Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

08 Απριλίου 2016
Κριτική: "Τρεις Αδερφές" στο efsyn.gr από τον Γρηγόρη Ιωαννίδη
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Μετά τη «Χίμαιρα», δεύτερη μεγάλη επιτυχία για το «Πορεία», και αν προβλέπω καλά θα κρατήσει για καιρό την κεντρική σκηνή του θεάτρου της Γ’ Σεπτεμβρίου. Τα εύσημα στον Δημήτρη Τάρλοου ασφαλώς - καθώς φαίνεται έχει φτάσει πια στην πλήρη ωριμότητα, κατορθώνοντας μάλιστα να συγκεραστούν στο πρόσωπό του δύο ιδιότητες: σκηνοθέτη και παραγωγού.

Για την πρώτη, αρκεί κανείς να δει τον τρόπο με τον οποίο οι «Τρεις αδελφές» ανεβαίνουν στον απαιτητικό σκηνικό χώρο του «Πορεία»: ένας Τσέχοφ πειρακτικά ελαφρύς και ελαφρά πειραγμένος, με μια δόση μοντερνισμού στην όψη και σεβασμό στην ουσία του έργου του.

Είναι η δεύτερη ωστόσο ιδιότητα, του θεατρώνη-παραγωγού, που θα ήθελα να τονίσω προς το παρόν. Από καθαρή αντίδραση· αν μη τι άλλο, από γινάτι: Είναι μια ιδιότητα παραμελημένη και πολλαπλώς δυσφημισμένη στο ελληνικό θέατρο, συνδεόμενη πλέον συνειρμικά με αρπαχτές, επενδυτές-αλεξιπτωτιστές, φτήνιες και άφθονους καβγάδες. Κι από την άλλη, φταίμε κι εμείς: έχουμε ρίξει υπερβολικό βάρος στην αφήγηση του ελληνικού θεάτρου μέσα από την προσφορά των σκηνοθετών του, αφήνοντας πολλά και σημαντικά κενά για μια άλλη, εξίσου «ιστορική» διαδικασία.

Το επιμελές και άρτιο ανέβασμα από τη μεριά της παραγωγής, η σωστή διανομή, η διεύθυνση σκηνής, η έγνοια για την όψη του θεατρικού χώρου, οι επαγγελματικές συνθήκες εργασίας, ακόμα και η φροντίδα του ίδιου του κτιρίου, μέχρι και η έκδοση ενός πλούσιου και αισθητικά όμορφου προγράμματος, και η καθοδήγηση του κοινού και η πελατειακή του εξασφάλιση, όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμη θεωρούνται γενικά υποδεέστερα σε σχέση με το όραμα, την τόλμη ή και την πολιτική θέση του σκηνοθέτη.

Και ακόμα χειρότερα, δεν γράφουν ποτέ ιστορία: ποιος σήμερα θυμάται την προσφορά του Μουσούρη ή της Κατερίνας, ποιος τολμά να δει με σοβαρότητα και χωρίς παρωπίδες την εργασία της Δανδουλάκη, της Ντενίση, της Μαραγκού ή του Βλουτή;

Ενας ολόκληρος κόσμος στη σκηνή

Σε αυτό επενδύει ο Τάρλοου και από αυτό κερδίζει. Για πολλούς η παράσταση των «Τριών αδελφών» θα αποδειχθεί μια εξαιρετική βραδιά. Για κάποιους, πάλι, θα αφήσει πιθανόν αμφιβολίες, ας πούμε, για την καινοτομία ή την πρωτοπορία της. Δεκτά όλα αυτά, όλα στο πλαίσιο της συζήτησης.

Αδυνατώ ωστόσο να φανταστώ κάποιον να φεύγει από το θέατρο νιώθοντας ότι το αντίτιμο του εισιτηρίου του δεν έπιασε τόπο, πως δεν πήγε σε κάτι σοβαρό, δεν «επενδύθηκε» σωστά. Δεν είναι αυτό κυνισμός. Είναι το σωστό, υγιές κι εύρωστο αστικό θέατρο. Θέατρο για έξυπνους θεατές και δύσκολους πελάτες.

Επιστρέφω όμως στο θέμα της διδασκαλίας. Νιώθω υποχρεωμένος στον Τάρλοου και στους συντελεστές του, αν μη γιατί άλλο, γιατί μας γλίτωσαν από ώρες διδασκαλίας.

Αν κάποιος θέλει να δει στην πράξη τι εννοούμε όταν λέμε πως απαιτείται μακρύς και δύσκολος δρόμος προετοιμασίας για να φτάσει κάποτε ο Τσέχοφ να μοιάζει στη σκηνή απλός… αν θέλει να επιβεβαιώσει πως το θέατρό του μόνο ανιαρό δεν είναι, αντίθετα, τα έργα του είναι αυτό που λέμε «συναρπαστικά»...

Αν, κυρίως, θέλει να δει τι εννοούμε λέγοντας ότι στον Τσέχοφ δεν υπάρχουν μικροί και «δεύτεροι» ρόλοι, ρόλοι περαστικοί ή συμπληρωτικοί, ας περάσει από το «Πορεία». Εκεί ένιωσα στην πράξη το δύσκολο θεωρητικό συμπέρασμα πως στις «Τρεις αδελφές» παρευρίσκεσαι όχι σε έργο, αλλά σε μια συνάθροιση ανθρώπων που με την παρουσία σου συνεχίζουν να ζουν καθώς πριν, και καθώς πάντα.

Ο καθένας έχει μια ολόκληρη ζωή να κουβαλήσει στη σκηνή. Και έναν κόσμο. Αν υπάρχει κάτι εδώ που δένει τα πρόσωπα δεν είναι η «πλοκή», αλλά το πνεύμα της εποχής, μια αύρα που περνάει μέσα από την προσωπικότητα και φιλτράρεται από την ιδιοσυγκρασία.

Ποια είναι αυτή η αύρα; Νομίζω πως οι ήρωες στις «Τρεις αδελφές» πάσχουν από μια αντίστροφη νοσταλγία, μια βάσανο φυγής, που με τα χρόνια γίνεται εμμονή και πόνος. Βασανίζονται από φυγαλγία στα όρια μιας επαρχιακής ζωής, μιας «Πρέβεζας» και ενός ποιήματος. Και σαν τα φυτά στρέφουν τους μίσχους τους σε όποιο φως τα αγγίξει, της μακρινής Μόσχας ή των κοντινών περαστικών τους.

Το ωραίο όμως δεν είναι να μιλάς για αυτά. Οταν μιλάς τα χαλάς, και οι καλύτερες αναλύσεις μας μοιάζουν κάποτε με κουτσομπολιά. Είτε πρόκειται για τη μεγάλη, τη «συγκρατημένη» αδελφή, του καθήκοντος, είτε για την περισσότερο «εκρηκτική», μεσαία, είτε για την «αδικημένη», την πιο επαναστατική μικρή, το συμπέρασμα το βγάζουμε για λογαριασμό μας.

Νεανική ελευθεριότητα

Ο Τάρλοου σεβάστηκε αυτή τη δημόσια ιδιωτικότητα του Τσέχοφ, αυτό το «μόνοι, μαζί» που αναφέρει και το θαυμάσιο πρόγραμμα της παράστασης (από την Ερη Κύργια). Και είδε, νομίζω, τις αδελφές σαν ένα μουσικό τρίο, σε τρεις κλίμακες.

Εδωσε στην παράσταση ρυθμό, ευρήματα, έχτισε τύπους, έβαλε χιούμορ, έβγαλε συναίσθημα… Σαν διασκευαστής, μάλιστα, της έδωσε και μπόλικη νεανική ελευθεριότητα. Τα τραγούδια του ‘50, που ακούγονται στην παράσταση, επιτελούν μια περίεργη λειτουργία: βρίσκονται εκεί σαν δραματουργικοί συντελεστές, συμβάλλοντας στο νόημα κάθε σκηνής. Είναι στοιχεία μιας παράστασης που έχει φτιαχτεί κυρίως για να νιώθεται.

Για όλα τα άλλα η άποψη του σκηνοθέτη σεβάστηκε τη «σιωπή» της. Πράγμα που σημαίνει ότι άφησε τη μέσα χώρα Τσέχοφ να γίνει χώρος κατάδυσης του εκάστοτε ερμηνευτή. Οι τρεις αδελφούλες, η Ολγα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, η Μαρία της Ιωάννας Παππά, η Ειρήνη της Λένας Παπαληγούρα, έγιναν εξωτερικά μια ομάδα, αγαπημένη όσο είναι αμυνόμενη. Κι όμως, εσωτερικά, η κάθε μια διατήρησε τη δική της αυτόνομη προσωπικότητα. Κι είναι αληθινά, αν τις παρατηρήσει κανείς, τόσο αταίριαστες και τόσο συμπληρωματικές!

Οφείλουμε και κάτι ακόμα στις τρεις ερμηνεύτριες. Στα δικά τους χέρια οι αδελφές κι αν είναι βέβαια κακότυχες, δεν μοιάζουν αδύναμες. Οι αδύναμοι εδώ είναι οι άνδρες. Αυτές δουλεύουν, αγωνίζονται, παλεύουν, και στο τέλος-τέλος έχουν ακόμα η μια την άλλη. Στο φινάλε πιστεύουμε αληθινά ότι ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες, οι αδελφές είναι θριαμβεύτριες μια άδοξης ζωής, μιας αντίπαλης μοίρας και μιας ενάντιας κοινωνίας.

Και αυτά, φανταστείτε, μόνο για τις πρωταγωνίστριες… Αξίζει να δει κανείς την παράσταση και για όλους τους υπόλοιπους.

Οι ηθοποιοί στο «Πορεία» δεν παίζουν αυτό που φαίνεται, παίζουν ό,τι δεν φαίνεται. Ρόλοι ανεπτυγμένοι και ζωντανοί, πρωταγωνιστές σε συσκευασία μιας ριπής: Πρόζοροφ του Λαέρτη Μαλκότση, Ναταλία της Μαριάννας Δημητρίου, Κουλίγκιν του Κώστα Κορωναίου (εδώ, παρακαλώ, ειδική μνεία), Βερσίνιν του Γιάννη Νταλιάνη, Τούζενμπαχ του Παντελή Δεντάκη, Σολιόνι του Δημήτρη Μπίτου (και εδώ, η προσοχή μας!), Τσεμπουτίκιν του Γιώργου Μπινιάρη, Φεντότικ του Πάρι Θωμόπουλου, Ροντέ του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Φεραπόντ του Χάρη Τσιτσάκη και η Ανφίσα της Μαριέττας Σγουρδαίου.

Ακολουθούν το δόγμα ότι η πραγματικότητα όταν εμφανίζεται στη σκηνή οφείλει να διατηρεί το πιο αληθοφανές στοιχείο της: το αίνιγμα.

Φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου, σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, κίνηση της Κορίνας Κόκκαλη. Ρυθμισμένα όλα κι ελεγμένα. Ακουσα κάπου ότι δεν υπάρχει σε όλα αυτά το «τολμηρό» κοίταγμα... Ας εκτιμήσουμε, θα έλεγα, πρώτα τα υπόλοιπα, και πάμε και προς τα εκεί…

Συντάκτης: Γρηγόρης Ιωαννίδης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ