Ζούμε σε δύο επίπεδα, το πραγματικό και το φανταστικό. Μα ποιο είναι το πραγματικά πραγματικό;». Αυτό αναρωτιέται ένας ήρωας στο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς «Η νύχτα της Ιγκουάνα», το τελευταίο από τα σημαντικά του, κατά γενική διαπίστωση όσων καλά γνωρίζουν το έργο του σημαντικού Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα. Ένα έργο που σπάνια το βλέπουμε στη σκηνή, ίσως γιατί είναι δύσκολο για όλους να απαντήσουν στο ερώτημα που θέτει ο ήρωας του έργου. Έτσι, μετά την πρώτη παράσταση του Κάρολου Κουν από το Θέατρο Τέχνης το 1963-64, ακολούθησε το ανέβασμα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τον Ανδρέα Βουτσινά το 1991 (παράσταση που έκανε μια σύντομη κάθοδο και στο Εθνικό Θέατρο της Αθήνας την ίδια χρονιά). Επόμενη παράσταση το 2012 στο θέατρο «Αργώ» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν, με τον Βασίλη Μπισμπίκη και την Κερασία Σαμαρά.
Άρα, λίγοι από τους θεατρόφιλους το έχουν δει στη σκηνή. Οι περισσότεροι έχουν εικόνα του έργου από την ομώνυμη ταινία του Τζον Χιούστον (1964), με τους Ρίτσαρντ Μπάρντον, Αβα Γκάρντερ, Ντέμπορα Κερ, κ.ά.
Φέτος, μας το χαρίζει η σκηνοθέτιδα Μαρία Μαγκανάρη στο θέατρο «Πορεία», η οποία υπογράφει τη διασκευή και τη μετάφραση. Μια παράσταση που κόντεψε να γίνει φανταστική ανάμεσα στις καραντίνες, αλλά τελικά έγινε σκηνική πραγματικότητα.
Βρισκόμαστε στο Μεξικό, στην άκρη της θάλασσας, σ’ ένα περίεργο ξενοδοχείο, το Costa Verde, με τα έντονα χρώματα της μεξικάνικης αισθητικής να κυριαρχούν στο χώρο και τα ποτά να περισσεύουν στα τροχήλατα μπαρ. Αυτό το ξενοδοχείο διευθύνει η Μαξίμ Φωλκ (Μαρία Κεχαγιόγλου), μια γυναίκα δυναμική, που αγαπάει τις μικρές απολαύσεις κάθε είδους, που ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους και να τους παρηγορεί γιατί «όλοι χρειαζόμαστε ανθρώπινη επαφή». Εκεί φτάνει, σε κατάσταση υστερίας, ο Λώρενς Σάννον (Ιωάννης Παπαζήσης), ένας πρώην παπάς, που αποσχηματίστηκε επειδή κατηγορήθηκε για αποπλάνηση ανηλίκων και βγάζει το ψωμί κάνοντας τον ξεναγό. Στο πούλμαν που συνοδεύει βρίσκεται μια ομάδα θρησκευόμενων κυριών (ο ρόλος της θρησκείας, ο τρόπος που την αντιλαμβάνεται ο καθένας, τα στερεότυπα που διαμορφώνει στις συμπεριφορές, έχουν σημαντικό ρόλο στο έργο). Ανάμεσα στους επιβάτες του πούλμαν και ένα ακόμη κορίτσι που αποπλανήθηκε από τον Σάννον αλλά καίγεται γι’ αυτόν, αλλά και μια έντονα διαμαρτυρόμενη περιηγήτρια, η Τζούντιθ Φέλοους (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) που απειλεί τον Σάννον και τροφοδοτεί τον πανικό του, τις ενοχές του, το θυμό του και την απελπισία του. Αλλά φτάνουν κι άλλοι περίεργοι άνθρωποι στο Costa Verde, όπως ένας περίεργος γηραιός ποιητής (Γιώργος Μπινιάρης) με την εγγονή του, τη Χάννα Τζελκς (Σύρμω Κεκέ).
Είχε πάει ο Τενεσί Ουίλιαμς σ’ αυτό το ξενοδοχείο στο Μεξικό και, όπως λένε οι πληροφορίες για τη ζωή του, συνάντησε εκεί διάφορους περίεργους ανθρώπους. Ο ίδιος αυτοπαρουσιάζεται μέσω του Λώρενς Σάννον στη «Νύχτα της Ιγκουάνα», με τους δαίμονές του, τα πάθη του, τις φοβίες του, τους εφιάλτες που τον κυνηγούν (τα στοιχειά που παρουσιάζονται στο έργο), με τις αδυσώπητες μνήμες να τον καταδιώκουν, με τη διαρκή του αβεβαιότητα και την εξίσου διαρκή του ανάγκη για τρυφερότητα, κατανόηση, απάγκιο. Και φτιάχνει ένα έργο σπαρακτικό, βάζοντας μέσα πραγματικότητα και φαντασία, μνήμες και παρόν, εφιάλτες και διεξόδους, συμβολισμούς άπειρους.
Η διαρκής δίνη της ζωής και της ψυχής είναι «Η νύχτα της Ιγκουάνα», και μάλλον αυτή η δίνη αποτυπώνεται και στις απανωτές και διαφορετικές γραφές αυτής της ιστορίας, που ξεκίνησε ως διήγημα το 1948, συνέχισε ως μονόπρακτο για να καταλήξει στην τελική μορφή του τρίπρακτου θεατρικού το 1961. Η δίνη της ψυχής και της ζωής του Τενεσί Ουίλιαμς που αναζητά τη γαλήνη και τη συμφιλίωση με τον εαυτό του: «Σπίτι εγώ θεωρώ όταν δύο άνθρωποι μπορούν να συνεννοηθούν. Συναισθηματικό σπίτι».
«Η νύχτα της Ιγκουάνα» είναι ένα έργο που εμπεριέχει όλα σχεδόν τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Πολυεπίπεδο, απαιτητικό στη σκηνική του αποτύπωση. Η Μαρία Μαγκανάρη έστησε ένα σκηνικό που χωρούσε τους συμβολισμούς του συγγραφέα αλλά και το ύφος του μεξικάνικου Costa Verde, είχε στη διάθεσή της τις εξαιρετικές ερμηνείες της Μαρίας Κεχαγιόγλου και της Σύρμως Κεκέ, τους δύο κεντρικούς (και καθοριστικούς για τον Σάννον-Ουίλιαμς) γυναικείους χαρακτήρες, και τον υπέροχο γηραιό ποιητή του Γιώργου Μπινιάρη που πασχίζει να ολοκληρώσει το τελευταίο του ποίημα, αλλά νομίζω ότι διαχειρίστηκε καλύτερα το κομμάτι του πραγματικού και δεν άγγιξε όσο χρειαζόταν το κομμάτι της φαντασίας, με αποτέλεσμα να υπερτερεί η γείωση σ’ αυτό το ιδιαίτερο όσο και γοητευτικό έργο. Ο Λώρενς Σάννον του Ιωάννη Παπαζήση χρειαζόταν μεγαλύτερη εσωτερικότητα στις χαμηλόφωνες σκηνές, η στιφή Τζούντιθ Φέλοους της Δήμητρας Βλαγκοπούλου είχε παραπάνω εξωστρεφή υπερβολή, όπως και η απελπισμένη μικρή ερωτευμένη και αποπλανημένη Σάρλοτ (Βίκυ Κάτσικα) ενώ ωραία ήταν η φιγούρα του Πέδρο (Πέτρος Μάλαμας).
Και η ιγκουάνα; Είναι ένα παρεξηγημένο πλάσμα του ζωικού βασιλείου, που αποζητά απεγνωσμένα την τρυφερότητα και την παρουσία των ανθρώπων, που γίνεται φιλική όταν υπάρχουν αυτά. Στο Costa Verde κάποιος έχει αιχμαλωτίσει μια ιγκουάνα. Η Χάννα πηγαίνει να τη δει. «Πώς σας φάνηκε; Γοητευτική; Ελκυστική;» ρωτάει ο Σάννον. «Όχι, δεν είναι γοητευτικό πλάσμα. Όμως πρέπει να την ελευθερώσουμε» λέει η Χάννα. Οι εφιάλτες και τ’ αγκάθια της ανθρώπινης ψυχής δεν είναι ποτέ γοητευτικά. Όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να ελευθερωθούν.
Όλγα Σελλά, 23.10.2021, AthensVoice
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: