H τελευταία από τις δέκα παραστάσεις των φετινών Επιδαυρίων έριξε αυλαία την Κυριακή 22 Αυγούστου, κλείνοντας με τον καλύτερο τρόπο το Φεστιβάλ Επιδαύρου, που είχε μεν να επιδείξει έναν μεγάλο αριθμό παραστάσεων σε ό,τι αφορά τις ελληνικές παραγωγές -δέκα-, για να ισορροπήσει προφανώς τα περυσινά κουτσουρεμένα Επιδαύρια, αλλά ελάχιστες από αυτές άφησαν ένα αξιόλογο και αξιομνημόνευτο καλλιτεχνικό στίγμα
Ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου και του Άρη Μπινιάρη ανήκει στις πολύ καλές στιγμές του Φεστιβάλ Επιδαύρου για φέτος. Και σίγουρα σ' εκείνες που προσέλκυσαν και μεγάλο αριθμό κοινού. Η πρεμιέρα του, την περασμένη Παρασκευή, ήταν η πιο πολυπληθής σε θεατές Παρασκευή (περισσότερα από 4.000 άτομα), από τις επτά Παρασκευές που βρέθηκα φέτος στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου, ενώ η παράσταση του Σαββάτου ήταν sold out με βάση την επιτρεπόμενη πληρότητα.
Τρεις μαύροι, τεράστιοι, αλύγιστοι, σκληροί και αφιλόξενοι πέτρινοι στύλοι, είναι το σκηνικό, η «κατοικία» του αλυσοδομένου Προμηθέα (Γιάννης Στάνκογλου), που θα φτάσει σε λίγο εκεί, για να δεθεί πάνω στον έναν από αυτούς από τον απελπισμένο γι' αυτό που διατάχτηκε να κάνει Ήφαιστο (Δαυίδ Μαλτέζε). Εκεί επέλεξε ο Δίας (η απόλυτη και ανάλγητη εξουσία θεών και ανθρώπων) να τιμωρήσει ανελέητα έναν άνθρωπο («τον σοφό τον ανόητο») που ήθελε να προσφέρει στους ανθρώπους τα μέσα για να προοδεύσουν, να δημιουργήσουν, να «κάνουν τέχνη τη ζωή».
Και σ' αυτό το λιτό αλλά εξαιρετικά εύγλωττο σκηνικό πλαίσιο στήνει ο Άρης Μπινιάρης την πάλη του καλού με το κακό, της ανάλγητης εξουσίας με τον ανθρωπισμό, της βίας με τη δημιουργική σκέψη, της επιβολής με τη διάθεση για ελευθερία. Και διαχωρίζει εξαρχής τους καλούς και τους κακούς, με τα κοστούμια, με τους φωτισμούς, με την εκφορά του λόγου τους. Ο Προμηθέας και οι Ωκεανίδες, οι μόνες που του παραστέκονται και τον συμμερίζονται («στενάζω γιατί πονάω, και πονάω γιατί συμπόνεσα»), μαζί με τον Ήφαιστο, είναι οι μόνες γήινες μορφές, είναι οικείες, προσιτές, κάποιοι από μας, κάποιοι σαν εμάς. Ο Ωκεανός (Αλέκος Συσσοβίτης), που ενσαρκώνει όσους δεν θα φέρουν ποτέ αντίρρηση σε οποιαδήποτε εξουσία, αντιθέτως θα επιδιώξουν να ωφεληθούν όσο γίνεται με ποταπούς τρόπους, ο Ερμής (Ιωάννης Παπαζήσης), ένας αγγελιοφόρος-στυγνός υπάλληλος της εξουσίας που τον αποστέλλει για διαπραγμάτευση, το Κράτος (Άρης Μπινιάρης) και η Βία (Κωνσταντίνος Γεωργαλής) είναι αλλούτερα όντα, τρομακτικά ή γκροτέσκο. Το ίδιο και η δυστυχισμένη Ιώ (Ηρώ Μπέζου) που παρά τη θέλησή της δεν έχει πια ανθρώπινη μορφή, έχει όμως ανθρώπινη φωνή και βαθιά ενσυναίσθηση.
Ηταν ασφαλώς μια συνειδητή επιλογή να διαχωρίσει τόσο απόλυτα και έντονα τα πρόσωπα της τραγωδίας και όσα πρεσβεύουν και συμβολίζουν, δίνοντας έναν μανιχαϊστικό τόνο στη σκηνική του ανάγνωση. Και ταυτόχρονα πέρασε στο κοίλον, με κάθε θεατρικό μέσον, όλα τα συναισθήματα που πηγάζουν από αυτό το πάντα συναρπαστικό αισχύλειο κείμενο: τη σκληρότητα, την απελπισία, τη φρίκη, τη συντριβή, την ποταπότητα, τον χλευασμό, την ελπίδα, και, κυρίως, την αδικία που υφίσταται ο Προμηθέας, που μόνο με ήττα δεν φαντάζει. Ο Προμηθέας είναι καθηλωμένος, αλλά είναι όρθιος και πιο ψηλά απ' όλους. Ξεχωρίζει, μάχεται, συλλογιέται, πιστεύει.
Ο Άρης Μπινιάρης έστησε, με τον δικό του γνώριμο τρόπο, με πολλή δουλειά και άλλη τόση επιμονή στην κάθε λεπτομέρεια, ένα σκηνικό φρίκης, άγχους, ένα θρίλερ κι έναν σπαραγμό αλλά την ίδια στιγμή και την ελπίδα της ανυπότακτης μαχητικότητας απέναντι στην αδικία και τον παραλογισμό.
Συμπαραστάτες του ισότιμοι σ' αυτή την παράσταση ήταν ο Γιώργος Μπλάνας και η μετάφρασή του, ο Αλέκος Αναστασίου και οι φωτισμοί του (εκείνη η σκιά του Προμηθέα πάνω στο δέντρο που υψώνεται πέρα απ' το άνω Διάζωμα ήταν μια ευφυής και συναρπαστική υπογράμμιση του μεγαλείου των Προμηθέων), ο Φώτης Σιώτας και οι νότες του, η Μαγδαληνή Αυγερινού με τα σκηνικά της και κυρίως ο ηθοποιός που ερμήνευσε τον ρόλο του Προμηθέα. Ο Γιάννης Στάνκογλου, σίγουρα στην καλύτερη στιγμή του, και νομίζω η καλύτερη ερμηνεία του ρόλου απ' όσες έχω δει (και έχω δει κάμποσες φορές την τραγωδία) είχε γενναιότητα, ευαισθησία, συντριβή, μαχητικότητα, απελπισία, πείσμα και πίστη στις ιδέες του, όραμα. Ήταν ένας μαχόμενος και μαχητής ηττημένος. Και ήταν καθηλωτικός σε κάθε απόχρωση αυτών των συναισθημάτων. Η Ηρώ Μπέζου απέδωσε θαυμάσια, σωματικά και υποκριτικά, μια απελπισμένη γυναίκα, που βρίσκει παρηγοριά και «νόημα» μακροπρόσθεσμο στην τιμωρία της, από έναν άλλο τιμωρημένο και καταδικασμένο από την εξουσία των θεών. Ο χορός είχε τον ρόλο εκείνων που βλέπουν τη θυσία, συμπαρίστανται χωρίς να μπορούν να κάνουν πολλά, αναρωτιούνται, σκέφτονται, προβλέπουν, θρηνούν, υποφέρουν. Ο Δαυίδ Μαλτέζε ως Ήφαιστος απέδωσε την αδυναμία (σχεδόν την κακομοιριά) όσων δεν μπορούν και δεν αντέχουν να αντιδράσουν σε κάτι που θεωρούν άδικο και φρικτό. Ο Ιωάννης Παπαζήσης ως Ερμής έδειξε την αλαζονεία και την έπαρση ενός υπαλλήλου, που απλώς τα έχει καλά με το αφεντικό. Ο Ωκεανός του Αλέκου Συσσοβίτη είχε μια παραπάνω υπερβολή στην ερμηνεία του και στην εκφορά του λόγου, ενώ το Κράτος του Αρη Μπινιάρη και η Βία του Κωνσταντίνου Γεωργαλή είχαν τον απαιτούμενο ζόφο. Το μόνο πρόβλημα, στην παράσταση της Παρασκευής τουλάχιστον, ήταν ο ήχος σε κάποιες στιγμές της παράστασης,
Ο Άρης Μπινιάρης έδειξε με θεατρικό και μουσικό τρόπο τη μοναξιά όσων αντιστέκονται και ελπίζουν, όσων αντιδρούν και ονειρεύονται. Τη μοναχική διαδρομή τους, το κόστος που καλούνται να πληρώσουν. Ίσως γι' αυτό εκείνη η φράση του Αισχύλου «το μέλλον δεν ανήκει στη βία, στη λογική ανήκει», ακούστηκε σαν απελπισμένη προσευχή στον κόσμο του 2021.
Όλγα Σελλά, Athens Voice, 23.8.2021
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: https://poreiatheatre.com/plays/promh8eas-desmwths-2022/