Σ' έναν απομακρυσμένο λόφο κάπου στο Μεξικό, το ξενοδοχείο της υπερσεξουαλικής Μαξίν,“Costa Verde”, θα γίνει το καταφύγιο κάποιων περιπλανώμενων ψυχών: ενός αποσχηματισμένου ιερέα -νυν ξεναγού- και μιας ζωγράφου που συνοδεύει τον υπέργηρο ποιητή παππού της. Για λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες παρακολουθούμε τους ήρωες του έργου να έρχονται αντιμέτωποι με τα ζωτικά τους ψεύδη σχετικά με τη Ζωή, τη Θρησκεία, την Αγάπη, ενώ παράλληλα προσπαθούν να βρουν παρηγοριά στην “καλοσύνη των ξένων”.
Έργο γραμμένο το 1961, «Η Νύχτα της Ιγκουάνα» θεωρείται το τελευταίο μεγάλο έργο του Tennessee Williams. Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί έναν λαμπρό και θλιμμένο επίλογο, καθώς συνοψίζει τους χαρακτήρες και τις αγαπημένες θεματικές όλου του έργου του: μοναξιά και πρόσκαιρες συνευρέσεις, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και ενοχές, αμαρτία και Θεός, το δίπολο σώμα- ψυχή, η μνήμη που βασανίζει, τα παιδικά τραύματα και οι ψυχικές ασθένειες, ο κοινωνικός κανιβαλισμός, οι εξαρτήσεις.
Τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία υπογράφει η Μαρία Μαγκανάρη που μιλά στο iefimerida για την παράσταση και την καρμική της σχέση με το θέατρο και την ομάδα «Κανιγκούντα». «Τα σχεδόν δέκα χρόνια που ήμουν μέλος της ομάδας “Κανιγκούντα” υπήρξαν καθοριστικά σε όλα τα επίπεδα της σχέσης μου με το θέατρο. Όρισαν τη θεατρική ηθική και αισθητική μου, αποκάλυψαν το πολυδιάστατο των ανθρώπινων σχέσεων εντός της θεατρικής εργασίας, μου πρόσφεραν μια πολύτιμη ευκαιρία πειραματισμού και έρευνας πάνω στη θεατρική πράξη- πράγματα που φυλάω μέσα μου σαν θησαυρό.
Στο πλαίσιο της Κανιγκούντα εξάλλου πέρασα από την υποκριτική στη σκηνοθεσία με τον “Μεσοπόλεμο” το 2012, ακούγοντας μια βαθύτερη ανάγκη που παραμένει ζωντανή ως σήμερα. Έκτοτε, και μετά από δέκα σκηνοθεσίες, ανακαλώ, για διαφορετικούς λόγους, πολλές καθοριστικές στιγμές: “Το Θηρίο στη ζούγκλα” που ήταν η πρώτη παράσταση που έγινε με το νέο σχήμα που φτιάξαμε (την Προτσές), τη “Φθινοπωρινή Σονάτα” που ολοκληρώθηκε με εμένα ήδη έγκυο στον γιο μου, τους “Παραθεριστές”, όπου δούλεψα εξολοκλήρου με ηθοποιούς με τους οποίους δεν είχα ξανασυνεργαστεί. Τον “Θείο Βάνια” που ήρθε σαν δώρο, μέσα από πολλές δυσκολίες να μας δώσει ευρύτερη αποδοχή και αγάπη, μα και το “Τραγούδι της κυρα-Δομνίτσας” που πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη απαγορεύσεων και φόβου λόγω της πανδημίας.
Ενα έργο στο Πορεία που συνδέεται με συναισθήματα όπως η στέρηση, ο αλκοολισμός, η παράνοια, η απελπισία. Πώς στήσατε την παράσταση, υπάρχει συσχέτιση με ηρωες της καθημερινότητας;
«Στο συγκεκριμένο έργο με συγκινεί η αδυναμία σχεδόν όλων των προσώπων να φέρουν σε ισορροπία το σώμα με το πνεύμα τους- να “ενοποιήσουν”, θα λέγαμε, την ψυχή τους. Γι'αυτό και είναι ανήσυχοι και δυστυχείς. Και παρότι δεν ταυτίζομαι με τα πάθη τους, συνδέομαι απόλυτα με τον πόνο τους, με τον αγώνα που δίνουν λόγω της ισορροπίας που τους λείπει.
Η “ Νύχτα της Ιγκουάνα” εκτυλίσσεται σε έναν τόπο όπου η φύση είναι κυρίαρχη (το μόνο έργο του Ουίλλιαμς που κάνει κάτι τέτοιο)- μια Εδέμ που προσπαθεί ν'ανακουφίσει ψυχικά τους τραυματισμένους ή και ανάπηρους επισκέπτες της. Ο Ουίλλιαμς αποθεώνει την ανθρώπινη επικοινωνία (έστω και της μίας βραδιάς), θεωρώντας την ως την μόνη ελπίδα σωτηρίας. Μόνη περίπτωση σωτηρίας για τον Σάννον, τον κεντρικό ήρωα, είναι η επαφή: αν ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα τον αγγίξει πραγματικά, σωματικά και ψυχικά, υπάρχει ακόμα ελπίδα- πόσο συγκινητικό να διαπραγματεύεσαι κάτι τέτοιο σε μια ιστορική περίοδο όπου, πρακτικά, έχει απαγορευτεί το άγγιγμα! Οι πρόβες μας λειτουργούν θεραπευτικά και για εμάς, μέσα σε μια τέτοια συγκυρία».
«Κανείς δεν ξέρει πώς θα ανταποκριθεί το θέατρο στην πανδημία»
« Όλοι με κάποιον τρόπο νιώθουμε πως πολλά πράγματα αλλάζουν σε παγκόσμια κλίμακα και σε πολλά επίπεδα τελευταία- αυτό που συμβαίνει στη Φύση και στο κλίμα είναι τουλάχιστον ενδεικτικό. Η πανδημίες, οι αλλαγές στις οικονομικές σχέσεις, η τηλεργασία, η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι πράγματα πρωτόγνωρα που φαίνεται πως θα μας καθορίσουν και στο μέλλον. Κανείς δεν ξέρει πώς θα ανταποκριθεί το θέατρο ως συνθήκη και πρακτική σε όλα αυτά.
Ως κατεξοχήν τέχνη της ανθρώπινης επικοινωνίας και ως εν δυνάμει τόπος του απρόοπτου, θα είναι πάντα ένας “επικίνδυνος” χώρος. Τον οποίον όμως, πιστεύω, οι άνθρωποι θα εξακολουθήσουν ν' αναζητούν- ίσως και περισσότερο από πριν. Τον τελευταίο καιρό ακούω συνεχώς από ανθρώπους που συναντώ πόσο δυστυχείς τους έκαναν τα κλειστά θέατρα».
Μαρία Μαγκανάρη: Ο λόγος που κάνω θέατρο
«Κάθε φορά που σκηνοθετώ δίνω, στην πραγματικότητα, χώρο στους βαθύτερους πόθους μου μα και στα προσωπικά μου τραύματα. Οι επιλογές μου γίνονται μόνο από επιθυμία. Αν λείπει αυτό δεν μπορώ να λειτουργήσω. Ο μόνος λόγος που ασχολούμαι με το θέατρο, μια εργασία εξαιρετικά κοπιαστική και αγχωτική, είναι για να συνδέομαι: με το έργο, με τον εαυτό μου και κυρίως με τους άλλους ανθρώπους- ηθοποιούς και συνεργάτες. Θέλω πάντα να διατηρώ την ψευδαίσθηση πως υπάρχει έστω και κάτι ελάχιστο σε κάθε έργο που δουλεύω, που το έχω ανακαλύψει μόνο εγώ.
Βρίσκω συναρπαστική τη στιγμή που εγκαταλείπω τη μοναχική εργασία προετοιμασίας και ξεκινάμε τις πρόβες. Έχω μεγάλη αγωνία για την ομάδα που κάθε φορά δημιουργείται, ποιες θα είναι οι δυναμικές και οι ανάγκες της. Και σε αυτό το κομμάτι προσπαθώ να εξελίσσομαι. Προσπαθώ να είμαι ανοιχτή και να ακούω πραγματικά τους άλλους- να είμαι ανοιχτή στην τυχαιότητα της πρόβας, σε κάτι που θα έρθει και θα ανατρέψει αυτά που έχω προαποφασίσει. Όλα αυτά είναι ένας διαρκής αγώνας, που δεν σημαίνει φυσικά πως πετυχαίνει πάντα!»«Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποια είναι η “πραγματική” πραγματικότητα! Αυτό που λέμε ή αυτό που κρύβουμε; Αυτό που πράττουμε ή αυτό που φαντασιωνόμαστε; Αυτό που νομίζουμε πως είμαστε ή αυτό που υπάρχει στο βάθος, εκεί όπου δεν τολμούμε να κοιτάξουμε; Ένα σωρό μικρά πραγματάκια, κάτι που νιώσαμε μαζί με έναν άλλον άνθρωπο και δεν μπήκε ποτέ σε λόγια, έχει συμβεί; Συγκροτεί μια “άλλη” πραγματικότητα; Νομίζω πως αυτά όλα είναι υλικά με τα οποία δουλεύουμε στο θέατρο, για αυτό και η τέχνη μας μπορεί να φτιάξει πραγματικότητες, εφήμερες μεν, αλλά πιο αληθινές από τις “πραγματικές”».
Την άνοιξη θα δούμε δουλειά σας στο Εθνικό θέατρο, θα ανεβάσετε Λόρκα.
«Πριν από μερικά χρόνια μου έγινε φανερή η επιθυμία να ασχολήθω με συγγραφείς που θεωρούμε κλασικούς. Τον Τσέχωφ, τον Ίψεν, και τώρα τον Ουίλλιαμς και τον Λόρκα (τέλη Ιανουαρίου θ'ανέβει ο “Ματωμένος Γάμος”). Είναι πολύ γόνιμο, νομίζω, το πέρασμα απο το έργο του ενός στο έργο του άλλου. Ειδικά τώρα, καθώς ο Ουίλλιαμς και ο Λόρκα είναι δύο συγγραφείς που βρίσκονται τόσο κοντά, μα και τόσο μακριά! Η στάση τους, για παράδειγμα, απέναντι στη θηλυκότητα- κάτι που με απασχολεί πολύ- είναι εντελώς διαφορετική».
iefimerida.gr, 19.10.2021
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: