Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

27 Οκτωβρίου 2021
Η Μαρία Μαγκανάρη μιλάει για τη «Νύχτα της Ιγκουάνα», ένα από τα λιγότερα γνωστά θεατρικά έργα του Τενεσί Ουίλιαμς
article image
ΑΡΘΡΑ

Σ’ έναν απομακρυσμένο λόφο κάπου στο Μεξικό, το ξενοδοχείο της υπερσεξουαλικής Μαξίν,“Costa Verde”, θα γίνει το καταφύγιο κάποιων περιπλανώμενων ψυχών: ενός αποσχηματισμένου ιερέα -νυν ξεναγού- και μιας ζωγράφου που συνοδεύει τον υπέργηρο ποιητή παππού της. Για λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες παρακολουθούμε τους ήρωες του έργου να έρχονται αντιμέτωποι με τα ζωτικά τους ψεύδη σχετικά με τη Ζωή, τη Θρησκεία, την Αγάπη, ενώ παράλληλα προσπαθούν να βρουν παρηγοριά στην «καλοσύνη των ξένων». Αυτή είναι η ιστορία της «Νύχτας της Ιγκουάνα», ενός από τα λιγότερα παιγμένα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, που σκηνοθετεί η Μαρία Μαγκανάρη στο θέατρο Πορεία έχοντας μαζί της μια σπουδαία ομάδα ηθοποιών: Ιωάννης Παπαζήσης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Σύρμω Κεκέ, Γιώργος Μπινιάρης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Βίκυ Κατσίκα, Πέτρος Μάλαμας.

Ποιες οι σκέψεις της Μαρίας Μαγκανάρη για ένα έργο γραμμένο το 1961 που πραγματεύεται την ιστορία ενός παιδόφιλου πρώην ιερέα; Τι τη δυσκόλεψε αλλά και τι προκάλεσε το ενδιαφέρον της; Και πώς αισθάνεται όταν σκηνοθετεί αλλά δεν παίζει η ίδια στην παράσταση;

Μου έχει συμβεί να βρεθούν λύσεις για παραστάσεις χάρη στα όνειρά μου. Ή μπορεί μέσα από τα όνειρα να ξεκινήσουν ιδέες, από μια εικόνα μέχρι μια φράση. Θυμάμαι στην πρώτη μου σκηνοθεσία στον «Μεσοπόλεμο» επειδή είχα δουλέψει πολύ με ντεκουπάζ, είχε ενεργοποιηθεί μια περιοχή που εντοπίζεται στο μεταίχμιο ύπνου και ξύπνιου δηλαδή όταν ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ. Σε αυτή τη φάση έβλεπα σκηνές από το έργο που ακόμη δεν είχε παρουσιαστεί και ένιωθα σαν κάποια άλλη μέσα μου να μου έδινε οδηγίες, λύσεις και προτάσεις για την παράσταση. Νομίζω ότι λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος πέφτουν οι αντιστάσεις του Εγώ και αναδύεται μια πιο ελεύθερη περιοχή γι’ αυτό πάντα δίπλα στο κομοδίνο έχω μολυβάκι και σημειώνω το πρωί ένα όνειρο, μια σκέψη.

Το άνοιγμα σε αυτό που ονομάζω το πραγματικό μέσα είναι το ζητούμενο. Ό,τι κι αν συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο, τα ερεθίσματα και όσα βλέπουμε-ακούμε υπάρχουν βέβαια στο έργο μας και τη ζωή μας αλλά είναι δευτερεύοντα σε σχέση με κάτι που συνεχώς επανέρχεται γιατί αυτό το συγκεκριμένο κάτι είναι που θες να πεις, αυτό που διαπραγματεύεσαι τη συγκεκριμένη περίοδο ή και γενικότερα. Δεν έχουμε να πούμε και πολλά πράγματα, πιστεύω. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια μοτίβα επανέρχονται. Τώρα που είμαι στην ενδέκατη σκηνοθεσία μου το καταλαβαίνω. Κάποιες φορές προβληματιζόμουν ότι μήπως δεν έχω άλλα εργαλεία και όλο επιστρέφω σε δικά μου μοτίβα. Όμως τελικά αυτά είναι τα εργαλεία μου και αυτή η φωνή που θέλει να μιλήσει.

Νομίζω ότι η μεγαλύτερη μου αγωνία και ανάγκη είναι να δημιουργηθεί μια σκηνική συνθήκη που επιτρέπει να γεννηθεί κάτι, όχι νεκρό αλλά που να δημιουργεί για τους ηθοποιούς μια παγίδα στην οποία μπορούν να πέσουν μέσα και να εκθέσουν κάτι δικό τους που θα συνομιλήσει με κάτι δικό μου που έχει υπαγορευτεί ή ειπωθεί στη διάρκεια της προετοιμασίας του έργου.

Πάντα υπάρχει μια ανάγκη να αποκαλυφθεί, στα έργα που επιλέγω, μια πραγματικότητα πέραν αυτών που λέγονται και συγκεκριμένα στη «Νύχτα της Ιγκουάνα» αυτή η ανάγκη είναι ένα ζήτημα που το θέτει και ο ίδιος ο Τενεσί Ουίλιαμς, ότι δηλαδή υπάρχει και μια άλλη ζωή, η μέσα ζωή. Δημιουργώ, στα έργα που σκηνοθετώ, μια παράλληλη πραγματικότητα στην οποία χωράει ο κόσμος της ποίησης, που συνομιλεί όχι με την αναπαράσταση και τον ρεαλισμό αλλά και με κάτι πέρα από αυτά.  Ίσως γι’ αυτό στη σκηνογραφία των παραστάσεων με τραβάει ό,τι δημιουργεί ρωγμές, κάτι που είναι χειροποίητο και ναϊφ, κάτι που δεν φαίνεται ολόσωστο.

Τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» άρχισα να τη δουλεύω από το 2018. Το συγκεκριμένο έργο είναι ελάχιστα παιγμένο και τώρα καταλαβαίνω γιατί το αποφεύγουν. Το διάλεξα γιατί παρότι σε επίπεδο δραματουργίας και αφήγησης έχει κάποια ελαττώματα ταυτόχρονα αισθανόμουν ότι έχει κάτι που δεν έχει κανένα άλλο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς. Θεωρώ ότι χαρακτηρίζεται από μια αναζήτηση μεταφυσική όμως παράλληλα έχει κι ένα κομμάτι, σχεδόν σκηνικά λειτουργικό, που αφορά το πώς τα βγάζουμε πέρα στη ζωή. Το έργο είναι σαν να πραγματεύεται αυτό το ερώτημα, που μας αφορά στην καθημερινότητα, όχι με όρους εγκεφαλικούς και φιλοσοφικούς, αλλά ανθρώπινους.

Κανένα πρόσωπο του έργου δεν είναι ισορροπημένο και αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που με ενδιέφεραν. Ο κεντρικός ήρωας είναι, θα έλεγε κανείς, αντι-ήρωας καθώς έχει τόσα αρνητικά που σε φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση κι εγώ ως γυναίκα σκηνοθέτιδα έδωσα ακόμη μεγαλύτερη μάχη. Όλοι οι χαρακτήρες του έργου είναι λίγο «κουνημένοι» και βρίσκονται σε μια οριακή στιγμή της ζωής τους. Έχουν βρεθεί όλοι στη ίδια περιοχή, σε ένα ξενοδοχείο σ’ένα λόφο στο Μεξικό,  ψάχνοντας καταφύγιο,  αναζητώντας μια επιστροφή στη μήτρα γιατί οι επιλογές τους έχουν περιοριστεί.

Αυτό ακριβώς, είναι και δικό μου ερώτημα στην καθημερινότητα: ποιες είναι οι επιλογές μου, τι με κάνει ευτυχισμένη, πώς μπορώ να προχωρήσω. Σε αυτό το ξενοδοχείο, το φως και το σκοτάδι, το καλό και το κακό συγχέονται. Δεν μιλάει ο Ουίλιαμς με όρους ηθικούς. Ο Ουίλιαμς λέει «αν μπορέσεις να επικοινωνήσεις με κάποιον υπάρχει περίπτωση να διασωθείς, ακόμη κι αν αυτή η επικοινωνία κρατήσει μια νύχτα».

Ο κεντρικός ήρωας του έργου είναι παιδόφιλος. Είχα ξεκινήσει να δουλεύω το έργο πριν ξεσπάσει το ελληνικό #ΜeΤoo, που εννοείται ότι καλώς συνέβη και συμβαίνει, και η αλήθεια είναι ότι μπήκα σε σκέψεις. Σοκαρίστηκα, έπρεπε να βρω πώς θα διαχειριστώ ένα τέτοιο έργο, ειδικά τώρα που έχει βρεθεί κοινωνικά επιτέλους η τόλμη να ειπωθούν κάποια πράγματα. Είναι μια δύσκολη ισορροπία και εγώ η ίδια έχω αντιφατικά συναισθήματα απέναντι στο κεντρικό πρόσωπο του έργου. Με τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ δεν είχα τέτοια ζητήματα ενώ τώρα πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται τη δική μου θέση απέναντι σε όλα αυτά.  Επίσης, αναρωτιέμαι για το πώς θα προσλάβει το έργο το κοινό.

Τελικά ποια είναι η θέση μου απέναντι στο έργο; Προσπάθησα να δώσω χώρο στα κακοποιημένα κορίτσια, να ακουστούν οι φωνές τους -κάτι που δεν υπάρχει στο αρχικό έργο-, να ακουστούν έστω ως βάρος συνείδησης. Από τη μια υπάρχει το τραύμα και ο ναρκισσισμός του κεντρικού χαρακτήρα και από την άλλη το κακό που έχει κάνει. Αυτό θεωρώ ότι είναι κάτι που πρέπει να δούμε και ο ίδιος ο Ουίλιαμς δεν το έχει βάλει στο πλαίσιο. Δεν το έκανα για να ηθικολογήσω αλλά για να δούμε τη συνολική εικόνα.

Όταν δεν παίζω σε μια παράσταση έχω μεγαλύτερο άγχος γιατί νιώθω σαν να έχω δώσει το παιδί να το προσέχουν κάποιοι άλλοι, οπότε εγώ δεν μπορώ να το σκεπάσω αν κρυώνει στο κρεβάτι του ή να το φροντίσω. Ως σκηνοθέτρια δεν μπορώ να παρέμβω μέσα στην παράσταση. Μου λένε αυτοί που κάθονται δίπλα μου ότι συχνά λέω τα λόγια ενώ την παρακολουθώ, μου φαίνεται πολύ αστείο. Όταν συμμετέχω παίζοντας σε μια παράσταση νιώθω ότι μπορώ κάπως ενεργειακά να επηρεάσω το σύνολο γιατί είμαι μέρος του.

Λίγο πριν ξεκινήσει μια παράσταση στην οποία δεν παίζω νιώθω ότι δεν ξέρω πού ανήκω. Δεν έχω χώρο στο καμαρίνι γιατί δεν ανήκω εκεί, το καμαρίνι ανήκει στους ηθοποιούς. Δεν μπορώ να κάτσω μέσα στο θέατρο γιατί μου φαίνεται περίεργο να μπαίνει το κοινό και να βλέπει τη σκηνοθέτιδα, δεν μπορώ να βγω έξω γιατί θα πρέπει να μιλήσω στους ανθρώπους που περιμένουν να μπουν μέσα και δεν είμαι πάντα σε θέση να το κάνω αυτό, ειδικά τις ημέρες που δεν νιώθω εξωστρεφής˙ αισθάνομαι ότι είναι πιο ωραίο να βλέπεις τους φίλους σου και να πιεις ένα ποτό μαζί τους αφού ολοκληρωθεί η παράσταση. Νιώθω ότι δεν έχω θέση πουθενά, ότι δεν έχω καλά καλά πού να ακουμπήσω την τσάντα μου. Ίσως τελικά γι’ αυτό μ’ αρέσει να παίζω πού και πού.

 Λίνα Ρόκου, elculture, 27.10.2021

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ