Οι κινήσεις του Δημήτρη Τάρλοου είναι νευρώδεις, γεμάτες ζωντάνια. H φωνή του αποπνέει μια ήρεμη σιγουριά, καθώς καθοδηγεί τους ηθοποιούς του. Eίναι Κυριακή πρωί και η σκηνή του Θεάτρου Πορεία, αυτής της ανεξάρτητης καλλιτεχνικής νησίδας με το φανατικό κοινό, έχει πλημμυρίσει από τους χάρτινους ήρωες του Μ. Καραγάτση: τον Μίχαλο Ρούση, τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα, τον Μουσταφάμπεη, τον Οθωνα και την Αμαλία, την Ευαγγελία και τη Βαγγελιώ. Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί την παράσταση «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» και λίγες ημέρες πριν τη μεγάλη πρεμιέρα στο Θέατρο Πορεία, «εικονογραφεί» αποκλειστικά για το ΒΗΜagazino επτά σκηνές του έργου. Η παράστασή του είναι βασισμένη στην τριλογία «Ο κόσμος που πεθαίνει» του Μ. Καραγάτση, (αποτελείται από τα μυθιστορήματα «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο» και «Τα στερνά του Μίχαλου») και εκείνος αναμετριέται για μία ακόμη φορά με το έργο του παππού του, ενός παππού που δεν γνώρισε ποτέ (γεννήθηκε έξι χρόνια μετά τον θάνατό του) και στον οποίο δεν διστάζει ακόμα και να στέκεται κριτικά απέναντί του.
Ενα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι και ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης στην τριλογία του αυτή αναμετριέται με τον δικό του προπάππου, τον Κοτζάμπαση Μήτρο Ροδόπουλο, ο οποίος όπως μαρτυρούν και τα βιβλία του Αγώνα προτίμησε να αλλαξοπιστήσει και να γίνει μουσουλμάνος, παρά να σαπίσει στα μπουντρούμια της Τριπόλεως. Ετσι μέσα από τον προπάππου του Μήτρο Ροδόπουλο ο Μ. Καραγάτσης πλάθει τον ήρωά του Μίχαλο Ρούση. Από την αληθινή ιστορία του προγόνου του όμως κρατά μόνο το κομμάτι της εξωμοσίας. Γιατί ο πραγματικός Μήτρος Ροδόπουλος, αντίθετα με τον μυθιστορηματικό ήρωα Μίχαλο Ρούση, ουδέποτε πολέµησε τους Τούρκους. Δεν βρέθηκε ποτέ στα Δερβενάκια ή στο Μανιάκι. Μετά την εξωµοσία μετέβη στην Ιταλία, όπου διέμεινε και επέστρεψε στην Πάτρα µετά το τέλος της Επανάστασης.
Ο Δήμητρης Τάρλοου βέβαια δεν θέλει να στέκεται καθόλου σε βιολογικές συγγένειες. «Οταν σκηνοθετώ δεν σκέπτομαι ποτέ ότι αναμετριέμαι με ένα έργο του παππού μου» λέει εμφατικά. «Παίρνω μία απόσταση από όλα αυτά». Και πράγματι ο ίδιος δεν διεκδίκησε ποτέ το αποκλειστικό προνόμιο της ερμηνείας του Μ. Καραγάτση. Τι και αν οι σπουδαίες παραστάσεις που έχει προσφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου, η «Μεγάλη Χίμαιρα» των 100.000 θεατών ή ο «Γιούγκερμαν», αναδεικνύουν τη λεπτή γονιδιακή γραμμή που μοιάζει να τον συνδέει με τον παππού του; Είναι η γονιδιακή γραμμή μίας καλλιτεχνικής γενναιότητας.
Μια ριζοσπαστική προσέγγιση
Γιατί λοιπόν αποφασίζει να μεταφέρει την τριλογία αυτή του Μ. Καραγάτση σε διασκευή Θανάση Τριαρίδη επί σκηνής στο Θέατρο Πορεία με ένα θίασο 18 ατόμων και ζωντανή μουσική; (υπενθυμίζεται το έργο παίχθηκε για δύο αποκλειστικά διαδικτυακές παραστάσεις live streaming στο Εθνικό Θέατρο). Είναι η αιρετική μάτια του Μ. Καραγάτση πάνω στην Επανάσταση που τον κινητοποιεί; «Ο Μ. Καραγάτσης χρίζει πρωταγωνιστή τον Μίχαλο Ρούση, έναν άνθρωπο που είναι εξωμότης και προδότης και ο οποίος την ίδια στιγμή μπορεί να γίνει ήρωας, έστω και κατά λάθος. Και αυτόν τον άνθρωπο δεν τον περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα. Αντίθετα δίνει την ανθρώπινή του διάσταση. Το ίδιο διαπιστώνουμε και με τους υπόλοιπους ήρωες της Επανάστασης, τον Μακρυγιάννη ή τον Κολοκοτρώνη. Δεν είναι μονοδιάστατοι» αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου και συμπληρώνει: «Ο Κολοκοτρώνης για παράδειγμα είναι ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, ο άνθρωπος που τους οδηγεί στην ελευθερία και ταυτόχρονα είναι ο άνθρωπος που έβαλε την υπογραφή του στην τρομακτική σφαγή των γυναικόπαιδων στην Τρίπολη. “Τι να φοβηθώ;” λέει στον Οθωνα. “Εχω κάνει πολύ χειρότερα από αυτά που φαντάζεστε. Εχω ξεκοιλιάσει. Εχω κόψει καρωτίδες. Εχω βγάλει μάτια”. Το ίδιο και ο Παπαφλέσσας. Είναι ο άνθρωπος που σέρνει εν γνώσει του στον θάνατο 500 άνδρες μόνο και μόνο για να γίνει ήρωας. Μια πράξη ακραίου ναρκισσισμού και τσαρλατανισμού, αλλά και ακραίου ηρωισμού ταυτοχρόνως, ενός συνδυασμού τελικά βαθιά ελληνικού. Και αναρωτιέσαι θα μπορούσε ο Παπαφλέσσας να ανήκει σε άλλη φυλή; Νομίζω πως όχι. Είναι βαθιά ελληνική αυτή η αίσθηση ότι μόνο ήρωας μπορεί να είναι, αλλά και μόνο απατεώνας»
Για τον Δημήτρη Τάρλοου λοιπόν αυτή η ελεγεία του Μ. Καραγάτση με φόντο την Επανάσταση του 1821 πάνω στην ελληνική ψυχή αλλά και τον ανθρώπινο φόβο μάς βοηθά να δούμε από απόσταση τα γεγονότα. «Αλήθεια, δεν θα πρέπει να μας απασχολήσει γιατί για παράδειγμα δεν γιορτάζουμε τη Ναυμαχία του Ναυρίνου που έφερε την τελική μας απελευθέρωση; Γιατί κανείς μας δεν γνωρίζει την ακριβή ημερομηνία που έγινε αυτή η κρίσιμη μάχη που καθόρισε τη μοίρα μας ως έθνος;» διερωτάται. «Πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να είμαστε εκείνοι που πανηγυρίζουμε μόνο εθνικοπατριωτικά το παρελθόν μας. Θα ήθελα να γίνουμε εκείνοι που αναλογίζονται το παρελθόν τους για να πράξουν κάτι καλύτερο στο μέλλον. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να αποκτήσουμε νομίζω μια καλύτερη γνώση αυτού του παρελθόντος. Δεν ωφελεί να συνεχίσουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ούτε με τις περικεφαλαίες του Περικλή, ούτε με αυτές του Κολοκοτρώνη. Μας έχει κάνει κακό και δεν ωφελεί πλέον».
Σκηνικός παραμυθάς
Οι χαρακτήρες λοιπόν του Μ. Καραγάτση είναι ανάγλυφοι στην παράσταση του Δημήτρη Τάρλοου. «Αυτή η ιστορία του Καραγάτση με γοητεύει γιατί καταδεικνύει το κωμικοτραγικό των πραγμάτων: δείχνοντας πως όλοι και όλα µπορεί να είναι και κάτι άλλο από αυτό που φαίνονται. Ο προδότης μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και ήρωας. Και φυσικά υπάρχει πάντα και το ερωτικό στοιχείο, απαραίτητο στον Καραγάτση. Γιατί και εδώ συναντάμε ένα ερωτικό τρίγωνο, εξωφρενικής μάλιστα εμπνεύσεως».
Ο Δημήτρης Τάρλοου λοιπόν δημιουργεί μία παράσταση με σπάνια υλικά. Σκηνικές εικόνες που φέρουν κάτι από τη μαγεία του Καραγκιόζη, από τη γοητεία του Θεόφιλου, αλλά και από τα παραμύθια της Χαλιμάς πάνω στην εμπνευσμένη διασκευή του Θανάση Τριαρίδη που κατάφερε να τιθασεύσει αυτήν την τριλογία- ποταμό. Και ύστερα υπάρχει και η μουσική του Αγγελου Τριαντάφυλλου. Μια ροκ απόδοση της παραδοσιακής μουσικής που κινείται με τεράστια άνεση από την έντεχνη μουσική μέχρι το τσάμικο και από την όπερα Μπερλιόζ μέχρι το ρεμπέτικο.
Την ίδια στιγμή στα πρόσωπα όλων των ηθοποιών παρατηρούμε ένα γκρίζο φευγαλέο σημάδι. «Είναι ίσως το φευγαλέο άγγιγμα της στάχτης του χρόνου» αναφέρει ο Δημήτρης Τάρλοου. «Είναι ίσως το αποτύπωμα της φρίκης του πολέμου ή των βασάνων του έρωτα. Σαν τα πάθη και τα μίση μιας εποχής να καταγράφηκαν στο πρόσωπο των ηρώων. Ακόμη και τα κουστούμια, αν τα προσέξατε, δεν είναι μια πιστή αναπαράσταση εκείνης της εποχής. Είναι η εποχή τους, συν το πέρασμα του χρόνου. Μπορεί να είναι μια μουτζούρα σε μια φουστανέλα ή ένα σκίσιμο. Δεν ήθελα να είναι αυτό που λέμε του κουτιού».
Αναμέτρηση με τον Μ. Καραγάτση
Τελικά ο Μ. Καραγάτσης γιατί εμπνεύστηκε από την ιστορία του προπάππου του Μήτρου Ροδόπουλου (φέρουν σχεδόν το ίδιο όνομα καθώς το πραγματικό όνομα του Μ. Καραγάτση ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος); Και σε ποιο βαθμό δύο άνδρες μοιάζουν μεταξύ τους; «Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση» απαντά ο Δημήτρης Τάρλοου. «Ο ίδιος Μ. Καραγάτσης ενδιαφερόταν για θέματα βιολογικής συνέχειας. Η μητέρα μου (σ.σ. αναφέρεται στη Μαρίνα Καραγάτση) στο βιβλίο της “Το Ευχαριστημένο” βάζει ουσιαστικά τον πατέρα της Μ. Καραγάτση ως ήρωα της να παραδέχεται ότι ούτε και εκείνος υπήρξε ποτέ ο γενναίος των μαχών. Υπήρξε όμως ο γενναίος των βιβλίων. “Υπάρχουν οι γενναίοι στα πεδία των μαχών, υπάρχουν όμως και οι γενναίοι του πνεύματος” λέει. Ο πρόγονος του Μήτρος Ροδόπουλος φοβόταν τον θάνατο και τη μάχη, όπως φοβόταν και ο Μ. Καραγάτσης. Και αυτός ο φόβος ίσως διασχίζει τις γενιές. Για παράδειγμα και εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου στο σχολείο να φοβάται μην τον δείρει κάποιος συμμαθητής του. Ο βιολογικός φόβος λοιπόν μοιάζει να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά - ελπίζω βέβαια και η καλλιτεχνική γενναιότητα».
Ο ίδιος άραγε σκέφτεται να αναμετρηθεί ξανά με κάποιο έργο του παππού του; «Δεν μπορώ να ξέρω ειλικρινά. Αυτά τα πράγματα προκύπτουν ξαφνικά. Ας πούμε βρίσκω πολύ ενδιαφέρον “To δέκα”. Πρόκειται για έναν ποταμό νατουραλισμού σε τέτοιο βαθμό που γίνεται πολύ άγριος. Θα είχε ενδιαφέρον να το επιχειρήσει κάποιος ή έστω να επικοινωνήσει με κάποια επεισόδια. Αν και είναι αφάνταστα δύσκολο… Αλλα ας αφήσουμε αυτήν την κουβέντα. Πραγματικά δεν έχω σκεφθεί απολύτως τίποτα. Αλλωστε δεν θέλω να ασχολούμαι συνέχεια με τον Καραγάτση.., Ηδη για του χρόνου έχουμε προγραμματίσει ένα σπουδαίο έργο του κλασικού ρεπερτορίου “Tο κουκλόσπιτο” του Ιψεν σε νέα μετάφραση. Και εκεί θέλω να επικεντρωθούμε». Αλλά πριν από “Το κουκλόσπιτο” υπάρχει και η πρόκληση της σκηνοθεσίας του “Νυ- χιάνγκ", ενός νέου ελληνικού έργου της 20χρονης Ευαγγελίας Γατσωτή, το οποίο αναδείχθηκε μέσα από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής, που καθοδήγησαν ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης και ο Θανάσης Τριαρίδης. Ανεβαίνει τον προσεχή Μάιο στο Πορεία με δύο υπέροχες ηθοποιούς, την Αλεξία Καλτσίκη και τη Θάλεια Σταματέλου».
ΒΗΜagazino, Έρη Βαρδάκη, 28/11/21
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων:
Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου