Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

09 Μαΐου 2020
«Το θέατρο είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει"
article image
ΑΡΘΡΑ

Η αναστολή λειτουργίας των θεάτρων και ο περιορισμός κυκλοφορίαςπου ακολούθησε βρήκε τον Δημήτρη Τάρλοου λίγες εβδομάδες πριν ο «Γιούγκερμαν» συμπληρώσει τη δεύτερη sold out σεζόν. Και ακόμη λιγότερες μετά την πρεμιέρα του «Δόξα κοινή». Ενα σκηνοθετικό πείραμα οπτικοποίησης ερωτικών στίχων ελλήνων ποιητών από τη Σαπφώ έως τον Καββαδία, σε σύνθεση του Στρατή Πασχάλη, που είχε ήδη γοητεύσει το κοινό. Αλλά επίσης και με πολλά σχέδια και συνεργασίες που είχαν πάρει τον δρόμο τους. Παρ’ όλα αυτά, στο τηλέφωνο ακούγεται αρκετά ψύχραιμος. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό του ότι, ενώ, ως σκηνοθέτης, αναδεικνύει και εμβαθύνει το συναίσθημα των ρόλων με τους οποίους καταπιάνεται, στον λόγο του αποφεύγει να «παίζει» με συναισθηματικές χορδές.

«Ολοι στο ίδιο καράβι είμαστε» λέει, θεωρώντας ότι αυτός ο «κοινός τόπος» βοήθησε να αντιμετωπίσουμε με όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο την πρωτόγνωρη καθημερινότητα του εγκλεισμού. Ωστόσο αναφέρεται στα προβλήματα που, λόγω καραντίνας, έγιναν, σίγουρα, πιο έντονα στις δυσλειτουργικές και στις με οικονομικά προβλήματα οικογένειες. «Είναι πολύ δυσάρεστο να ξέρει κανείς ότι σε διπλανά σπίτια έχει αυξηθεί, ως απότοκο της πίεσης που αισθάνονται οι άνθρωποι σε αυτές τις συνθήκες, η ψυχική ή ακόμη και η σωματική ενδοοικογενειακή βία». Ο ίδιος περιγράφει αυτού του είδους τα προβλήματα ως αστικά. «Φαντάζομαι ότι σε ένα χωριό τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η μικρή κοινότητα αντιδρά προστατευτικά όσον αφορά τέτοιες καταστάσεις. Κι εκεί βεβαίως συγκαλύπτοτνται διάφορα, αλλά στον κίνδυνο οι μικρές κοινότητες συσπειρώνονται και τα μέλη της αλληλοβοηθούνται».

Να είναι ίσως αυτή η συσπείρωση της «μικρής κοινότητας», άρα και της οικογένειας, που μας βοήθησε να συμμορφωθούμε στα μέτρα και να έχουμε τόσο καλά αποτελέσματα όσον αφορά στην αντιμετώπιση της πανδημίας; «Νομίζω πως ναι. Στην Ελλάδα είναι ακόμη δυνατός ο οικογενειακός ιστός. Με την έννοια ότι προστατεύουμε τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους συγγενείς. Δεν πετάμε τους ηλικιωμένους στα αζήτητα ούτε τους «παρκάρουμε» στη φρικτή εξορία των γηροκομείων. Γι’ αυτό και εξεπλάγησαν πολλοί από τις επιδόσεις μας στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Η προσήλωση στο λεγόμενο σόι που πολλές φορές είναι ενοχλητική, στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι μας έσωσε. Και θα πρέπει, μακριά από προκαταλήψεις, να διερευνήσει κάποιος γιατί συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα. Ισως να συνδέεται με την Ορθοδοξία. Δηλαδή ότι ακόμη υπάρχει, έστω και υποσυνείδητα, η αίσθηση της ορθόδοξης κοινότητας».

Αναφερόμαστε στους χιλιάδες νεκρούς στα γηροκομεία μίας χώρας όπως η Γαλλία, η κοιτίδα του Διαφωτισμού. «Ο δυτικός άνθρωπος είναι απόλυτα συνυφασμένος με τον Διαφωτισμό αλλά ο Διαφωτισμός έχει κι αυτός θρησκεία. Ιδίως ο Προτενσταντισμός λειτούργησε, ως έναν βαθμό, εναντίον του ανθρώπου, με την απομόνωση στην πόλη όπου ο καθένας μπήκε στο «κουτί» του, περιχαρακώθηκε στο διαμέρισμά του και ασχολιόταν αποκλειστικά με τα δικά του προβλήματα και καθόλου με τα του διπλανού του. Στην Ελλάδα, υπάρχει ακόμη - και φάνηκε σε αυτήν την κρίση – ένα ενδιαφέρον για τον άλλον. Και θεωρώ ότι ο τρόπος που κοιτάμε τον απέναντί μας είναι κάτι που θα πρέπει να μας απασχολήσει και αφού υποχωρήσει το πρόβλημα της πανδημίας».

Η αναφορά του σε θρησκείες φέρνει στην κουβέντα μας την έννοια της θρησκευτικότητας σε σχέση με την οποία ο Δημήτρης Τάρλοου προκρίνει την πνευματικότητα. «Πνευματικότητα, για μένα, σημαίνει να νοιάζεσαι για τον διπλανό σου σε ένα άλλο επίπεδο. Η θρησκευτικότητα είναι μια λέξη που μπορεί να μας βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Αλλά η πνευματικότητα – που πολλές φορές ταυτίζεται ή θα έπρεπε να ταυτίζεται με τη θρησκεία – φαίνεται να αρχίζει να παίζει έναν πιο σημαντικό ρόλο σήμερα. Βλέπουμε ότι η προσφορά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αρχίζει και πάλι να εκτιμάται. Οχι όμως ως φιλανθρωπία. Οτι δώσαμε, δηλαδή, λίγα ευρώ για να μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια αλλά ως ουσιαστική προσφορά προς τον άλλον και για το κοινό καλό. Εγώ το διαπίστωσα σε όλους όσους εξακολουθούσαν να δουλεύουν αυτό το διάστημα. Από τους οδοκαθαριστές έως το παιδί που μού έφερνε τα ψώνια στο σπίτι. Βλέπεις ότι στη στάση τους υπάρχει μια συσπείρωση. Ισως να πρόκειται για μια βαθύτερη ανάγκη. Η ασυδοσία των τελευταίων δεκαετιών πάντως μοιάζει να υποχωρεί και αυτό είναι παρήγορο». 

Μπορεί λοιπόν να προκύψουν και θετικά από αυτήν την κατάσταση; Διότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν βλέπουν τίποτα καλό παρά μόνο τον κίνδυνο να επεμβαίνει, στο μέλλον, το κράτος στην ιδιωτική ζωή των πολιτών. «Οπωσδήποτε υπάρχουν και θετικά στοιχεία με την έννοια ότι ο κόσμος πάντα χρειάζεται δραστικές αλλαγές που προέρχονται από γεγονότα άσχετα με τη θέλησή του. Εδώ υπάρχει ένα γεγονός που μας υπερβαίνει. Δεν θέλω καθόλου να αναφερθώ σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο ιός είναι μια συνωμοσία και κατασκευάστηκε σε εργαστήρια. Πρόκειται για την απόλυτη ανοησία. Αλλά ακόμη και αν, σε ένα υποθετικό σενάριο, ήταν έτσι, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα την αντίδραση των ανθρώπων. Βλέπουμε ότι υπάρχει μια συνολική μετατόπιση. Αν υπάρξουν ηγεσίες που θα μονιμοποιήσουν, με πρόσχημα την πανδημία, τα περιοριστικά μέτρα, θα είναι μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη, θεωρώ όμως ότι οι μεγάλες πλειοψηφίες δεν θα δεχθούν επ’ ουδενί, να ελέγχονται με αυτόν τον τρόπο. Στη χώρα μας , τουλάχιστον, δεν νομίζω η κυβέρνηση έχει στόχο να να ελέγχει κάθε μας βήμα. ...Οι ηγεσίες φαίνεται να διαχωρίζονται σε αυτές που βάζουν πρώτα την ανθρώπινη ζωή και μετά την οικονομία και σε αυτές που βάζουν πρώτα την οικονομία και μετά την ανθρώπινη ζωή. Αυτό διαπιστώνω». Συμφωνούμε ωστόσο ότι επιστρέφοντας στην κανονικότητα σίγουρα θα έχουν αλλάξει πολλά. Και στις αντιλήψεις και στις συνήθειες μας. «Κάποια από αυτά όμως ίσως έχουν μια αξία. Για να αναφέρω το απλούστερο, το να μη σπρωχνόμαστε στις ουρές. Αν, για παράδειγμα, τα παιδιά μάθουν ότι όταν στεκόμαστε στην ουρά δεν σπρώχνουμε τον μπροστινό μας, δεν συνωστιζόμαστε για πλάκα, θα διαμορφωθεί εν τέλει μια καινούργια κουλτούρα που θα είναι σαφώς καλύτερη. Από την άλλη υπάρχουν πολλοί τομείς που προφανώς χρειάζονται «άγγιγμα». Ο τομέας ο δικός μου, το  θέατρο, χωρίς «άγγιγμα» δεν μπορεί να υπάρξει».

Πραγματικά ο χώρος του θεάτρου είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν πληγεί περισσότερο από τα μέτρα. Για πρώτη φόρα τα τελευταία 150 χρόνια η Ελλάδα έχει μείνει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς θέατρο με όσα προβλήματα συνεπάγεται αυτό για τους επαγγελματίες του κλάδου. Οι διαδικτυακές παραστάσεις ήταν, από τις πρώτες μέρες του lockdown, μια «απάντηση»προς κάλυψη του κενού. Και το «Πορεία» του Δημήτρη Τάρλοου ήταν αυτό που έκανε την αρχή. Σαν ο ίδιος να ήταν έτοιμος από καιρό μάλιστα αφού από το 2000 που άνοιξε το θέατρο υπό τη δική του διεύθυνση, όλες οι παραστάσεις κινηματογραφούνται με τέσσερις κάμερες και τηλεσκηνοθεσία κάτι που ένας σοβαρός οργανισμός οφείλει να το κάνει για λόγους όχι μόνο αρχειακούς αλλά και εκπαιδευτικούς. «Μέσα από αυτήν την δράση λάβαμε χιλιάδες μηνύματα συμπαράστασης αλλά και αιτήματα. Απαντήσαμε, εγώ προσωπικά και η διεύθυνση παραγωγής, στα περισσότερα μέιλ. Είχαμε μια πολύ ουσιαστική «συνομιλία» με ένα τεράστιο κοινό και μείναμε έκπληκτοι από το ότι τόσοι πολλοί θεατές, όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά από σαράντα χώρες, κυρίως Ελληνες της ομογένειας αλλά και ξένοι, ήθελαν να δουν τη δουλειά μας. Αυτό, πέρα από το ότι μας έδωσε μεγάλο κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουμε, μας έδωσε και πολλές ιδέες. Για ζωντανή διαδικτυακή παρουσίαση, χρήση υπερτίτλων στα αγγλικά αλλά και για κωφούς και ανάγνωση για τυφλούς, συνεντεύξεις με συντελεστές ζωντανή μετάδοση σεμιναρίων, αναλογίων, συζητήσεων και πολλά ακόμη».

Περίπου 800.000 χρήστες «μπήκαν» στις παραστάσεις του «Πορεία» οι οποίες ανέβαιναν για ένα μόνο 24ωρο και κατόπιν συνεννόησης με όλους τους συντελεστές. «Από ‘δω και πέρα ο,τι, σχετικό με την διαδικτυακή μας δραστηριότητα κάνουμε θα ανήκει σε μία πλατφόρμα την οποία ήδη έχουμε δημιουργήσει και θα λειτουργεί ως pay on demand έτσι ώστε και τα συγγενικά δικαιώματα να προστατευθούν και να έχουν, σε μια τόσο δύσκολη εποχή, ένα μόνιμο εισόδημα οι καλλιτέχνες. Γιατί δεν φαντάζομαι ότι αυτές οι συνθήκες θα πάψουν να ισχύουν σύντομα και σίγουρα, η επαναφορά σε μια κανονικότητα δεν θα είναι ανέφελη και όπως την ξέραμε πριν από τα μέτρα. Ολα αυτά τα σκεφτόμαστε από τώρα και νομίζω ότι αυτό ακριβώς είναι το στοίχημα. Το πόσο εφευρετικός θα γίνει ο καλλιτέχνης ώστε να διατηρήσει την επαφή του με το κοινό. Το οποίο προφανώς θα είναι διστακτικό αλλά η ανάγκη να ξαναβρεθούμε στο θέατρο θα μας κάνει να ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες. Θεωρώ ότι θα γεννηθεί μια καινούργια σχέση και ότι ο κόσμος θα μας στηρίξει. Το θέατρο είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει. Δεν έχει πεθάνει ποτέ και δεν θα πεθάνει και τώρα». Ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι– και εννοώ ανθρώπους του χώρου – που θεωρούν ότι αυτές οι διαδικτυακές προβολές ακυρώνουν την επιθυμία του θεατή να παρακολουθήσει μια «πραγματική» παράσταση. «Βεβαίως και η ζωντανή εμπειρία του θεάτρου δεν αντικαθίσταται. Αλλά δεν διώχνει τον θεατή από το θέατρο μια κινηματογραφημένη παράσταση. Τον διώχνει μια κακή παράσταση».

Η νέα δράση του «Πορεία» ονομάζεται «Ολοι Εδώ». Από την ερχόμενη Τρίτη 12 Μαϊου και κάθε μέρα, θα προβάλλεται στην ιστοσελίδα και τα κοινωνικά δίκτυα του θεάτρου από ένα προσωπικό βίντεο σαρανταπέντε συνολικά δημιουργών – συγγραφέων, μεταφραστών, ποιητών, σκηνοθετών, ηθοποιών, μουσικών, χορευτών – που έχουν συμμετάσχει στην 20χρονη ιστορία του. Μπροστά στον φακό του Πάτροκλου Σκαφίδα θα διαβάζουν ένα αγαπημένο διήγημα, ένα ποίημα ή ένα απόσπασμα από θεατρικό έργο, θα συνθέτουν, ειδικά για την περίσταση, ή θα παίζουν ένα γνωστό μουσικό κομμάτι, θα κάνουν έναν χορευτικό αυτοσχεδιασμό. Ολοι με έμπνευση από την περίοδο του εγκλεισμού. Και, όπως συνέβη με τις παραστάσεις που έχουν προβληθεί, κάθε δωρεά των θεατών θα συμβάλει στη στήριξη υπερηλίκων αλλά και νεότερων ηθοποιών που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας ή διαβίωσης, μέσω του Ταμείου Αλληλοβοηθείας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. 

Από τις προηγούμενες παραστάσεις του «Πορεία» που έχουν ήδη ανεβεί στο διαδίκτυο, πρώτη σε θεαματικότητα ήταν η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ.Καραγάτση με 171.000 views,μετά οι «Τρεις αδελφές» του Τσεχωφ με 90.000, τρίτη η «Αγριόπαπια» του Ιμπσεν με 83.000 και πολύ κοντά το «Ευχαριστημένο» της Μαρίνας Καραγάτση. Ολες σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. «Η επίδοση του «Ευχαριστημένου» μού προξένησε εντύπωση διότι υπήρχε ένα μεγάλο άλμα ανάμεσα στα εισιτήρια που έκανε όταν παιζόταν και στις διαδικτυακές όψεις. Που σημαίνει ότι λειτούργησε η φήμη της παράστασης, οι εξαιρετικές κριτικές που πήρε και η περιοδεία της». Με την έως τώρα εμπειρία του κρίνει ότι με διαφορετικά κριτήρια επιλέγει το κοινό να δει μια διαδικτυακή παράσταση σε σχέση με μια «ζωντανή»; «Επαναλαμβάνω ότι το κοινό, είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη, το θέλγει μία καλή παράσταση. Φτάνει να είναι και καλά κινηματογραφημένη».

Ωστόσο, πέρα από τα του θεάτρου, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο πρόσωπο των ημερών, τον Σωτήρη Τσιόδρα.

«Από αυτόν τον επιστήμονα προκύπτει η ελπίδα για έναν νέο ουμανισμό. Ο άνθρωπος αυτός έκανε τους Ελληνες να καταλάβουν ότι, ανάμεσά μας, δεν υπάρχουν μόνο στεγνοί πολιτικάντηδες που κοιτάνε μόνο το συμφέρον τους. Υπάρχουν και άνθρωποι ταγμένοι στη δουλειά τους, διακεκριμένοι, οι οποίοι μπορούν να αρθρώσουν μια κουβέντα, ξέρουν καλά ελληνικά, ξέρουν την κλίση των τριτοκλήτων επιθέτων βρε αδελφέ. Ξερουν τι σημαίνει «πάσχω», έχουν συμπόνοια, για το παιδί, για τον γέροντα για όλους και, ταυτοχρόνως, δεν είναι πολιτικοί. Αυτός ο λόγος, ο όχι εγκάθετος, ο όχι εμπόλεμος, ο όχι εμπύρετος μπορεί να έχει ένα αποτέλεσμα στη ζωή μας. Να την κάνει λίγο πιο εύκολη, λίγο πιο ανεκτή».

Πριν κλείσουμε, τον ρωτάω αν, αυτήν την περίοδο, υπήρξε κάτι που τον θύμωσε ιδιαίτερα. «Ο θυμός μού κάνει πάρα πολύ κακό. Γενικά νομίζω ότι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε με ακραίο τρόπο. Οσο πιο ακραία είναι τα γεγονότα, τόσο εμείς πρέπει να είμαστε ήρεμοι, ισχυροί μέσα μας, δοτικοί, χωρίς να το διατυμπανίζουμε, και καθόλου μισαλλόδοξοι. Η μισαλλοδοξία θα πρέπει να υποχωρεί απέναντι στο πραγματικό πρόβλημα». 

Πέπη Ραγκούση, Τα Νέα, 9/5/20