Στις 14 Σεπτεμβρίου, συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον θάνατο του Μ. Καραγάτση. Ηταν μόνο 52 χρονώ, ήδη πολυγραφότατος αλλά, όπως και να 'ναι, στην ηλικία που ένας συγγραφέας έχει να δώσει πολλά ακόμη στην Τέχνη του. Προκύπτουν πολλά what if από την πρόωρη «αποχώρηση» ενός τέτοιου συγγραφέα.
Τι θα γινόταν, ας πούμε, αν ζούσε και έγραφε για τουλάχιστον 30 χρόνια ακόμη; Πώς θα αποτύπωνε την Ελλάδα του 1960, του 1970, του 1980, ακόμη και των αρχών του 1990, τους μικρομεσαίους που έγιναν μεγαλοαστοί, τον έρωτα που έγινε βίντεο κλιπ;
Πέρα από αυτό όμως, τι κάνει τα μυθιστορήματά του μπεστ σέλερ έως σήμερα, να συναγωνίζονται σε πωλήσεις τα έργα σύγχρονων, ευπώλητων μυθιστοριογράφων; Γιατί, πριν από τρία χρόνια, ο Χρήστος Χωμενίδης είχε αναρτήσει στο Facebook, ως πρώτο ποστ της χρονιάς, ένα ξεγυρισμένο «Χρόνια πολλά Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν» λες και ο ήρωας του διάσημου μυθιστορήματος πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο; Νομίζω ότι η απάντηση σε μια από τις ερωτήσεις, εμπεριέχει και τις απαντήσεις στις υπόλοιπες.
«Αποχωρώντας» ο Καραγάτσης άφησε το πεδίο ελεύθερο στους νεότερούς του λογοτέχνες και συγχρόνως έργα που χρησίμευσαν ως «μήτρες» έμπνευσης και δημιουργίας. Καραγατσικά σπαράγματα υπάρχουν, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, σε πολλούς κατοπινούς συγγραφείς. Ο ίδιος ο Ταχτσής έλεγε πως το «Τρίτο Στεφάνι» κρύβεται στο «10», το πρώτο ελληνικό νεορεαλιστικό μυθιστόρημα. Και ο Κουμανταρέας κολακευόταν όταν εντόπιζε κάποιος τις νατουραλιστικές συγγένειές του με τον συγγραφέα της «Μεγάλης Χίμαιρας».
Κι αν δεν πέθαινε εκείνο τον Σεπτέμβριο (με τη βεβαιότητα ότι «οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου» όπως θέλησε να γραφτεί στον τάφο του); Τον φαντάζομαι να παρακολουθεί από μια γωνία της Σταδίου τις μεγάλες διαδηλώσεις των Ιουλιανών.
Να καγχάζει με την αισθητική της χούντας. Να προβληματίζεται με τις μεταπολιτευτικές συμπεριφορές. Και αν αυτά είναι εικασίες, ξέρω πώς θα αναφερόταν στον νεοπλουτισμό των χρόνων του ΠΑΣΟΚ. Οπως περιγράφει στον «Γιούγκερμαν» τον οικογενειακό πολιτισμό των Καραμάνων σε αντιδιαστολή με τους νεόπλουτους Σκλαβογιάννηδες: «...Η οικογένεια των Καραμάνων δεν γνώρισε τον μεγάλο πλούτο.
Το σερβίτσιο του φαγητού π.χ., στην εποχή που βγήκε από τα εγγλέζικα εργοστάσια (το 1850 πάνω κάτω) είχε μια μέση αγοραστική αξία. Τα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από τότε, το 'φεραν στην πρώτη σειρά της πολυτέλειας και του καλού γούστου. Στο τραπέζι των Σκλαβογιάννηδων θα μαρτυρούσε πως αγοράστηκε μόλις χθες, για δέκα λίρες. Στο τραπέζι των Καραμάνων έλεγε πως αγοράστηκε το 1850, από κάποιον Καραμάνο, για δέκα λίρες».
Ο Καραγάτσης δεν ήταν, όσο ζούσε, ιδιαίτερα αγαπητός στους κριτικούς. Ο ίδιος έλεγε ότι πολλοί - και συνάδελφοί του - θα πήγαιναν στην κηδεία του μόνο και μόνο για να βεβαιωθούν ότι πέθανε. Αν όμως μπορούσε σήμερα να δει από κάπου πώς ξεπουλάνε τα βιβλία του, την επιτυχία που έχουν οι θεατρικές διασκευές των έργων του, το ότι η επέτειος του θανάτου και της γέννησής του γίνεται event στα σόσιαλ μίντια, νομίζω ότι θα έλεγε την τελευταία λέξη που έγραψε στο μισοτελειωμένο «10». «Ας γελάσω...».
Πέπη Ραγκούση, Τα Νέα - 21.9.2020