι ένα μετακινούμενο τοπίο και πάντα το θέατρο είναι έτσι. Αυτή τη στιγμή είναι ρευστό, όπως ρευστή είναι και η κατάσταση που ζούμε.
Ι. Παππά: Έχουμε διανύσει μια περίοδο που ήταν κάπως αδρανής συγγραφικά. Οπότε αξίζει πολύ να ενεργοποιηθούμε πάλι ως προς αυτό. Έχουμε μια καταπληκτική γλώσσα. Πέρα του θεάτρου που έχει να κάνει με ρεαλισμό, δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τον λόγο, όπως άλλωστε ξεκινήσαμε στη χώρα μας, δηλαδή και με τον ποιητικό λόγο που χωράει στο θέατρο. Υπάρχει ένα φάσμα πολύ ευρύ. Εγώ κυρίως ως ηθοποιός πάντα είχα την τάση προς το κλασικό ρεπερτόριο. Υπάρχουν όμως έργα σύγχρονα Ελλήνων συγγραφέων που είναι εξαιρετικά και έχω παίξει σε κάποια. Είναι μόνο θετικό το να κρατάμε ζωντανή τη συγγραφή.
Τι μπορείτε να μας πείτε λοιπόν για τα έργα στα οποία πρωταγωνιστείτε;
Αλ. Καλτσίκη: Το «Νυχιάνγκ» είναι ένα έργο που αναδείχθηκε από αυτή τη διαδικασία. Το έχει γράψει η Ευαγγελία Γατσωτή. Ήταν μόλις 18 χρόνων όταν το έγραψε. Διαδραματίζεται στην Κυψέλη, όπου μια αισθητικός, η Αργυρώ, που υποδύομαι εγώ, πηγαίνει στο σπίτι της Κάλλιας, την οποία υποδύεται η Θάλεια Σταματέλου, για να της βάψει τα νύχια. Η Αργυρώ προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στη ζωή της Κάλλιας λόγω μιας πολύ μεγάλης σύνδεσης που έχουν, παρ’ όλο που δεν είναι συγγενείς. Έχουν μια συγγενική-μη συγγενική σχέση και μέσα λοιπόν από αυτή τη διαδικασία των νυχιών προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στην Κάλλια. Αυτό που κινεί την όλη ιστορία είναι ένα αίτημα εμπιστοσύνης. Όταν αποκαλύπτεται αυτό που συμβαίνει, το σύμπαν αυτού του προσώπου, της Αργυρώς γκρεμίζεται. Γκρεμίζεται ο κόσμος της. Είναι μια σκοτεινή κωμωδία.
Ι. Παππά: Το «Labor» που παίζω με τον Στέλιο Μάινα και τον Ορέστη Χαλκιά είναι μια ιστορία λίγο περίεργη αλλά και πολύ ανθρώπινη. Το περίεργο έχει να κάνει με τον χώρο, τον χρόνο και τα πρόσωπα όπως είναι χτισμένα από τη συγγραφέα. Υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Ο χώρος και ο χρόνος είναι απροσδιόριστοι, ούτε τα φύλα έχουν σημασία, ότι δηλαδή είναι ένας άντρας και μια γυναίκα. Μιλάμε για δύο ανθρώπους. Καταλαβαίνουμε ότι έχουν χάσει σε νεαρή ηλικία το παιδί τους. Φέρουν ένα τραύμα και έκτοτε έχουν κλειστεί στον δικό τους μικρόκοσμο. Ήταν πλαστικοί χειρουργοί, με οικονομική άνεση και, όπως όλοι οι βρικόλακες, έχουν καταπληκτικό σπίτι. Γίνεται λοιπόν ένα τροχαίο κάπου απροσδιόριστα κοντά ή μακριά από το σπίτι και εμφανίζεται στην πόρτα τους ένας χτυπημένος νεαρός με αμνησία. Αυτό αμέσως τους βάζει στη διαδικασία να τον βάλουν στο σπίτι τους, να τον φροντίσουν ιατρικά, με επεμβάσεις, που αυτό είναι πιο συμβολικό, γιατί από τη μία σχολιάζει το γήρας, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με την παρέμβαση του γονέα πάνω σε ένα πλάσμα από τη γέννησή του και πώς μεταφέρει τα πάντα πάνω σε ένα παιδί, οδηγώντας σε μια τερατογένεση - εδώ και συμβολικά. Το έργο μιλάει ανθρώπινα πολύ και εμείς το ανακαλύπταμε στην πρόβα σιγά-σιγά.
Επιστρέφετε στη θεατρική σκηνή έπειτα από δύο χρόνια με κλειστά θέατρα και αποκαλύψεις γύρω από το θέατρο. Πώς βιώνετε αυτή την επιστροφή και τι έχει αλλάξει;
Αλ. Καλτσίκη: Θεωρώ πως όλο αυτό που βιώσαμε και που εξακολουθούμε να βιώνουμε έχει αφήσει σε όλους ένα αποτύπωμα που το βλέπω μέσα στην καθημερινότητά μου και το οποίο είναι εκεί και ζωντανό. Εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Με μια υπόγεια βία που υπάρχει. Δεν είναι θέμα του θεάτρου μόνο. Το θέατρο όμως είναι έτσι από τη φύση του. Είναι μια τέχνη που δεν γίνεται μέσα στο εργαστήριο. Είναι πολύ συνυφασμένο με την εποχή του. Γι’ αυτό κι εμείς όταν πεθαίνουμε, πεθάναμε. Όχι μόνο κάθε βράδυ. Είμαστε μια ανάμνηση. Ακόμα και οι πολλοί σπουδαίοι ως ανάμνηση υπάρχουν. Συνομιλούμε απόλυτα με την εποχή μας. Δεν γίνεται διαφορετικά. Το λέω αυτό με δυσκολία, γιατί πρέπει να το αποδεχθείς. Προσπαθώ και εγώ η ίδια να το διαχειριστώ. Άρα αυτούς τους κραδασμούς που ανέφερες, το θέατρο από τη φύση του τους απορροφά και τους λαμβάνει. Αυτό λοιπόν που εμένα με απασχολεί και θεωρώ πως υπήρχε και πριν, αλλά υπάρχει ακόμα πιο έντονα τώρα, και έχει σαφώς να κάνει και με την καραντίνα, είναι ότι έχει αλλάξει η αίσθηση της δουλειάς. Με την έννοια ότι υπάρχει πια με πολύ λίγες εξαιρέσεις και πρέπει να ομολογήσω ότι η «Φαίδρα» σε σκηνοθεσία Καραντζά υπήρξε μία από αυτές, μια παράσταση που διήρκησε σχεδόν δύο χρόνια - αν φανταστείς πότε ξεκινήσαμε, πια είναι ένας αγώνας επιβίωσης. Όταν υπάρχει αγώνας επιβίωσης, δεν υπάρχει χώρος κατά τη γνώμη μου για τέχνη. Τα πράγματα δουλεύονται ερήμην σου. Άρα αν με ρωτάς ποια είναι η διαφορά που εγώ νιώθω, είναι ότι το θέατρο λογοδοτεί εκατό φορές περισσότερο στην αγορά.Ι. Παππά: Επειδή εξακολουθώ να κινούμαι εκεί που κινούμουν και συνεργάζομαι με θέατρα και ανθρώπους που είχα επαφή και μου έχουν τύχει κυρίως περιβάλλοντα στα οποία μπορούσα να είμαι δημιουργική και δεν είχα προβλήματα που ξεπερνούσαν τα όρια, εγώ έχω παραμείνει σ’ αυτό το πλαίσιο. Το καλό όμως που σίγουρα έχει προκύψει είναι ότι αναμφισβήτητα υπάρχει πια μια εγρήγορση και σε σχέση με το πώς κανείς φέρεται στον συνάδελφο αλλά και όταν σου φερθεί κάποιος άσχημα, πόσο γρήγορα είναι πλέον τα αντανακλαστικά. Νομίζω ότι χρειαζόταν αυτή η επιδιόρθωση των αντανακλαστικών απέναντι στις κακές συμπεριφορές. Όταν σε κάποιον δίνεται το κίνητρο να μιλήσει ελεύθερα για κάτι που τον προσβάλλει πολύ και πριν για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να το κάνει, και μόνο αυτό είναι κέρδος. Το θετικό κι αυτό που έχει αλλάξει πλέον είναι ότι δίνεται αυτή η δύναμη σε κάποιον να μιλήσει.
Τα μελλοντικά σας σχέδια;
Αλ. Καλτσίκη: Ξεκινάω με πολλή όρεξη και χαρά πρόβες με τον Δημήτρη Καραντζά για την παράσταση που θα παιχτεί στην Επίδαυρο, τους «Πέρσες».
Ι. Παππά: Το καλοκαίρι παίζουμε στην Επίδαυρο με μια πολύ δυνατή ομάδα την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», ένα έργο στο οποίο έχω ξαναπαίξει άλλο ρόλο και τώρα παίζω την Κλυταιμνήστρα και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Έχω πολλή όρεξη να ξεκινήσει όλο αυτό.
Ποια είναι η σχέση σας με την Αθήνα;
Αλ. Καλτσίκη: Η Αθήνα είναι σαν ξενοδοχείο. Ζούμε όλοι εδώ, αλλά πολλοί λίγοι τη θεωρούν πόλη τους. Ή της φέρονται σαν να μην είναι η πόλη τους, το σπίτι τους. Ζούμε πολλοί εδώ, αλλά πολύ λίγοι την αγαπάμε. Δεν βγάζω έξω τον εαυτό μου. Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ. Αγαπάω τις μεγάλες της αντιφάσεις και οι περιοχές της που μου είναι πολύ οικείες είναι η Καλλιθέα που μεγάλωσα, ο Βύρωνας που ζω τώρα και μου αρέσει πολύ, και το κέντρο. Είναι μια πόλη με πολλές όψεις κι αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο, αλλά είναι εγκληματικά αφρόντιστη.
Ι. Παππά: Είμαι παιδί του κέντρου. Ήρθα το 2003 στα Εξάρχεια και έκτοτε ζω εδώ. Έχουν υπάρξει περίοδοι που είναι μια βρόμικη πόλη. Και τα Εξάρχεια δεν είναι πάντα η ίδια γειτονιά. Έχει αλλάξει τρεις φορές στα χρόνια που είμαι εδώ. Πολύ. Το κέντρο είναι καλό να αναπτυχθεί, αλλά να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του. Να σεβαστούμε το πώς λειτουργούσε μέχρι στιγμής. Αυτό που έχει υπάρξει ιστορικά και που το έχει κάνει η ίδια η γειτονιά και είναι δημιούργημα των ίδιων των κατοίκων και των ανθρώπων, που ζουν βγαίνουν και στηρίζουν το κέντρο, πρέπει να το ακούμε και να το σεβόμαστε. Γιατί οι άνθρωποι δίνουν ζωή στις περιοχές. Και στα Εξάρχεια, που πάει τώρα να γίνει μια αλλαγή, πρέπει να υπάρξει ένας σεβασμός στους ανθρώπους του και στις επιθυμίες τους.
Χρήστος Τζίφας, avgi.gr, 1.5.2022