Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

19 Μαρτίου 2016
Οι «Τρεις αδελφές» γράφουν για την ευτυχία
article image
ΑΡΘΡΑ

Πόσο μακριά είναι η Ιωάννα από την Μαρία, η Λένα από την Ειρήνη, η Αλεξάνδρα από την Ολγα; Πόσο μακριά είναι η Αθήνα από τη Μόσχα; Πόσο μακριά είναι το όνειρο από την πραγματικότητα - και το ανάποδο; Πότε σταματάμε να κυνηγάμε την ευτυχία; Πόσο υψηλές μπορεί να είναι οι ελπίδες μας γι' αυτήν; Τελικά, τι είναι ευτυχία; 

Οι τρεις πρωταγωνίστριες στο εμβληματικό έργο του Τσέχωφ εφορμούν από το πρωτότυπο του και γράφουν για το αβάσταχτο παρόν και για την αιώνια ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος.

Η Ολγα λέει: «Εγώ δεν ήθελα να γίνω διευθύντρια κι όμως έγινα, άρα στη Μόσχα δεν θα πάμε»

Είναι μια φράση που μοιάζει να ξεφεύγει από το στόμα της Όλγας, της μεγαλύτερης από τις «Τρεις Αδερφές», λίγο πριν σφυρίξει τη λήξη κάποιος άτυπος διαιτητής σε αυτόν τον αγώνα ανεύρεσης νοήματος από μεριάς όλων των απελπισμένων ψυχών που απαρτίζουν το εν λόγο έργο. Την διαλέγω ως αναφορά σχεδόν ανεύθυνα, συνειρμικά. Ή καλύτερα, με διαλέγει αυτή, εμφανίζεται μέσα στο μυαλό μου, και μου ζητά επίμονα βοήθεια. Και ας μην κουβαλά καμιά σοφία, κι ας μην προκύπτει, και από γραφής θαρρώ, μέσα από κάποια συναισθηματικά δραματική έξαρση. Αυτός είναι και ο λόγος που με συγκινεί ιδιαίτερα.

Η περαστική της διάθεση, πιο πολύ για να γίνεται κουβέντα εν ώρα αμηχανίας και αναμονής για κάτι πιο σημαντικό που είναι να έρθει. Και έτσι εκρήγνυται σαν άστοχη βόμβα στα βάθη ενός ωκεανού όπου κανείς δεν αντιλαμβάνεται την καταστροφική της συνέπεια. Ένας απολογισμός μιας ολόκληρης ύπαρξης, μέσα σε λίγες λέξεις που μοιάζουν με στοιχεία που απαρτίζουν ένα μαθηματικό πρόβλημα που ή καθηγήτρια - διευθύντρια πλέον του γυμνασίου της μικρής επαρχιακής πόλης - αναλύει για τους μαθητές της. Και όμως αν καλοεξεταστεί αυτή η εξίσωση, παρατηρείς ότι κάτι στην ουσία της είναι βαθιά διαστρεβλωμένο.

Βγάζει σωστό αποτέλεσμα αλλά μέσα από λάθος διαδρομή. Οι άγνωστοι παρανομαστές εντός της, ίσως είναι το κλειδί. Και τότε ξεκινούν εκ νέου τα ερωτήματα. Ας υποθέσουμε ότι η Μόσχα ισούται με το ιδανικό, με τον τόπο προβολής όλων των εκπληρωμένων επιθυμιών και το "διευθύντρια" αντιστοιχεί με το σύμβολο ενός υψηλού αξιώματος στο πεδίο της πεζής και ισοπεδωτικής πραγματικότητας. Βάση αυτού του δεδομένου, αναρωτιέμαι κατά πόσο το όνειρο που γιγαντώνεται και γίνεται ιδεώδες, ευθύνεται για την αίσθηση εγκλωβισμού και απογοήτευσης και όχι το αντίθετο. Όσο πιο πολύ εξυψώνεται η επιθυμία τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την δυνατότητα επέμβασης και υλοποίησης της. Όσο αρνούμαστε να αποδεχτούμε το ατελές της φύσης μας, να διαχειριστούμε τις αδυναμίες μας και αρνούμαστε να έρθουμε σε επαφή με την αλήθεια, τόσο γίνεται αναγκαία ή δόμηση αναμφισβήτητων ιδεολογιών και αψεγάδιαστων δογμάτων.

Τόποι απόδρασης, μαγεμένα δάση, Μόσχες. Όπου σαν σε παραμύθι «όλα είναι ανθισμένα και όλα τα λούζει ένα θερμό φως». Η σύγκρισή με την πραγματικότητα αναπόφευκτα καταλήγει να είναι ολέθρια και η πιθανότητα δράσης σε αυτήν γυναίκα με επιλογές που επιφέρουν κάποιο κόστος, γίνεται ασήμαντο και άσκοπο γεγονός. Και μετά αναρωτιόμαστε που πήγαν τα χρόνια, γιατί γίναμε διευθυντές χωρίς να το θέλουμε. Απουσιάζουμε από την ίδια τη ζωή, της κρεμάμε μια επιγραφή «Επιστρέφω σε λίγο» και χανόμαστε σε ένα μεσοδιάστημα απραξίας και ανικανοποίητου με το ρολόι σταματημένο. Όταν πλέον επιστρέφουμε, συνειδητοποιούμε πως το λίγο έγινε πολύ και ότι ούτε Μόσχα υπάρχει, ούτε ζωή. Κινητήριος δύναμη λοιπόν η Μόσχα, αλλά και παγίδα όταν τα όρια ξεπερνιούνται. Θύματα αλλά και θύτες της θλίψης και της μοναξιάς μας, εμείς οι περαστικοί που αρνούμαστε την θνητή μας φύση.

Και η Όλγα αντί για ενήλικη γυναίκα και δασκάλα, ένα παιδί απαρηγόρητο που του πήραν το ποδήλατο, μαθήτρια που έλυσε λάθος την άσκηση και πρέπει να τα κάνει τα μαθήματα της από την αρχή. Και ο κύριος Τσέχοφ, για όλους μας ένας οικογενειακός γιατρός, που δεν μασάει τα λόγια του, ανακοινώνει το θλιβερό ανακοινωθέν της ανίατης αρρώστιας αλλά κάνει ότι μπορεί για να σώσει τον ασθενή, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής που του απομένει. Ή καλύτερα ένας σκληρός αλλά και στοργικός πατέρας που σβήνει τα φώτα αλλά σου κρατά το χέρι για να κοιμηθείς δίχως να φοβάσαι. Χαμογελώντας στο σκοτάδι.

Η Ειρήνη λέει: «Η ψυχή μου μοιάζει με σπάνιο πιάνο που κάποιος το τριπλοκλείδωσε κι έχασε το κλειδί»

Στο υπόγειο του Μεγάρου Μουσικής υπάρχουν αρκετές αίθουσες που χρησιμοποιούνται σαν αποθήκες. Μια από αυτές γράφει απέξω «αποθήκη πιάνων». Έχω βρεθεί αρκετές φορές εκεί. Μαζί με τις αποθήκες συνυπάρχουν αίθουσες προβών και καμαρίνια. Κάθε φορά λοιπόν που βλέπω την επιγραφή για τα πιάνα νιώθω την ίδια περίεργη αναστάτωση. Φαντάζομαι τα μουσικά όργανα λίγο σαν να χουν ψυχή, τα φαντάζομαι κλειδωμένα, τριπλό κλειδωμένα ίσως, να περιμένουν ένα χέρι να τα αγγίξει για να τα ξεκλειδώσει και να τους δώσει φωνή.

Η Ιρίνα στις «Τρεις αδελφές», η Ειρήνη στην παράσταση μας, νιώθει λοιπόν σαν ένα τέτοιο πιάνο. Δέχεται να παντρευτεί τον βαρόνο Τούζεμπαχ με αντάλλαγμα τον γυρισμό στην ιδανική Μόσχα και του υπόσχεται πίστη και υπακοή. Η ψυχή της όμως, ένα πιάνο κλειδωμένο και πολύτιμο με το κλειδί χαμένο, είναι ανίκανη να του προσφέρει αγάπη. Η Ειρήνη δεν ξεκινά το έργο με αυτή την παραδοχή. Ξεκινά με όνειρα, με ελπίδα, ξεκινά σχεδόν με την έπαρση της νεότητας που την κάνει να πιστεύει ότι όλα θα τα καταφέρει. Η φράση αυτή έρχεται χρόνια μετά, στο τέλος του έργου.

Η ζωή προσγειώνει τους ανθρώπους και καμιά φορά η προσγείωση είναι τόσο απότομη που μοιάζει με ισοπέδωση. Γιατί σε έναν τόπο που δε μας χωράει δεν υπάρχουν περιθώρια για όνειρα. Η νιότη συνοδεύεται από πολλές προοπτικές που φεύγουν μέσα απ' τα χέρια μας. Όλα φεύγουν, «η ζωή φεύγει», όπως λέει και ξαναλέει στο έργο η Ειρήνη. Οι «Τρεις αδελφές» βιώνουν τη ματαίωση των ελπίδων τους γιατί έρχονται αντιμέτωπες με την πραγματικότητα, έρχονται αντιμέτωπες με το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Οραματίζονται έναν τόπο ιδανικό, τη Μόσχα των ονείρων τους, αρπάζονται από τη φαντασίωση μιας "Οκτάνας" για να κρατηθούν στη ζωή. Μια φαντασίωση ιερή που την φυλάνε σαν «προσευχή και σαν παιάνα».

Περιμένουν. Προσπαθούν να χαρούν, να διασκεδάσουν, να ερωτευτούν αλλά έρχεται ο χρόνος και σαρώνει το μέσα τους. Και τις ισοπεδώνει. Συχνά αναρωτιέμαι: Αρκεί η ματαίωση των ελπίδων για να κλειδώσει τη ψυχή; Αρκεί η έλλειψη προοπτικών και οι διάφοροι μικροί ή μεγαλύτεροι συμβιβασμοί για να μας κάνουν συναισθηματικά κλειδωμένους, συναισθηματικά ανάπηρους και άρα ψυχικά νεκρούς; Πόσο πρέπει κάποιος να έχει πονέσει για να “αποφασίσει” να κλειδώσει την ψυχή του, για να πει αυτό το ασυνείδητο «αρκετά» για να “προστατευτεί”; Ποιος είναι αυτός που στην περίπτωση της Ειρήνης κλείδωσε το πιάνο; Ο χρόνος που της έφερε απογοητεύσεις; Η αυστηρότητα με την οποία μεγάλωσε, που τη γέμισε με πρέπει και καταπιεσμένες επιθυμίες; Ένας γονιός/πατέρας που δεν την άφησε να αποκολληθεί από αυτόν και που οποιοσδήποτε και αν συγκρίνεται μαζί του της φαίνεται λιγότερος; Ένα έθνος ολόκληρο, η σχέση με την πατρίδα, το παρελθόν, την ιστορία, το βάρος που φέρει από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται και που της απαγορεύει την ελευθερία της σκέψης και την αναζήτηση αυτού που πραγματικά είναι;

Το έργο εκδόθηκε στη Ρωσία το 1901 κι όμως όλα αυτά τα ερωτήματα μοιάζουν στην Αθήνα του 2016 βασανιστικά επίκαιρα. Περπατώ στο δρόμο και κοιτάζω τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ασφυξία ,θλίψη,οργή, ίσως το τέλος των ψευδαισθήσεων. Άνθρωποι που μοιάζουν με πιάνα, πολύτιμα αλλά κλειδωμένα. Περνάω κάθε μέρα από την πλατεία Βικτωρίας - για ποια Μόσχα μιλάμε, όταν εδώ δεν υπάρχουν τα βασικά. Και τι είναι τελικά η Μόσχα; Τι είναι αυτό το ιδανικό; Αν όχι τόπος ειρήνης, τόπος ισότητας και ελευθερίας. Τόπος αγάπης, δικαιοσύνης, καλοσύνης. Τόπος που εξασφαλίζει σε όλους τους ανθρώπους να ζουν κ όχι να μάχονται για την επιβίωση. Τόπος που τους χωράει όλους, τους επιτρέπει να συνυπάρχουν ειρηνικά, να αναπνέουν και να ανθίζουν. Η Ειρήνη όταν αρθρώνει αυτές τις σπαραχτικές φράσεις είναι για μένα η μεγαλύτερη εξομολόγηση που θα μπορούσε να κάνει. Λέει την πιο κρυφή της αλήθεια. Κι αυτό το μοίρασμα ίσως είναι και μια πράξη αγάπης. Λέγοντας ότι δε μπορεί να αγαπήσει "φωνάζει" απαρηγόρητη πόσο ανάγκη έχει την αγάπη. Ο Βαρόνος όμως δεν αντέχει να ακούσει το μυστικό που κρύβουν τα λόγια της. Αν άκουγε πίσω απ' τις λέξεις ίσως η τρομακτική της ειλικρίνεια να ήταν μια νέα και ουσιαστική αρχή. Εκείνος μένει στο «δε σ' αγαπώ» και όχι στο κόστος και στο άνοιγμα που απαιτεί κάτι τέτοιο για να ειπωθεί. Σαν πιάνο που κλειδώνει λοιπόν εκείνη τη στιγμή κι ο Βαρόνος αποφασίζει να τελειώσει τη ζωή του.

Κάθε άνθρωπος περιμένει σαν τα πιάνα στην αποθήκη του Μεγάρου ένα χέρι να τον αγγίξει για να παίξει μουσική. Κάθε κλειδωμένη ψυχή ουρλιάζει για βοήθεια γιατί ξέρει ότι μόνο μέσα απ' την αγάπη ίσως βρει το χαμένο κλειδί της. Στην Αθήνα του σήμερα παλεύω με νύχια και με δόντια να κρατήσω ζωντανή την ελπίδα μιας «Μόσχας». Είμαι σίγουρη ότι εκεί τα κλειδιά δε θα' ναι χαμένα.

Η Μαρία λέει: «Δεν ζητάω τίποτα απλώς επαναστατώ απέναντι στην αδικία»

Το γνωρίζω ότι είναι δύσκολο να ζήσει κανείς μια ζωή ευτυχισμένη. Τι είναι ευτυχία; Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Να ζήσει όλα όσα ονειρεύτηκε. Να μην πεθάνει, να μην ματαιωθεί. Μπορεί όμως να αντισταθεί στην αδικία. Να σταθεί δυνατός, χωρίς φόβο, με δυνατή φωνή μπροστά στους άλλους αλλά και στον εν δυνάμει τερατώδη εαυτό του. Στην σκοτεινιά, στην δυστυχία, στον χρόνο, στον πόνο, στον μαρασμό.

«Όταν για λίγο γνωρίσεις την ευτυχία και ξαφνικά σου την ξαναστερήσουν, τότε αρχίζεις σιγά σιγά να σκληραίνεις και κακιώνεις. Κάτι εδώ μέσα μου βράζει...». Δεν θέλω να νιώσω ότι χάλασα. Ότι αρνήθηκα τον εαυτό μου. Θέλω την ελευθερία μου, την ζωή μου, την ψυχή μου. Όσο θα είμαι σε θέση να αναγνωρίζω την αδικία θα αντιδρώ. Προσπαθώ να κατανοήσω. Να συναισθανθώ, να συνυπάρξω. Επαναστατώ απέναντι στον εαυτό μου, στα όρια που επιτρέπω να μου επιβάλλει. Θέτω καινούργιους κανόνες σεβόμενη την ίδια την ζωή. Θα τους ακολουθώ έως ότου κάτι να αλλάξει, σε έναν κόσμο που «τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι».

Κι αν ξανανιώσω αδικία, τουλάχιστον θα έχω προσπαθήσει. Το πιθανότερο είναι το κέρδος να είναι η διαδικασία, η συνειδητή προσπάθεια για κάτι κι όχι ένα κραυγαλέο αποτέλεσμα. «Ο άνθρωπος πρέπει να αναζητά κάποια πίστη αλλιώς η ζωή του είναι άδεια...». Αναζητώ έναν καλύτερο άνθρωπο μέσα σε έναν ομορφότερο κόσμο.


Στέλλα Χαραμή

Πηγή:www.monopoli.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ