Τι να πει κανείς… Με αυτοδικαίως κλειστά τα θέατρα ως χώροι συνάθροισης -και ποιος ξέρει μέχρι πότε…- διατελούμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε κατάσταση πολιτιστικής αναστολής. Είναι ειρωνικό μάλιστα πως η Πολιτεία για να σωθεί υποχρεώθηκε να στερηθεί ακριβώς αυτό το μέρος της που αντιστέκεται στη νόσο της συλλογικής κατάθλιψης και στην κατάπτωση του ηθικού της σε δίσεκτους καιρούς.
Ας είναι όμως, αφού έτσι πρέπει να γίνει... Η επαγγελματική σκηνή θα μας λείψει και η διακοπή της λειτουργίας της, εφόσον γίνει πολύμηνη, πρόκειται να αφήσει πίσω της βαθιά οικονομική πληγή. Ας μην ανησυχούμε όμως για το ίδιο το «θέατρο». Αυτό θα συνεχίσει, καθώς φαίνεται, να υπάρχει και να παλεύει για το ανοσοποιητικό σύστημα της πολιτείας του, κάποτε σαν πράξη αντίστασης ή ανθρωπιάς σε καιρό -αληθινού- πολέμου. Οπως αυτοί οι άνθρωποι που αποκλεισμένοι στην Ιταλία με τον φόβο της αρρώστιας, άρχισαν να τραγουδούν ο ένας στον άλλο από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους – ή οι άλλοι, στην Ισπανία, που με τη δυνατότητα συντονισμού των κοινωνικών δικτύων συγχρονίστηκαν για να μετατρέψουν μια βραδιά σε γεγονός, χειροκροτώντας τους ήρωες γιατρούς και νοσηλευτές τους… Ξεκινά με αυτούς μια αυθόρμητη παράσταση, ένα χάπενινγκ, ένα θέατρο πολιτικό και ουσιώδες, που τοποθετεί τον έναν απέναντι στο βλέμμα του άλλου και στη δράση του, που σπάει τα στεγανά της απομόνωσης και ξεχύνεται στον δημόσιο βίο.
Σκέφτηκα αυτήν την εβδομάδα να σχολιάσω λοιπόν κάτι τέτοιο, ανάλογο, ένα ξέσπασμα και χύσιμο του ατομικού στο δημόσιο και αντιστρόφως. Που έγινε πριν από πολλά χρόνια, καταμεσής της Φιλελλήνων, σημειώθηκε από έναν ποιητή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, και έδωσε σήμερα στους Στρατή Πασχάλη και Δημήτρη Τάρλοου τη βάση για τη σύνθεση της δικής τους ποιητικής επιθεώρησης με τον τίτλο «Δόξα κοινή».
Λειτουργεί παρηγορητικά ο λόγος τους. Γιατί θυμίζει πως ζωή και έρωτας υπάρχουν παντού και υπήρξαν πάντα, στους πολυσύχναστους δρόμους και ακόμα πιο πολυσύχναστους στίχους. Ο Πασχάλης φιλοξενεί στη σύνθεσή του ποιήματα που σαν τις ρούσικες κούκλες μοιάζουν να κρύβουν το ένα το άλλο και να το αποκαλύπτουν συνειρμικά, κι όμως στην πραγματικότητα γεννούν το ένα το άλλο σαν τα κύματα της θάλασσας. Ετσι κι εδώ. Η σύνθεση του Πασχάλη κάποια στιγμή αποσύρεται κι αυτό που έχουμε στα χέρια είναι ένα ποίημα-επιβήτορας να αρδεύει τα εδάφη της γλώσσας, να την οργώνει και να θερίζει τα σπαρτά της.
Να γονιμοποιεί. Τα ποιήματα και οι ποιητές που ακούμε μοιράζονται κάτι κοινό. Συμμετέχουν από κοινού σε μια γιορτή που δοξάζει το σώμα και τον έρωτα, την ανθρώπινη φύση και τη σεξουαλικότητα, τη γένεση μιας πάντα μεγάλης και πάντα νέας χαράς από το σχεδόν Τίποτα του θανάτου. Σαν την ποίηση του Εμπειρίκου που παίρνει από την οδό Φιλελλήνων την πεζή πραγματικότητα ενός δρόμου ντάλα καλοκαίρι και των πολλών κάθιδρων σωμάτων του καθημερινού αγώνα και τα επιστρέφει πίσω σε εμάς, αναπτερωμένα και θαυμαστά, λειτουργημένα στο απολλώνιο φως και τον διονυσιακό οίστρο. Εχει και η ποίηση τα δικά της, άχραντα Μυστήρια.
Θα ήταν λάθος λοιπόν να βάζαμε τους ποιητές της παράστασης στο «Πορεία» σε μια σειρά, μνημονεύοντας ονόματα και τα αποσπάσματα, από τη Σαπφώ μέχρι τον Σολωμό κι από τον Καβάφη μέχρι τον Καββαδία και τον Ελύτη. Δεν είναι αυτός ο σκοπός. Είναι να δούμε -να αισθανθούμε, μάλλον- πως πίσω από όλα αυτά υπάρχει η Ποίηση που σαν ρεύμα χτυπάει, εκτινάσσει, γεμίζει ενέργεια και ρίγος την οδό, είτε εκφράζεται με στίχους έμμετρους, είτε σε ρίμα, είτε με ελεύθερο στίχο είτε σε πεζό. Είναι η μεγάλη ανώνυμη Ποίηση μιας διαδρομής που μοιραζόμαστε όλοι και που φέρει λέξεις και ονόματα αληθινών ποιητών.
Αυτό είναι το πραγματικά πρωτότυπο σε ό,τι συνέβη στο «Πορεία». Η ποίηση πέρα από τα κλισέ μιας «ποιητικής βραδιάς» και ενός «ανθολόγιου» έγινε γιορτή κατάφασης και αισιοδοξίας, που για ήρωες έχει τελικά όχι τον ποιητή της «Οδού» αλλά τους ανώνυμους περαστικούς της Φιλελλήνων, εκείνους που κουβαλούν χωρίς να το ξέρουν την εικόνα του ποιητικού βλέμματός του προς τη ζωή.
Κατανοούμε πιθανόν πως έχουμε πια μετακινηθεί από τον χώρο της ποίησης σε εκείνον του θεάτρου. Είναι τέλος πάντων μια δημόσια λειτουργία αυτό που γίνεται, μια τελετή που δεν λέει αλλά σημαίνει την ταυτότητα του ανθρώπου. Από τον Δημήτρη Τάρλοου η λειτουργία της παράστασης δομείται με δύο κυρίως εργαλεία. Το πρώτο είναι η συνύπαρξη των μελών ενός διονυσιακού «θιάσου», γεγονός που οδηγεί το θέατρο στις ρίζες, στις ποιητικές αρχές του (αν το θέατρο ξεκινά από μια ποίηση έντονη τόσο ώστε να δονεί και να ενώσει πολλούς σε ένα σώμα). Οι Αλέξανδρος Βαμβούκος, Γιάννης Νταλιάνης, Αρης Μπαλής, Διονύσης Πιφέας, Ορέστης Χαλκιάς, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Θάλεια Σταματέλου, Λήδα Μανιατάκου, Αρετή Τίλη, Σίσσυ Τουμάση και ο επί σκηνής μουσικός της παράστασης Μάριος Παπούλιας αποτελούν τον ένα θίασο-σώμα του έρωτα και της ποίησης που δείχνει το μυστήριο και επιτελεί το θαύμα.
Επειτα ο Τάρλοου προχωρά στην κατασκευή εικόνων, δραστικών και αμετάφραστων σε κάθε απλή εκ μέρους μας περιγραφή, όπως το αίμα που στάζει πάνω σε πάγο. Πρόκειται για εικόνες ικανές να μεταφράζουν τη μια ποίηση, της γλώσσας, σε μια άλλη, της εικόνας και να μεταβάλλουν τη σκοτεινή πραγματικότητα σε φως. Με αυτά τα δύο εργαλεία, τον θίασο και το φως, ο Τάρλοου πειραματίζεται τελικά πάνω στο με ποιον τρόπο μπορεί να παρουσιαστεί επί σκηνής η ουσία της ποίησης χωρίς την παράθλαση κάποιας «ερμηνείας» ή ενός «νοήματος». Αν στο μέλλον συνεχίσει στην ίδια προβληματική, μπορεί να φτάσει κάποτε στις πηγές του Συμβολισμού, σε μια δημιουργία ικανή να μεταφέρει πράγματα που ούτε ερμηνεύονται, ούτε «διδάσκονται» – κι ωστόσο, παραμένουν λαλίστατα... Τα σκηνικά είναι της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια της Τζίνας Ηλιοπούλου και του Αλέξανδρου Γαρνάβου, η μουσική και τα ηχητικά τοπία της Λήδας Μανιατάκου και του Μάριου Παπούλια, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Κάτι σαν κι αυτό που λέει πως ένιωσε ο ποιητής έξαφνα τότε, καταμεσής της Φιλελλήνων, καταμεσής του καύσωνα. Σπάνια συμβαίνει. Ακόμα και αν η ποίηση όλη, η δική του και των άλλων, δεν μεταφέρει παρά την αδημονία μιας τέτοιας ακριβώς «στιγμής». Οταν όλα αποκτούν ενότητα και αρμονία, απαντοχή και πρόσωπο. Κι ό,τι έχασε κανείς στη ζωή νιώθει πως το κερδίζει πίσω πάλι…
Οταν κατανοεί πως «ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως».
Γρηγόρης Ιωαννίδης, Εφημερίδα των Συντακτών, 16.03.2020