Aυτή τη φορά ακούσαμε και το δεύτερο και το τρίτο κουδούνι. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου επιχείρησε, σε συνθήκες live streaming, να εντάξει και τη δική μας προετοιμασία θεάσης στη σκηνοθεσία. Και τα φώτα άναψαν και η ιστορία ενός περίεργου αντιήρωα που έγινε κατά λάθος ήρωας, του «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» ξεκίνησε. Μια ιστορία του Μ. Καραγάτση που, όπως αποκάλυψε ο Δημήτρης Τάρλοου, είχε πολλά κοινά στοιχεία με τον προπάππου του Καραγάτση, τον Μήτρο Ροδόπουλο «που αγαπούσε τη ζωή, αλλά και το τομάρι του. Και τούρκεψε». Μια ιστορία, που όπως όλες οι ιστορίες του Μ. Καραγάτση, έχει πολλά επίπεδα και καθηλωτική αφηγηματικότητα. Μια ιστορία για «την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης», που -συχνότατα- μας εκπλήσσει, μας σοκάρει, μας εντυπωσιάζει, μας γοητεύει, μας τρομάζει. Μια ιστορία που είδαμε να ζωντανεύει θεατρικά και να κάνει πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το βράδυ του περασμένου Σαββάτου και θα ξαναπροβληθεί, πάλι σε live streaming, στις 25 Μαρτίου.
Μια ιστορία που ξεκίνησε με τον Οθωνα και την Αμαλία (και μ' ένα ακόμα νεύμα του πρώτου προς τη δεύτερη, που μας θύμισε ένα άλλο, μεταγενέστερο) ν' ανεβαίνουν μια σκάλα, σαν αεροσκάφους, και να κάθονται σ' ένα θεωρείο επί σκηνής (πρώτο ωραίο εύρημα του Τάρλοου). Και να ξαναβλέπουν, από μακριά πια, την ιστορία του Κοτζάμπαση, την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους, έτσι όπως το γνώρισαν, έτσι όπως κλήθηκαν να το διαχειριστούν. Και εξαρχής ο Καραγάτσης βάζει την έννοια της σύνδεσης μ' έναν τόπο.
Κι αρχίζουν, ο Όθωνας και η Αμαλία, να μιλούν γι' αυτόν τον περίεργο άνθρωπο, τον Μίχαλο Ρούση, που «ήταν γεμάτος αινίγματα», αλλά «όλα δύνανται να συμβούν. Η ιστορία κρύβει επιμελώς το σκότος», όπως ακούγεται να λέει θυμόσοφα ο Όθωνας.
Και μετά βρισκόμαστε στον Καστρόπυργο, κάπου στην Πελοπόννησο και βλέπουμε έναν καλοζωισμένο άνθρωπο, τον Μίχαλο Ρούση (Γιώργος Χριστοδούλου), να ξυπνάει από έναν εφιάλτη που τον καταδιώκει. Σε ρεαλιστικό και μαζί ονειρικό σκηνικό (Θάλεια Μέλισσα), που χωρούσε παράλληλες δράσεις και flash back, αρχίσαμε να βλέπουμε την ιστορία του Μίχαλου Ρούση και μαζί μερικές σελίδες της Επανάστασης του 1821 και των πρωταγωνιστών της. Ένα σκηνικό, που με τη βοήθεια και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου, παρέπεμπε ευθέως στο ιστορικό συλλογικό ασυνείδητο. Αυτό που φρόντισε με την ιστορία του ο Μ. Καραγάτσης να ταρακουνήσει. Και προσέγγισε με διεισδυτικότητα, με τόλμη, με χιούμορ, με ευαισθησία τα πρόσωπα και τις ψυχικές τους διαδρομές. Και δεν άφησε τίποτα στη θέση του. Ο κλήρος πρωτίστως, οι προβεβλημένοι ήρωες της Επανάστασης, αλλά και ο ανώνυμοι και απλοί μπήκαν στο πλάνο του.
Όλα τα θίγει ο Καραγάτσης: τη δημαγωγία της εξουσίας, τις υποσχέσεις, την ανάγκη του λαού να πιστέψει τις υποσχέσεις, τις συμπεριφορές του λαού που αλλάζουν κατά τις συνθήκες, κατά τους καιρούς, κατά τον άνεμο, αλλά και τον τρόπο που οι ήρωες περνούν στο συλλογικό ασυνείδητο... Και κυρίως ψυχογραφεί τους πάντες. Από τον Μητροπολίτη Δωρόθεο μέχρι τη σιωπηλή Βαγγελιώ που αγοράστηκε από τον τουρκεμένο Μίχαλο και απελευθερώθηκε και πήγε να ζήσει στον Καστρόπυργο για να τον προστατεύει. Από τον εαυτό του και τις κουτουράδες του. Μαζί με τη νόμιμη σύζυγό του, την Ευαγγελία (!)
Κι όλα αυτά σ' ένα εικαστικό πλαίσιο που παρέπεμπε στα παραμύθια, στις ζωγραφιές του Θεόφιλου, στο Θέατρο Σκιών. Κι όλοι είχαν στο πρόσωπό τους ένα σημάδι. Μουτζούρα; Η σκόνη του χρόνου;
Αυτή την πυκνή και πολυεπίπεδη αφήγηση του Μ. Καραγάτση πήρε στα χέρια του ο Θανάσης Τριαρίδης και τη διασκεύασε θαυμαστά. Και μετά πήρε τη διασκευή στα χέρια του ο Δημήτρης Τάρλοου και την σκηνοθέτησε με ρυθμό, με καθαρότητα, με ευαισθησία, με χιούμορ. Έτσι που ξαφνικά είδαμε την ιστορία λίγο αλλιώς. Πιο κοντά στα χρόνια μας, πιο κοντά στο ύψος μας. Ακολουθώντας τη φράση του Καραγάτση ότι «οι δέλτοι της ιστορίας συνήθως λένε ψέματα».
Κι ίσως ήταν αυτός ένας από τους λόγους που ο Καραγάτσης έκανε κεντρικό του ήρωα έναν αντι-ήρωα. Έναν άνθρωπο που έγινε ήρωας διά του φόβου (εξαιρετική η σκηνή που ο Μίχαλος Ρούσης ομολογεί πώς ακριβώς μπερδεύτηκε κι ηρωοποιήθηκε στη μάχη των Δερβενακίων). Έναν άνθρωπο που παρά τον κυνισμό του (και ίσως την παιδική του αφέλεια), καταφέρνει και γίνεται συμπαθής. Γιατί δεν κρύβεται, μιλάει ευθέως για τον φόβο του, ειδικά στη σκηνή με τον Παπαφλέσσα (Προμηθέας Αλειφερόπουλος) και γιατί ενώ ήταν σχεδόν σίγουρος ο θάνατός του στη μάχη στο Μανιάκι εκείνος, ο Μίχαλος Ρούσης, έμεινε. Γιατί πρώτα ήταν «ο θεός φόβος» και μετά «το μεγάλο μηδέν που καθορίζει τις ψυχές των ανθρώπων».
Κινδύνευσε πολλές φορές στη ζωή του ο Μίχαλος Ρούσης. Από κινδύνους, από παγίδες, από έριδες, από σκοπιμότητες, από τον εχθρό στη μάχη, κι από τον κακό του εαυτό, φυσικά. Και κάθε φορά σωζόταν, είτε από το καλό του άστρο, είτε από το υψηλό αίσθημα επιβίωσης, είτε από κάποιους ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα του. Και εκεί ο Καραγάτσης ανατρέπει ακόμα μια βεβαιότητα. Γιατί ο Μίχαλος Ρούσης σώθηκε τη μια φορά από έναν Τούρκο, την άλλη από μια Ελληνοπούλα που αγόρασε στο σκλαβοπάζαρο και την άλλη φορά από έναν Γάλλο, που υπηρετούσε πλέον τον στρατό του Ιμπραήμ. Η μόνη σκηνή που βλέπουμε το μίσος που είχε δημιουργήσει σε πολλούς, ήταν η τελευταία, καθώς ο Μίχαλος Ρούσης αργοπεθαίνει και η μόνη που δεν δείχνει οίκτο, αλλά μίσος, είναι η δούλα του, που στην πραγματικότητα ήταν νόθα κόρη του, κόρη μιας από τις πολλές υπηρέτριες που είχε βιάσει ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου.
Γοητευτική ιστορία, καθηλωτική. Γοητευτική παράσταση, άμεση, γοργή, ευκρινής. Με ηθοποιούς που ανέδειξαν εύστοχα όλες τις αποχρώσεις αυτής της ιστορίας και της Ιστορίας. Με τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου βασικό συνοδοιπόρο. Και με τη σκηνοθεσία να φροντίζει τον θεατή μέχρι την υπόκλιση: με τους ηθοποιούς να υποκλίνονται, να γυρνούν προς τα μέλη της ζωντανής ορχήστρας και να τα χειροκροτούν, με τους συντελεστές της παράστασης να ανεβαίνουν στη σκηνή και να υποκλίνονται, με τους ηθοποιούς να υποκλίνονται ξανά. Και είχαμε και μια μικρή γεύση από ζωντανό χειροκρότημα, αφού πρόλαβε να ακουστεί και στα σπίτια μας το χειροκρότημα όσων -συντελεστών- βρέθηκαν στο θέατρο.
Όλγα Σελλά, 23.2.2021, athensvoice.gr
Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας