Τη θυμάμαι σε μια από τις πρώτες της παραστάσεις, που συνέπεσε με τα πρώτα χρόνια μου στη δημοσιογραφία. Ήταν μια περφόρμανς του Μπάμπη Γαλιατσάτου με τίτλο «All yesterday's parties». Ένα χρόνο αργότερα κλέβει την παράσταση στη «Μητέρα του σκύλου», που σκηνοθέτησε ο Νικίτας Μιλιβόγεβιτς στο Εθνικό Θεάτρο. Έκτοτε, η Ηρώ Μπέζου έχει ακολουθήσει μια αξιοζήλευτη θεατρική αλλά και κινηματογραφική διαδρομή και το 2019 κερδίζει, ίσως καθυστερημένα, το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη».
Παιδί διάσημων ηθοποιών, η Ηρώ κατάφερε να ακολουθήσει τη δική της ξεχωριστή πορεία και να αποδείξει ότι πολλές φορές το μήλο όχι μόνο πέφτει κάτω από τη μηλιά, αλλά φτάνει και λίγο παραπέρα, καρποφορώντας νέους ζουμερούς καρπούς.
Αυτή την περίοδο, βρίσκεται στην Μεγαλόνησο, όπου θα κάνει πρεμιέρα με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, μια συμπαραγωγή του Θεάτρου Πορεία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης. Η ίδια ερμηνεύει την Ιώ και από τη γεύση που πήραμε οι δημοσιογράφοι από μια ανοιχτή πρόβα της παράστασης, οι προσδοκίες μας έχουν φτάσει ήδη πολύ ψηλά.
Η Ηρώ μου μίλησε για την Ιώ της που ακροβατεί σε ξυλοπόδαρα,την πρώτη της συγγραφική και σκηνοθετική απόπειρα που αναμένεται να δούμε στο Θέατρο Τέχνης αλλά και το « χρέος που έχει κάθε θηλυκή ύπαρξη ανά τους αιώνες να ικανοποιεί τον πόθο των ανδρών»...
Σε παρακολουθήσαμε στην ανοιχτή πρόβα να κάνεις κάτι ιδιαίτερα απαιτητικό. Πώς αντέδρασες όταν άκουσες από τον Άρη Μπινιάρη ότι η Ιώ θα είναι πάνω σε... ξυλοπόδαρα;
Το είχα πληροφορηθεί ήδη από πέρσι. Η αλήθεια είναι ότι με φόβισε λιγάκι αλλά είναι η πρώτη φορά που μου ζητείται να αποκτήσω μια δεξιότητα για τις ανάγκες μιας δουλειάς και μ' άρεσε η ιδέα. Επίσης, ο Άρης είναι καλός δάσκαλος και το έκανε να φαίνεται εύκολο.
Πρακτικά, πόσο δύσκολο είναι να εκφέρεις λόγο ακροβατώντας;
Όχι τόσο όσο ακούγεται. Άλλωστε δεν ισορροπώ πλέον στα δύο, αλλά στα τέσσερα, όπως είδατε, συν του ότι δεν βρίσκομαι πολύ ψηλά. Κάναμε πολλούς μήνες εξάσκηση, οπότε συνήθισα και ομολογώ ότι δεν με αποσπά από τη σχέση μου με το κείμενο. Άλλωστε, η σωματικότητα που προκύπτει από αυτό το δεδομένο είναι πλέον θεμελιώδες κομμάτι της υποκριτικής μου λειτουργίας στην παράσταση.
Ο Άρης Μπινιάρης μίλησε για την Αισχύλεια τραγωδία, τοποθετώντας στο επίκεντρό της τη φράση της Ιούς, «Ο Δίας με αποκτήνωσε γιατί με πόθησε». Τραγική ειρωνεία, την ίδια ώρα ομολογούσε τον φόνο της γυναίκας του, ο δράστης στα Γλυκά Νερά. Πώς αποκωδικοποιείς μέσα σου τη φράση;
Το έργο εστιάζει στη βία της εξουσίας, στην ασφυκτική, αδιέξοδη συνειδητοποίηση ότι «ο Δίας δίχως νόμους κυβερνά». Η εμφάνιση της Ιούς επικυρώνει αυτήν την χωρίς όρια δύναμη του τυράννου πάνω στους θνητούς. Η ηρωίδα τιμωρείται για την θηλυκή της φύση και «αποκτηνώνεται», στερείται δηλαδή τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της. Στερείται το ανθρώπινο σώμα, στερείται την πνευματική της διαύγεια, τη δύναμη πάνω στο ίδιο της το πνεύμα, ούσα πλέον στο έλεος του οίστρου. Στερείται την ταυτότητά της, εν ολίγοις. Δυστυχώς, η διαχρονικότητα του μύθου έγκειται κυρίως στην ενοχή που φορτώνεται το γυναικείο φύλο, στο χρέος που έχει κάθε θηλυκή ύπαρξη ανά τους αιώνες να ικανοποιεί τον πόθο των ανδρών, απολογούμενη ταυτόχρονα γι’ αυτό και αρνούμενη την όποια δική της ερωτική επιθυμία. Με λίγα λόγια, στον τρόμο που γεννά παντού και πάντα η ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Πιστεύεις ότι θα πάψει να υπάρχει κάποτε αυτό «το χρέος»;
Θεωρώ ότι κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει αλλά αργεί πολύ αυτή η εποχή. Νομίζω, δηλαδή, ότι δεν θα ζούμε εμείς να το δούμε. Όχι γιατί δεν πιάνουν τόπο οι κινήσεις που γίνονται παγκοσμίως, κυρίως στον δυτικό κόσμο αλλά, επειδή πιστεύω ότι είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε βάθος, στη ρίζα του. Γίνονται κάποια βήματα, που αργότερα θα θεωρηθούν καθοριστικά αλλά δεν νομίζω ότι θα μας απαλλάξουν από αυτό το χρέος. Νομίζω ότι προς το παρόν, λύνεται πιο επιφανειακά το ζήτημα και κυρίως μ’ ό,τι έχει να κάνει με το αποτέλεσμα αυτής της στάσης, όπως είναι οι συμπεριφορές και τα γεγονότα. Θέλω, όμως, να πιστεύω ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, η γυναίκα θα αποφορτιστεί από αυτό το βάρος.
Βρίσκεις κοινά σημεία με την Ιώ, μια νέα γυναίκα σαν εσένα;
Είναι πολύ μεγάλη η απόσταση που μας χωρίζει από αυτά τα πρόσωπα, είναι μύθοι, είναι οι ήρωες που διαβάζαμε μικροί στα βιβλία μυθολογίας και έδιναν ώθηση στην φαντασία μας να οργιάσει. Φυσικά ο πόνος, η μοναξιά, το αίσθημα της αδικίας, είναι κοινοί τόποι για όλους τους ανθρώπους. Όπως και η απόγνωση που κρύβει το μεγάλο ερώτημα, «το δικό μου μαρτύριο πώς θα τελειώσει;». Ανοίγουν μια πόρτα για να συνδεθείς, έστω στιγμιαία, με μια ηρωίδα που υφίσταται το αδιανόητο.
Υπάρχει κάποια ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας που θα ήθελες να παίξεις στο μέλλον;
Δεν είναι εύκολο να καταπιάνεσαι με τέτοια κείμενα και ρόλους. Θα ήθελα να συνεργάζομαι με σκηνοθέτες που μπορούν να με βοηθήσουν να προσεγγίσω αυτά τα μεγέθη, όχι να παίξω ρόλους για να μπουν στο βιογραφικό μου. Όσο γοητευτικοί κι αν είναι.
Είναι η δεύτερη φορά μετά το “Ξύπνα Βασίλη” που συνεργάζεσαι με τον Άρη Μπινιάρη σ’ ένα τελείως διαφορετικό θεατρικό είδος. Πώς είναι η συνεργασία σας;
Είναι πολύ απελευθερωτικό και διεγερτικό για μένα το πλαίσιο που θέτει ο Άρης. Δημιουργεί σαφή όρια, ένα πολύ ισχυρό ηχητικό τοπίο και πάνω εκεί σου δίνει την ελευθερία να κινηθείς ακολουθώντας λιγότερο τη λογική και περισσότερο το ένστικτο, θα έλεγα. Η δόνηση που προκαλείται από τον διάλογο με τον ήχο, ξυπνάει μια λειτουργία όχι τόσο διανοητική, ενεργοποιεί κάτι θυμικό, το οποίο σε κείμενα όπως αυτό του Αισχύλου βοηθάει πάρα πολύ- δεδομένου ότι τα μεγέθη και οι καταστάσεις αυτές είναι κυριολεκτικά ασύλληπτες μέσα από τον δρόμο της λογικής.
Ετοιμάζεις την πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά. Πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη;
Μέσα από την ανάγκη να ανέβει το έργο που έγραψα. Δεν θα ήθελα να το αναθέσω εξ ολοκλήρου σε κάποιον άλλον, μιας και είχα πολύ ισχυρή άποψη γι αυτό, και δεν θ’ άντεχα να απέχω από τη δημιουργική διαδικασία. Αλλά δεν θα μπορούσα να το σκηνοθετήσω μόνη μου, χωρίς τον Γιάννη Παπαδόπουλο. Η σκηνοθεσία δεν με ενδιέφερε ποτέ ως τώρα, άλλωστε θεωρώ ότι είναι ένα ξεχωριστό ταλέντο. Όταν όμως έχεις κάτι να πεις, καλό είναι να το πεις.
Ποιο είναι αυτό το ξεχωριστό ταλέντο που έχει ανάγκη ένας καλός σκηνοθέτης;
Νομίζω ότι έχει να κάνει, κυρίως, μ’ έναν τρόπο να βλέπει τον κόσμο διαφορετικά. Να μπορεί να φανταστεί και να πλάσει έναν κόσμο αισθητικά, υποκριτικά και εικαστικά. Σίγουρα είναι σημαντικό να μπορεί να επικοινωνεί με τους ηθοποιούς, να έχει μεταδοτικότητα αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ευθύνη που έχει. Οι σημαντικοί σκηνοθέτες είναι αυτοί που έχουν μέσα τους ένα κόσμο ανοιχτό στη φαντασία και θέλουν να τον παρουσιάσουν στους ανθρώπους. Γεγονός που έχει να κάνει πολύ με την αισθητική αλλά και το εικαστικό κομμάτι, με το οποίο εγώ δεν έχω κάποια σύνδεση, τουλάχιστον ακόμα.
Παρ’ όλα δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να σκηνοθετούν μόνο όσοι έχουν όσα περιέγραψα. Μπορεί κάποιος σε μια καλή του στιγμή να δημιουργήσει κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς να έχει αυτό το ταλέντο.
Τι σε ενέπνευσε να γράψεις το κείμενο των «Ναυαγών»;
Ξεκίνησα, προσπαθώντας να εμβαθύνω σε ένα κοντινό μου πρόσωπο και κατέληξα να μιλάω για πολλά άλλα, χωρίς να ξέρω καν τι με κινεί, πώς οδηγούμαι εκεί. Είχα μια απροσδιόριστη ανάγκη που με παρέσυρε και, ως ένα βαθμό, πρώτα έγραψα και μετά κατάλαβα τι γράφω. Ασχέτως ποιότητας του κειμένου, η διαδικασία είναι ηδονική και δεν συγκρίνεται με τίποτα.
Αν καταλαβαίνω σωστά, το κείμενο γράφτηκε κάπως συνειρμικά και αβίαστα;
Όντως, δημιουργήθηκε αβίαστα, όχι τόσο συνειρμικά, γιατί πρόκειται για ένα ρεαλιστικό κείμενο. Δεν κατασκεύασα κάτι πρώτα και μετά το έγραψα, πρόκυπτε σαν να ήταν ήδη μέσα μου δομημένο κάτι, χωρίς να το γνωρίζω.
Φυσικά, διόρθωσα πράγματα ξανά και ξανά και στις πρόβες. Όμως ένα μεγάλο κομμάτι, βγήκε χειμαρρωδώς από μέσα μου.
Αν ναυαγούσες και έπρεπε να παραμείνεις υποχρεωτικά όχι σε κάποιο νησί αλλά σε κάποια χρονική περίοδο της ζωής σου, ποια θα επέλεγες και γιατί;
Δεν θα επέλεγα καμία από αυτές που έχω ζήσει αλλά κάποια εποχή στο μέλλον, που φαντασιώνομαι ότι θα είναι πιο φωτεινή από αυτές που έχω ζήσει ως τώρα. Η λέξη «ναυαγήσω» δεν είναι καθόλου αισιόδοξη γιατί υπονοεί μια ακινητοποιημένη κατάσταση, παρ’ όλα αυτά θα προτιμούσα να ναυαγήσω σε κάτι που δεν έχω ζήσει ακόμη.
Πώς ήταν η επιστροφή στις πρόβες μετά από τόσους μήνες παύσης;
Λυτρωτική. Ανυπομονώ για την παράσταση.
Όλη αυτήν την περίοδο τι σου έλειψε περισσότερο; Αναθεώρησες πράγματα και καταστάσεις, και αν ναι, ποια;
Δεν τολμώ να κάνω απολογισμό γιατί δεν είμαι πεπεισμένη ότι η ιστορία αυτή έχει τελειώσει. Αν θεωρήσουμε όμως ότι ένας κύκλος έχει ολοκληρωθεί, θα έλεγα ότι επιβεβαιώθηκε η τεράστια ανάγκη μου για δύο πράγματα: να δουλεύω στο θέατρο και να δημιουργώ πολύ στενούς και βαθείς δεσμούς με τους ανθρώπους. Αναθεώρησα ως προς τη χρησιμότητα του να κάνεις σχέδια. Μου έλειψε να κυκλοφορώ χωρίς να δίνω λογαριασμό.
Πώς αντιμετώπισες όλες αυτές τις αποκαλύψεις, που ήρθαν στο φως με το κίνημα metoo; Ήταν κάτι που περίμενες;
Δεν θα πρωτοτυπήσω. Ήταν πολύ ανακουφιστικό και ζοφερό ταυτόχρονα. Η ανακούφιση σαφώς υπερισχύει κι εύχομαι να έχει μετακινηθεί κάτι οριστικά και όλο το κίνημα να επεκταθεί σε πολλούς επαγγελματικούς χώρους
Έχει τύχει να βιώσεις ποτέ κακοποιητική συμπεριφορά σε κάποια πρόβα ή γύρισμα;
Άμεσα όχι. Εμμέσως, φυσικά! Αλλά εκεί γίνεται πολύ σύνθετο το ζήτημα. Ευθέως όμως δεν με έχει κακοποιήσει κανείς. Αλλά έχω υπάρξει μάρτυρας υποτιμητικής συμπεριφοράς απέναντι σε συναδέλφους, αρκετές φορές.
Πώς αντέδρασες;
Έχει τύχει να πάρω θέση αλλά έχει τύχει και να μην αντιδράσω, κάτι που φαντάζομαι ότι θα έχει συμβεί και σε άλλους συναδέλφους, αλλά δεν είμαι καθόλου περήφανη γι’ αυτό. Δεν είναι εύκολο να αντιδράσεις, ειδικά όταν είσαι νέος.
Μπορεί και να απορρίψεις και κάποια επόμενη συνεργασία για μια τέτοια συμπεριφορά;
Ναι, πιστεύω πως θα το έκανα. Έχει συμβεί κιόλας να αρνηθώ συνεργασία με κάποιον επειδή έχω ακούσει από συναδέλφους ότι συμπεριφέρεται πολύ άσχημα σε νέους ηθοποιούς. Δεν είναι όμως και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Διότι το αιώνιο πρόβλημα της δουλειάς μας είναι η ανεργία και εκεί πατάνε όσοι συμπεριφέρονται μ' αυτόν τον τρόπο. Ξέρουν ότι δεν έχεις πολλές επιλογές
Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που δεν σ’ αφορά; Υπάρχει κάποια τηλεοπτική δουλειά που ζήλεψες;
Όχι, δεν ονειρεύομαι να παίξω στην τηλεόραση αλλά είμαι λάτρης αρκετών σειρών, ελληνικών και ξένων. Υποψιάζομαι ότι δεν μου ταιριάζει ο κώδικας, προτιμώ να βλέπω απ’ το να παίζω.
Μια ελληνική και μια ξένη σειρά που ξεχώρισες πρόσφατα;
Μια ξένη σειρά που μου άρεσε πολύ ήταν το «Spartak». Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει πολλή τηλεόραση τα τελευταία χρόνια για πρακτικούς λόγους. Κλασικά αγαπημένη μου σειρά όμως είναι το «Dolce Vita».
Επόμενα επαγγελματικά σχέδια υπάρχουν;
Τον χειμώνα, μόλις ανοίξουν οι κλειστές αίθουσες, θα ανεβάσουμε την παράστασή μας, το έργο «οι Ναυαγοι» στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης (θα παίζουν ο Γιάννος Περλέγκας, ο Μιχάλης Τιτόπουλος και η Σοφία Κόκκαλη), και από τον Ιανουάριο θα συμμετέχω στον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ που θα σκηνοθετήσει ο Δημήτρης Καραντζάς στο Θέατρο Προσκήνιο. Αλλά επειδή, όπως είπαμε, τι νόημα έχουν τα μακροπρόθεσμα σχέδια μια τέτοιαν εποχή, προς το παρόν έχουμε πρεμιέρα στα Χανιά στις 4 Ιουλίου.
Μου είπες πριν, ότι μέσα στην καραντίνα αναθεώρησες για τη χρησιμότητα να κάνει κάποιος σχέδια. Φαντάζομαι δεν ισχύει το ίδιο και για τα όνειρα. Πώς ονειρεύεσαι λοιπόν τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια;
Δέκα χρόνια είναι πολύ μετά... Φαντασιώνομαι, κυρίως πράγματα που έχουν να κάνουν με την ψυχική και σωματική μου υγεία. Να μπορώ να εκφράζομαι όσο πιο ελεύθερα γίνεται και να απολαμβάνω τα πράγματα επί της ουσίας. Θέλω να έχω στη ζωή μου αγάπη και όσο λιγότερο φόβο γίνεται.
Σε σχέση με την υποκριτική;
Σε σχέση με τη δουλειά μου, να μην βαρεθώ ούτε στο ελάχιστο το θέατρο, γιατί είναι ένας κίνδυνος που υπάρχει γενικά στη δουλειά μας διότι η πίεση είναι μεγάλη οπότε κάποια στιγμή δυσφορείς να κουράζεσαι τόσο πολύ, να ψάχνεις συνέχεια δουλειά κ.λπ. Θέλω πολύ να αποφύγω αυτή τη φάση και να μην πλήξω ποτέ.
Ονειρεύομαι επίσης να συνεχίσω να γράφω πράγματα, που θα ενδιαφέρουν τόσο εμένα όσο και τους άλλους και θα θέλουν να τα βλέπουν να ανεβαίνουν.
Γιώτα Δημητριάδη, 2.7.2021, texnes-plus.gr