Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

21 Μαρτίου 2021
Ο Κοτζάμπασης του καστρόπυργου στο Εθνικό - Κριτική θεάτρου
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο “Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου” (1943), έργο του Μ. Καραγάτση (1908-1960), ανέβηκε στη σκηνή Μ. Κοτοπούλη του Εθνικού Θεάτρου και μετάδοθηκε  live streaming, στις 20/2/2021. Η επιτυχής δραματοποίηση μπόρεσε να υπερβεί ευστόχως, την μυθιστορηματική δυναμική, αληθές κατόρθωμα, αφού ο συγγραφέας είναι il miglior fabbro, ένας γητευτής του λόγου, χειριστής άριστος της γλώσσας, ικανός ζωγράφος της φύσης, κυρίως όμως εμπνευσμένος δημιουργός χαρακτήρων.

Ο Μ. Καραγάτσης έχει συνεισφέρει στην ελληνική πεζογραφία πολύτιμους θησαυρούς, όπου πρόσωπα και καταστάσεις αναδεικνύονται με πρωτοφανή ενάργεια, σε συναρπαστική πλοκή, εξουσιαστικές ατραπούς και πρωταγωνιστές, που και αυτοί με τη σειρά τους, βάζουν τη σφραγίδα τους στα εφήμερα, στην κοσμική ύλη, στην εξιδανίκευση της κρατούσας πλαστότητας, στην επικούρεια θεώρηση του βίου, στην αποξένωση των ατόμων, στη φλογισμένη παράδοση της σάρκας στα λυσσασμένα παράλογα γενετικά καλέσματα.

Το κοινωνικό περιβάλλον, όπου δρουν οι ήρωές του, αναδεύεται ακροθιγώς, ως ισότιμη παράμετρος με την κυρίαρχη ατομικότητα. Η αποδόμηση των τεκταινομένων, η ιδιοφυής υπεροψία, η καπατσοσύνη, η μαιανδρική ηθική αποσύνθεση, οι απανωτές ραδιουργίες τις οποίες οι πρωταγωνιστές οφείλουν να προφταίνουν, συνιστούν εξέχοντα οδόσημα της αψεγάδιαστης περιδίνησης ενός καλλιτέχνη της πένας, που εισχωρεί στα βάθη του υποσυνείδητου για να φέρει στην επιφάνεια ανθρώπινους εφελκυσμούς, ταπεινές ματαιοδοξίες, μικροψυχίες, συντρίμματα παρά φύσιν, υποκριτικά αναφιλητά, ύπουλα τεχνάσματα.  

Ο “Γιούγκερμαν” (1938), o “Συνταγματάρχης Λιάπκιν” (1933), το “Aίμα χαμένο και κερδισμένο” (1947), “Tα στερνά του Μίχαλου” (1949), “Η μεγάλη χίμαιρα” (1953), “Ο Κίτρινος φάκελος” (1956), το ημιτελές “10” (1964) και πολλά άλλα συνθέτουν την εργογραφία του επιφανούς λογοτέχνη.

Ο “Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου” μας μεταφέρει στα χρόνια της επαναστατικής έκρηξης του 1821, στον Μοριά, τότε που ο Θ. Κολοκοτρώνης προσπαθούσε να εμψυχώσει τους Έλληνες να δώσουν τον εθνικό υπαρξιακό αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Οι τοπικοί προύχοντες διατηρούσαν επιφυλάξεις, τρέμοντας πως θα χάσουν τις περιουσίες και τα προνόμια τους· φοβούνται το μέλλον και την αναταραχή, παρ’ όλον ότι τους συναρπάζει η ιδέα μιας ανεξάρτητης πατρίδας. Βρίσκονται μεταξύ σφύρας και άκμονος· από τη μια οι σάλπιγγες της Εθνεγερσίας, από την άλλη η αγαθή σύμπλευση με την τουρκική διοίκηση. Ο ήρωας του αφηγήματος Μίχαλος Ρούσης, μεγαλοκτηματίας, διατηρεί καλές σχέσεις με τους κατακτητές, χαίρεται τη ζωή, κοντά στη μικρή σύζυγό του Βαγγελία, απολαμβάνει τα κορμιά πρόθυμων θεραπαινίδων, συνδράμει τους ενδεείς, έχει φήμη φιλάνθρωπου και προσηνή.

Οι Τούρκοι καλούν τους προύχοντες της Πελοπονήσσου στην Τρίπολη, διότι ακούγεται πως οι Έλληνες προετοιμάζουν επανάσταση· χωρίς τους ταγούς δεν θα ήταν δυνατή η οργάνωσή τους· πολλοί εξέχοντες υπακούουν στη διαταγή του καϊμακάμη Μεχμέτ Σαλήχ και εγκλείονται στα κάτεργα, ενώ άλλοι, οι λεγόμενοι “Καλαβρυτινοί”, δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Ο Μίχαλος, φιλοτομαριστής, για να σωθεί από τα βασανιστήρια των αλλοθρήσκων, αλλά και γιατί δεν πιστεύει στην επιτυχία του ξεσηκώματος των ομοεθνών του, υπόκειται σε περιτομή, αλλαξοπιστεί και λαμβάνει το όνομα Εσρέφμπεης· ο φίλος του Οθωμανός Μουσταφάμπεης έχει αντιρρήσεις για την πράξη του. Εν τω μεταξύ ο Κολοκοτρώνης νικάει σε απανωτές μάχες και πολιορκεί την Τρίπολη· ο Μίχαλος φυγαδεύεται με φροντίδες του πεθερού του και καταφεύγει σε μια απόμερη σπηλιά, όπου βρίσκει καταφύγιο, συνοδευόμενος από μια νέα, ονόματι Βαγγελιώ. Τύψεις τού δημιουργούν ερωτήματα για την στάση του και ο φόβος της εκδίκησης των Ελλήνων τον οδηγούν σε αδιέξοδο. Μεταμφιεσμένος σε Ποτούλη Μπλιούρα, έναν Θεσσαλό μονόφθαλμο, εντάσσεται στο επαναστατικό στράτευμα, μάχεται στα Δερβενάκια και ο Κολοκοτρώνης, που μαθαίνει το πραγματικό του όνομα, τον συγχωρεί: “Το σφάλμα σου το ξαγόρασες σήμερα, Μίχαλε Ρούση. Δεν είσαι προδότης, ούτε εξωμότης. Είσαι Έλληνας. Είσαι ήρωας!”. Ο τουρκεμένος κοτζάμπασης έκπληκτος μονολογεί: “έτσι γίνεται λοιπόν κανείς ήρωας;” Και ξεράθηκε στα γέλια (πρόκειται για τραγική ειρωνεία στο έπακρον).     

Ο Μίχαλος επιστρέφει στον Καστρόπυργο, εξαγνισμένος, καθαρός, και τυγχάνει θερμής υποδοχής από τους συντοπίτες του. Ο επίσκοπος Δωρόθεος, με ύποπτο ρόλο στα δρώμενα, δέχεται προπηλακισμούς από τον Μίχαλο, παρ’ όλες τις εξηγήσεις του. Όταν μπαίνει στο σπίτι του τον ανέμεναν, ψυχρές και αδιάφορες, η σύζυγος του Βαγγελία, “με στεγνό και άχαρο πρόσωπο” και η φιλενάδα του Βαγγελιώ, “με το κακό ατσάλι της αγάπης και του μίσους στο βλέμμα”.    

Ο Μίχαλος Ρούσης εμπλέκεται σε μια υπόθεση που εν πολλοίς δεν τον αφορά· ο επίσκοπος Δωρόθεος υπηρετεί τον ξεσηκωμό δολοπλοκώντας· οι προεστοί Μανώλης Τρούκας, Λουκάς Πύρος, και ο Αντρέας Μερσίνης, πεθερός του Μίχαλου τηρούν στάση θετική στην επανάσταση, πλην του Πέτρου Μοθωνίτη· στον Μουσταφάμπεη σκιαγραφείται ο τύπος του πιστού φίλου μακριά από πολιτικές διενέξεις· η Βαγγελία και η Βαγγελιώ αναδεικνύουν το γυναικείο ανυπότακτο σθένος, ο Κολοκοτρώνης περιφέρεται αόρατος ηγήτορας της Ανάστασης του Γένους· ο μπιστικός Πανάγος, οι δεσπότες της Πελοπονήσσου και γενικά όλοι οι αναφερόμενοι στην αφήγηση με περιφερειακό ρόλο ολοκληρώνουν μια πλήρη εικόνα της πλοκής.      

Αυτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος, το οποίο ο Μ. Καραγάτσης χειρίζεται με περισσή δεξιοτεχνία· άπειρες λέξεις ιδιωματικές: ολόγκρεμα τειχιά, πεσκέσια, μεσότριβοι, ξεγδάρθηκαν, αντέστε, αφιόνιζαν, πλιατσικολόγοι, να καεί το πελεκούδι, ντάλα, ζάφτι, να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του,, σιχτίρ, περπατησιά οκνή, συμπράγκαλα, λαβωματιά, ορδινιαστή, κάψα, διάνεμο, ταΐνι, μούσκλα, ροβόλησε, σαλάχι, σαπρία, μπάτε σκύλοι, αλέστε κι αλεστικά μη δώστε, γκουβέρνο, παρτίδο, μπαμπεσιά, νιτερέσα, καμώματα, μασκαρεύω, λάτια, καρσί, σκουτιά, τεφαρίκι, μπαμπεσιά, κάτιασε, σελάγισε, σόλοικη, λοιμική, ελόου σου, φέρμελη, καλοκύθια με τη ρίγανη, λουφετζήδες, φτιασιδωμένο, ασήδες, λεφούσι, γιουρούσι, ασκέρι, βίτσισε, μεντέρι, οχέντρα, ανασάλεψε, μπουργιουντί, ασκέρι, ρέμπελοι, μουλωχτό, καταπιόνας, πααίνης, να ένεται, λογεράδα, τσαλίμι, στερνός, ορέ εντεψίζη, μυρμήγκιαζε, μπουνταλάς, μούσκουλο, τσαμπιά, ξοπίσω, μπόγιας, νιτερέσο, καζαντίση, πούντιασε ξεκόψει, ληταρώνουν, χαράτσι, σωθικά, μουγκαμάρα, παρακατιανός, συντυχαίνουν, αποδέλοιποι, καφτάνι, παλάβρες, ας κοτήσουν, κόνεψε, τεσκερές, αβγαταίνω, σύψυχος, μπλεξούρες, ζουμπές, αντερί, κουντούρες, μηλίγγια, ανάρια, πεταρίκι, πλουμίδια.      

Την εκφραστική δύναμη του ανδρός αποδεικνύουν περιγραφές προσώπων, όπως του επισκόπου Δωροθέου: “Παλιό γερό σκαρί, κουρασμένο από τις σορακάδες της ζωής. Μορφή ρικνή βαθειά σκαμμένη, με ρυτίδες που δεν δυνόταν να σκεπάση το σταχτόλευκο γένι· μύτη σαν όρνιου έσκιζε τον άνεμο θεληματικά. Κάτω από φρύδια παχιά, το μάτι χανόταν στο βαθούλωμα της κόχης, κάπως στοχαστικό κι άψυχο στην ακινησία του· μάτι που σε γελούσε. Κάτι σαν κατάθλιψη κι αδυναμία γεροντική μαρτυρούσε η μορφή του· αλλά και σύνεση και επιβολή” (σελ. 16).

Όμως έξαρση νοητική, καλλιεπής γραφή αναδύεται από τα ευμελή λόγια για τη μικρή Ρωμιά Βαγγελιώ: “Ένα καλό χαμάμι, μιας εβδομάδας καλοπέραση και ψυχική γαλήνη, και το λουλούδι θα οργίαζε. Δεκαεφτά χρονών, όχι παραπάνω. Κορμί λιγνό, λεφτοκόκαλο, με σάρκα σκληρή κι αφράτο ρόδινο δέρμα. Ψηλή, λιγερή, με αρμονικά μέλη και λιγνούς αρμούς· κόρφος που ξεπετούσε προκλητικός κάτω απ’ τα κουρέλια· μαλλιά καστανόξανθα, με αντιφεγγίσματα πυρού μπακιριού, μια ιδέα σγουρά· μάτι από καθάριο μενεξέ· μύτη φτενή, μόλις καμπυλωτή, πάνω από χείλι σαρκωμένο· και το περίγυρο της μορφής αγνό, σε καλοσχεδιασμένη γραμμή, έσμιγε σε πηγούνι με λακκάκι μικρό. Ήταν όμορφη” (σελ. 89).  Την ίδια φαντάζεται υποθέτοντας ότι θάλπεται στην αγκαλιά ενός Αρβανίτη: “θερμή, νευρική, τεντωμένη σα δοξάρι, παλλόμενη σα φτερό περιστεριού στον άνεμο, γεμάτη ηδονή και ίμερους διαιώνισης” (σελ. 152).

Όσο για τον Μουσταφάμπεη, “αυτός ήταν αλλιώτικος άνθρωπος. Πνεύμα λεύτερο, στοχαστικό, αναρχικό «αμοράλ», νοιαζόταν πολύ λίγο για μερικές συμβατικότητες που τόσο βασικά κυβερνάν τις σκέψεις και τις πράξεις του ανθρώπινου κοπαδιού” (σελ. 93).

Μεστή και ασύλληπτη είναι η παρουσία του Μίχαλου, όταν επιστρέφει ήρωας δαφνοστεφανωμένος στον Καστρόπυργο: “Τώρα ήταν πολέμαρχος. Το άλικο φέσι στραβά, με τη μαύρη φούντα στον ώμο το δεξιό· άσπρο πουκάμισο, ανοιχτό στο στέρνο· φέρμελη και κοντογούνι από γαλάζιο βελούδο, πυκνοκεντημένο στο χρυσάφι· φουστανέλα μακριά, πολύπτυχη· στο στήθος πολύτιμα τσαπράζια· στη μέση σελάχι με τις μαλαμοκαπνισμένες πιστόλες· και στο πλευρό το χατζάρι, τεφαρίκι πράμα, δαμασκηνό, φίσκα στο πετράδι - πλιάτσικο του Δερβενακιού” (σελ. 219).

Δεν χαρίζεται στους ομοεθνείς του ο Μίχαλος:  “Ο αυτοσχεδιασμός, η τσαπατσουλιά, η οπισθοβουλία, η διχόνοια, η έλλειψη συνεννόησης, οργάνωσης, αρχηγού, σχεδίου, ο αφόρητος  ατομικισμός του Έλληνα, ήταν τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης” (σελ. 97). Θαυμάζει όμως τους φυλακισμένους κοτζαμπάσηδες της Τρίπολης: "Δεν είχαν παρά ένα λόγο να πουν, για να γλυτώσουν από τον τυρρανισμό: κι όμως δεν τον έλεγαν. Πέθαιναν ατράνταχτοι για την Πίστη και την Πατρίδα τους. Πέθαιναν άδικα· πέθαιναν προδομένοι· πέθαιναν για μια μάταιη ιδέα. Κι όμως πέθαιναν".

Ο Μ. Καραγάτσης βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο· συναρπάζει η γραφή του, έμπλεη γλαφυρών λέξεων και φράσεων. Διαλέγω: ξέσκισμα των ψυχών, σπασμός οργής και σιχασιάς συνάμα, από πρώτος των σκλάβων έγινε στερνός των αφεντάδων,  νυσταγμένη αφαίρεση της μορφής, ο έξυπνος λόγος αξίζει όσο χίλια σπαθιά, αλλοπρόσαλλη αβουλία, κυνικός ηδονιστής, το ασκέρι ολόλυξε κραυγή φανατισμού, ποταπότητα της άχρηστης ύπαρξής του, είχε στερέψει σύρριζα ο κρουνός της ηδονής, εγωισμός του σιγουρεμένου ανθρώπου, φαρμακωμένο οδυνηρά από την απώθηση ολόκληρης της ψυχής του, ο αξεπέραστος τραγικός της σημερινής ημέρας είναι ο καταλύτης της χτεσινής, πόσο εύηχα επίθετα βρήκε ο άνθρωπος  για να μασκαρέψη την παλιανθρωπιά του, καλόπιστη αλήθεια των παράλογων υστερισμών, φάντασμα της ψυχικής δουλείας, στον παραλογισμό των αδελφών, ο Θεός έδωσε το μυστικό του θανάτου στους ανθρώπους για να κάνουν αφόρητη τη ζωή τους, παράτησαν γυμνό το είναι τους στη μεγάλη ηδονή του θανάτου, ήταν πεθαμένη και άθαφτη από ντροπή και καημό, Τύχη η θεά με την παρθενική ψυχή και το εκπορνευμένο σώμα μεθάει με την πιο τυφλή αλαζονεία.

Ο Μ. Καραγάτσης συνθέτει ένα άρτιο αφήγημα, μια επινοημένη, άρα μη αληθινή, ιστορία, μέσα από την οποία μεταμορφώνει ατομικές αντιλήψεις σε φανταστικά επεισόδια, με διδακτικές παραβολές και πειστική εικονογραφία μιας παρελθοντικής εποχής. Ηθογραφείται η κρίσιμη για το έθνος εξέγερση, μέσω προσώπων, που εκπροσωπούν τάσεις και ιδέες, διαμορφωτικές του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της σύγχρονης Ελλάδας.

Σαλπίζει αγωνιών τον ηδονισμό, ως ιδεώδες, πλην τον επεκτείνει σε έρωτες για την ιδιοκτησία, την προσωπική επιβολή, τις αντιμαχίες, τον ηρωισμό, την πονηριά, την υποκρισία. Αναδεικνύεται η απαντωμένη σε όλα τα έργα του, ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα, μέσα από την οποία σκιαγραφείται ο εσωτερικός κόσμος των πρωταγωνιστών. Όλοι οι ήρωες του είναι πειστικοί, κανείς δεν διαφεύγει σε πεδία πλαστά, δυσνόητα· με συνθετική ικανότητα τρέπει την ατομική οπτική σε συλλογικά προτάγματα· η αισθητική διάσταση διαθλάται σε αληθοφανείς μύθους, όπου εμπλέκονται στρωτοί πειστικοί διάλογοι, ζωογονούντες τη διήγηση, διακοσμούντες τα δρώμενα· σκιτσάρει έναν κοινωνικά αξιαγάπητο προύχοντα, κινούμενο μακριά από πολύπλοκες διεργασίες, αρκούμενος στις ανέσεις της καθημερινότητας, εξ ου και δεν συγκινείται ιδιαίτερα με την Επανάσταση· χαρακτήρας κατ' εξοχήν εγωκεντρικός, αφοριστικός, ανυπότακτος.

Με πυκνό ύφος ο συγγραφέας κατορθώνει να διεξέλθει μεγάλο αριθμό συσσωρευμένων γεγονότων, που συνέβησαν κατά την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα· υμνείται η φιλία, ως βάση ενότητας μεταξύ αλλοφύλων και ετερόθρησκων· με ιδεώδη τεχνική αναδεικνύει ένα είδος πρωτόγνωρης γραφής, όπου διαχέονται επιτυχώς ανθρώπινοι τύποι και σκηνές του καθημερινού βίου· σε κανένα σημείο δεν απλουστεύεται η προβληματική των ηρώων· όλα λειτουργούν υπό ένταση· εξονυχιστική εμβάθυνση στο υποσυνείδητο· μελέτη της εγωλατρείας· πειστική απεικόνιση της πολυπλοκότητας· εκλεπτυσμένοι εσωτερικοί διάλογοι· ανυπέρβλητα υπαρξιακά αναχώματα· αδιάσπαστη ενότητα· ακατάβλητο ύφος· η φύση συμμετέχει στην εξέλιξη με τον δικό της τρόπο: “Παίζαν οι ηλιαχτίδες στις μύριες βαριές σταγόνες, που κρέμονταν στις βελόνες των ελάτων, στα φύλλα της φτέρης και του πουρναριού, βαριές, διάφανες, ολοστρόγγυλες… Αναδιπλώθηκαν τα λουλουδάκια στις απόκρυφες ρίζες τους· γυμνώθηκαν τα φυτά από τ’ άχρηστα φύλλα· κρύφτηκαν τα σπέρματα της ζωής, μέσ’ τη χλιαρή γης με τη λανθάνουσα κι άσβηστη γονιμότητα”.

Ο Δημήτρης Τάρλοου, ακολουθεί πιστά τις ρίζες του και αναπαριστά τα έργα του παππού του, αναδεικνύοντας τα εσώτερα διλήμματα των Ελλήνων, όταν βρίσκονται μπροστά σε ιστορικά γεγονότα, που ξεπερνούν τα ταπεινά ατομικά πάθη. “Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου” προσφέρεται προς ανάδειξιν της "αβάσταχτης ελαφρότητας της ύπαρξής μας", όπως προσφυώς αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα. Ενώ το μυθιστόρημα φαίνεται εκ πρώτης όψεως ένα απλό ιστόρημα, στην ουσία συνιστά αντικείμενο της ψυχανάλυσης και ακριβώς εκεί βρίσκεται η δυσκολία μεταφοράς του στη θεατρική σκηνή. Έπρεπε να πείσει 16 ηθοποιούς, πως μπορούν να υποδυθούν αλληγορικῴ τῳ τρόπῳ, άτομα εκ πρώτης όψεως άξεστα· μέσω των υποκριτικών ικανοτήτων τους να φέρουν στην επιφάνεια τα αδιέξοδα της ανθρώπινης ψυχής, που απαντώνται καθημερινά. Έπρεπε να λειτουργήσουν, ως πειστικοί πρωταγωνιστές μιας εποποιίας, που μέσα από τις διελκυστίνδες ατέλειωτων ερίδων, κατάφεραν να δημιουργήσουν Κράτος. Όφειλε να πείσει τους συντελεστές της παράστασης, ότι ο Μ. Καραγάτσης εμβαθύνει σε ύψιστο σημείο, ώστε να καταδείξει την ποιότητα και τα πρόσωπα μιας άκρως ηρωικής εποχής, χωρίς να υπονοεί τίποτε άλλο, εκτός από εκείνο που δείχνει εμφανώς. Είχε χρέος μέσα από τις αναχρονιστικές φορεσιές να αποδείξει, ότι μέσα στον καθένα μας κρύβεται μια ιδιώνυμη προσωπικότητα, που μπορεί να θαυματουργήσει.

Είχε βέβαια άξιο συνεργάτη τον Θανάση Τριαρίδη, που ανέλαβε την δραματοποίηση του μυθιστορήματος (σημειώνεται, ότι η διήγηση σταματάει το 1922. Επομένως τα εκ του σεναρίου πρόσωπα των Όθωνα, Αμαλίας, Μάρθας, Ρηνούλας, Σουλεϊμάν, Μακρυγιάννη, Παπαφλέσσα, “του τρελού με τα κουδούνια”, του “ελαφιού”, μάλλον επιβάρυναν την παράσταση. Άλλωστε η συγγραφική ψυχογραφία των ηρώων ήταν μεστή και δεν χρειαζόταν επιβοηθητική βακτηρία).

Στην ολοκλήρωση της παράστασης συνέβαλλαν αποφασιστικά οι: Άγγελος Τριανταφύλλου στην μουσική, Αλέκος Τριανταφύλλου στους φωτισμούς, Θάλεια Μέλισσα στα σκηνικά, Κορίνα Κόκκαλη, στην κίνηση και Αλέξανδρος Γάρναβος/Τζίνα Ηλιοπούλου, στα κοστούμια.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου, κράτησε με άκρα επιμέλεια την πρωταγωνιστική περσόνα του Μίχαλου Ρούση. Κατάφερε να μεταφέρει στη σκηνή ένα ιδιότυπο πρόσωπο, που ταλαντεύεται, ανάμεσα στην ευωχία του ηδονισμού και στο χρέος προς την πατρίδα. Ήταν δύσκολη η αποστολή του, διότι η μεταστροφή ενός κοτζάμπαση σε μουσουλμάνο χάριν της διάσωσης του, σε ένθερμο αγωνιστή προς εξιλέωσιν, συνιστά άθλο πραγματικό, όταν αυτό πρέπει να γίνει πειστικό στον ελάχιστο χρόνο, που είχε στην διάθεσή του.

Ο Κώστας Βασαρδάνης διακρίθηκε, ως επίσκοπος Δωρόθεος, σε μια απαιτητική αποστολή. Προσέγγισε με προσοχή την εσωτερική δυναμική ενός προσώπου, κινουμένου επί ξυρού ακμής, ανάμεσα στο καθήκον, στους ελιγμούς και σε συγκρούσεις συμφερόντων. Διαθέτει έναν επωφελή ναρκισσισμό.  

Η Λεωνή Ξεροβάσιλα (Βαγγελιώ Σπυροπούλου) και η Βίκυ Κατσίκα (Ευαγγελία Ρούση) υπερέβησαν εαυτούς, διότι οι δύο γυναίκες επωμίσθηκαν χαρακτήρες της συζύγου και της ερωμένης, αντίστοιχα· αφού σκλήρυναν λόγω της συμπεριφοράς του Μίχαλου και τον ανέμεναν μαζί, μετά τον θρίαμβο του, με ύφος μη προμηνύον αιθρία. Αυτή ακριβώς η κατάληξη εμπεριείχε την ερμηνευτική δυσκολία.

Ο Χρήστος Μαλάκης, (Μ. Καραγάτσης, στο “Ευχαριστημένο” της Μαρ. Καραγάτση, στο θέατρο Πορεία) διέπρεψε ως Μουσταφάμπεης. Ανέδειξε την  αξία της φιλίας. Η υποκριτική του δεινότητα και η άψογη εκφορά του λόγου τον βοήθησαν να αποδώσει τον ρόλο επιτυχώς.

Ο Γιώργος Μπινιάρης πέτυχε να μπει στο πετσί του Γέρο Μανώλη Τρούκα, του Χουσεΐν Αγά και του Αντρέα Μερσίνη. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος επωμίσθηκε τον Παπαφλέσσα, τον πρόκριτο και τον άντρα. Ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας υποδύθηκε τον Πανάγο, τον Κοσμά, τον πρόκριτο και τον άντρα, ο Δημήτρης Ήμελλος, τον Κολοκοτρώνη και τον ενωμοτάρχη, ο Μάξιμος Μουμούρης, τον Σουλεϊμάν και τον άντρα και βεβαίως ο Δημήτρης Μπίτος, που ανέλαβε να παίξει τον Πέτρο Μοθωνίτη, τον Λουκά Πύρρο, τον Αρβανίτη, τον Αχμέτ Τόσκα, τον Πλαπούτα, τον Μακρυγιάννη και τον Καραγιαννόπουλο (!).  

Η Μελισσάνθη Ρεγκούκου, ως Ρηνούλα και χανούμισσα, η Ξανθή Γεωργίου, ως Αμαλία και η Αρετή Πασχάλη, ως χανούμισσα  (με θαυμάσια απόδοση λυρικού τραγουδιού), έφεραν σε αίσιο πέρας την αποστολή τους.                

Οι επί σκηνής μουσικοί Γιώργος Δούσης (κλαρίνο, καβάλ), Κώστας Νικολόπουλος  (ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο), Γιάννης Αγγελόπουλος (τύμπανα) και Λήδα Μανιατάκου (ούτι, μπάσο, πιάνο, υποδυθείσα και την Μάρθα) έπαιξαν επί σκηνής, με λεπτότητα αποχρώσεων και διακόσμησαν επιτυχώς την παράσταση.

“O Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου” έμελλε να κάνει αισθητή την παρουσία του μετά από 76 χρόνια, θεατροποιημένος από τον, εγγονό του Μ. Καραγάτση, Δ. Τάρλοου σε μια επιτυχημένη παράσταση, στην οποία όλοι οι συντελεστές έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, τιμώντας έναν διακεκριμένο πεζογράφο.   

Κ. Γ. Βασιλείου, www.vakxikon.gr