Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

17 Μαρτίου 2016
Κριτική: "Τρεις Αδερφές" στο Texnes-plus από τη Γιώτα Δημητριάδη.
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο Αντον Τσέχωφ, μοναδικός ψυχογράφος αναλύει τα ανείπωτα που καθορίζουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου και καταφέρνει να φτάσει στα μύχια της ψυχής. Οι ήρωες του φιλοσοφούν, πλήττουν, ερωτεύονται, αγωνιούν, ελπίζουν, απογοητεύονται και ξαναχτίζουν τις ζωές τους πάνω στα ερείπια. 

Τις  «Τρεις Αδερφές» -ένα έργο για την προσδοκία-  ο Τσέχωφ το έγραψε το 1901, στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «κωμωδία» και τους χαρακτήρες του «μπουφόνους», καθώς φέρνει κάθε έναν από αυτούς, κάθε τους ελπίδα, κάθε τους αγωνία, αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, όπως αυτή σμιλεύεται αμείλικτα από τον χρόνο.

Στο θέατρο  «Πορεία» η παράσταση ευτύχησε σ’ ένα σπουδαίο ανέβασμα από όλες τις απόψεις. Ο Δημήτρης Τάρλοου ξεκινά με βάση του κείμενο, έχοντας εμπιστοσύνη στη σύμπραξη ενός πρώτης τάξεως θιάσου και στο υποκριτικό δώρο των τριών εξαιρετικών πρωταγωνιστριών του.

Διανθίζει το ανέβασμα με μικρές πινελιές ελληνικότητας, όπως για παράδειγμα  κάποια τραγούδια, ειδήσεις, στίχοι ποιητών, το τσίπουρο, τη γαλατόπιτα, τη καρυδόπιτα κ.λ.π . Καθώς φυσικά και τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Δεν έχουμε την Μάσα, αλλά την Μαρία, δεν ακούμε Κουλίγκιν αλλά Θόδωρος! Όλα γίνονται ,όμως, με μέτρο και με αρμονία και τίποτα δεν φαίνεται παράταιρο και αταίριαστο. Ο Δημήτρης Τάρλοου πέτυχε να συντονίσει εξαιρετικά ένα 14μελή θίασο και να εφαρμόσει εκπληκτικά  αυτό που έλεγε ο Μίνως Βολανάκης «Σκηνοθεσία είναι αυτό που δεν φαίνεται!»

Η Ελένη Μανωλοπούλου δημιούργησε ένα σκηνικό με επίκεντρο ένα σταθμό τρένου, έτσι το στοιχείο της φυγής είναι συνεχώς και επίμονα παρόν. Οι θέσεις της αμαξοστοιχίας αξιοποιούνται εξαιρετικά. Σε πολλές σκηνές της παράστασης,  δίνεται η δυνατότητα στους θεατές να βλέπουν από διαφορετική οπτική την ίδια σκηνή. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συμπληρώνουν θαυμάσια τη σκηνή του «Πορεία» -αλλά και ολόκληρο το θέατρο όταν χρειάζεται- και σε συνδυασμό και με τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, που σε πολλά σημεία παίζεται και ζωντανά από τους ηθοποιούς, δημιουργούν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα. 

 Η Μάσα- ή Μαρία εδώ- της Ιωάννας Παππά επιτυγχάνει με μοναδικό μέτρο αυτό που έγραφε και ο ίδιος ο Τσέχωφ στις επιστολές του, ως οδηγία στην Όλγα Κνίπερ, που θα ερμήνευε τον ομώνυμο ρόλο :«Να θυμάσαι πως έχει εύκολο το γέλιο και την οργή». Εξαιρετική! Θα μ΄ακολουθεί για καιρό, το αιλουροειδές αποφασιστικό βάδισμα και το βλέμμα της προς στο Βερσίνιν στην πρώτη πράξη και η σπαρακτική σκηνή του αποχωρισμού στην τελευταία.Όπου το μοναδικό ένστικτο και η πείρα του Γιάννη Νταλιάνη απογειώνουν τη σκηνή. Εκπληκτικός Βερσίνιν στο σύνολο της παρουσίας του.

Η Λένα Παπαληγούρα, ως Ειρήνη επιτυγχάνει να μεταμορφώνεται  σε κάθε πράξη! Αποδίδει ευκρινώς την παθιασμένη φύση της νεαρής, άπειρης εικοσάχρονης και από κοριτσάκι, ενηλικιώνεται για να γίνει στο τέλος μια γυναίκα,στεγνή από συναίσθημα, μαραζωμένη.

Ένα λουλούδι, που σιγά-σιγά χάνει τα πέταλά του, όσο το όνειρο της Μόσχας σβήνει και ο αληθινός έρωτας παραμένει ουτοπία...

Από τις πιο δυνατές σκηνές του έργου η ερωτική εξομολόγηση του Σαλιόνι -από τον επίσης πολύ καλό Δημήτρη Μπίτο- με το σκηνικό να μας δίνει την ευκαιρία να απολαμβάνουμε ακόμα και την πλάτη της ηθοποιού να παίζει!

Σχεδόν αδύνατον, να μην συγκινηθεί κανείς στον ο αποχωρισμός με τον Τούζενμπαχ "Η ψυχή μου μοιάζει με σπάνιο πιάνο που κάποιος το τριπλοκλείδωσε κι έχασε το κλειδί" 

Ο Παντελής Δεντάκης, ως Τούζενμπαχ αποδεικνύει για μια ακόμη φορά το υποκριτικό του εύρος. Ακολουθεί μοναδικά το μεγάλωμα της Ειρήνας, με την φθορά ενός ενήλικα- εκείνος δεν είναι βέβαια 20 χρονών, αλλά 42- και γίνεται το πρότυπο του τσεχωφικού ήρωα που έζησε με ματαιωμένες ελπίδες και πάλεψε για την ψευδαίσθηση της ευτυχίας μέχρι θανάτου. "Αυτό το χαμένο κλειδί μόνο μου τυραννάει την ψυχή και με κάνει να ξαγρυπνώ..." 

Η Όλγα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη θυμίζει σε αρκετά σημεία την Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας» χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ταιριάζει απαραίτητα με τον ρόλο.  Η ηθοποιός καταφέρνει να φέρει στη σκηνή όλη την απελπισία και το αδιέξοδο της γυναίκας που αισθάνεται πως δεν θα δημιουργήσει οικογένεια. Στο δεύτερο μέρος, στη σκηνή της πυρκαγιάς, με την σκηνοθετική επιλογή ,να υπερτονιστεί η κωμικότητα στην εμφάνιση της Νατάσσας (Μαριάννα Δημητρίου) δεν δόθηκε η ευκαιρία στην ηθοποιό να δείξει την συντριβή της ηρωίδας, έτσι εκεί το "Αυτή τη νύχτα γέρασα δέκα χρόνια"  χάνεται...

Γενικότερα, πάντως, τόσο η Μαριάννα Δημητρίου (Νατάσσα) όσο και ο Κώστας Κορωναίος (Κουλίγκινλ ή Θόδωρος) που οδηγήθηκαν σε πιο κωμικούς δρόμους έδωσαν μια ευχάριστη νότα στην παράσταση, τονίζοντας όμως, σε σημεία ακόμα περισσότερο την τραγικότητα και τα αδιέξοδα των ηρώων, μέσα από τις φαινομενικά ανάλαφρες ατμόσφαιρες που δημιουργούσαν.

Ο Ανδρέας του Λαέρτη Μαλκότση, ευνουχισμένος από αδερφές και σύζυγο σε κάθε πράξη  κάνει και εκπτώσεις, ώσπου στο τέλος γίνεται υποχείριο στα χέρια της Νατάσσας. Οι εντάσεις του ήρωα σχεδόν ανύπαρκτες και όμως παρούσες. 

Από τους βετεράνους ηθοποιούς ξεχωρίζει ο Τσεμπουτίκιν του Γιώργου Μπινιάρη έλαμψε σε κάθε πτυχή του αυτοσαρκαστικού ρόλου του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ