Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

25 Ιανουαρίου 2020
Είδαμε την παράσταση «Γιούγκερμαν» στο Θέατρο Πορεία
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Μετά την συγκλονιστική «Μεγάλη Χίμαιρα», ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί, με μεγάλη επιτυχία για δεύτερη χρονιά την παράσταση «Γιούγκερμαν», από το βιβλίο των 1200 σελίδων του Καραγάτση,  παραθέτοντάς μας επί σκηνής το πιο προσωπικό και αυτοβιογραφικό κομμάτι της λογοτεχνικής του διαδρομής. Μια παράσταση που με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε.

Για να παρακολουθήσει κάνεις μία παράσταση που στηρίζεται σε ένα λογοτεχνικό έργο χιλίων διακοσίων σελίδων και να αποχωρήσει κατά το τέλος της ευχαριστημένος, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι επιεικής.

Aκόμη κι αν η παράσταση διαρκεί τρεις ώρες, αν την έχει σκηνοθετήσει ένας αξιόλογος σκηνοθέτης όπως ο Τάρλοου και την έχει διασκευάσει ένας ποιητής με όραμα και συνέπεια όπως ο Στρατής Πασχάλης, οφείλουν να επιλεγούν εκείνες οι συνθήκες, που σχετιζόμενες με την αντίληψή τους, θα δώσουν το καλύτερο δυνατό εμπειρικά αποτέλεσμα.

Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο και εκτενές, εμπεριέχει πολλές γεωγραφικές μετακινήσεις και περιβάλλεται από ένα εντονότατο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.

Αν ένας θεατής-αναγνώστης σπεύσει στο θέατρο προσδοκώντας να πάρει το 100% του βιβλίου φυσικά θα απογοητευτεί και αυτό όχι γιατί η παράσταση δεν είναι αξιόλογη, μα διότι είναι αδύνατο αυτό σε τόσο λίγο χρόνο να συμβεί.

Μία πρόκληση λοιπόν, όπου μετά την εξαιρετική «Μεγάλη Χίμαιρα» ο Τάρλοου επιλέγει ίσως το πλέον αυτοβιογραφικό και προσωπικό βιβλίο του Καραγάτση να αναμετρηθεί. Πρόκειται για μία παράσταση κατασκευασμένη με πολύ καλά συστατικά,  για την οποία χρησιμοποιήθηκε ένα επιτελείο 19 καλών ηθοποιών για να στηθεί. Μία πραγματικότητα περισσότερων από 30 δραματικών ρόλων, ένα πολύχρωμο χαλί, όπου οι διπλοί και τριπλοί ρόλοι, ώθησαν τη σημαντικότητα σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο.

Ο Φινλανδός Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, (Γιάννης Στάνκογλου), είναι ο κεντρικός ήρωας, γόνος πλούσιας οικογένειας, Ίλαρχος της Λευκής Φρουράς του τσάρου, όπου μετά την Ρωσική Επανάσταση με διάθεση άκρως τυχοδιωκτική έρχεται στην Ελλάδα.

Ένας άνθρωπος αδίστακτος, ο οποίος έχει ζήσει τη ζωή του στα άκρα, μετρώντας την πραγματικότητα μέσα από το ποτό, τις γυναίκες, τους εκβιασμούς, τη χαρτοπαιξία, την απάτη και τους φόνους.

Έχοντας όμως σπουδαία αντίληψη και πνεύμα οξύ, εισέρχεται στους κόλπους μιας Τράπεζας καταλαμβάνοντας θέση σπουδαία και κατά συνέπεια μία γρήγορη κοινωνική ανέλιξη και γόητρο. Γίνεται περιζήτητος όχι μόνον ως πρόσωπο σημαντικό στα οικονομικά πράγματα, μα και απέναντι στις γυναίκες.

Μία φυσιογνωμία αυτοκαταστροφική, ταξιδιώτης των πιο σκληρών και αδυσώπητων οραμάτων, ένας ήρωας τραγικός, που ποτέ μέσα από τις σχέσεις του με τους ανθρώπους δεν είχε γνωρίσει κάτι άλλο πέραν της μοναξιάς.

Μα ο δυνατός ελληνικός ήλιος ως στοιχείο κάθαρσης στοιχειώνει τον ήρωα, τον καταλύει, τον ξυπνά από τον διαρκή λήθαργο της κατάκτησης, καταδεικνύοντας του πράγματα αληθινά, όπως είναι ο ειλικρινής έρωτας και όχι ο αγορασμένος, καθώς και η πραγματική φιλία.

Μέσα σε όλη αυτή τη δίνη και το στροβιλισμό, ο Γιούγκερμαν αναζητά και τη μητέρα του που από χρόνια έχει χάσει, στοιχειοθετώντας και εμπλουτίζοντας την εξέλιξη, με έναν ακόμη μεγάλο πόνο.

Ο Γιάννης Στάνκογλου αξιοποιεί τη φυσιογνωμία, τη λεβεντιά και το ιδιάζον βλέμμα του με ουσία, έτσι ώστε ως πρωταγωνιστής του βιβλίου του Καραγάτση να επιτύχει να μας μεταδώσει σε μεγάλο βαθμό αυτό που πρέπει, αυτό που είναι και αυτό που σταδιακά γίνεται. Ένας αξιόλογος ερμηνευτής που με φυσικότητα και δυναμισμό γεμίζει τη σκηνή με την παρουσία του και σε καμία περίπτωση δεν μας αφήνει να πλήξουμε.

Από την άλλη τρεις,(τέσσερεις) καθοριστικοί χαρακτήρες, είναι εκείνοι που αποτελούν τα καίρια πορτραίτα, τις λέξεις κλειδιά ετούτου του δράματος.

Ο φίλος του Γιούγκερμαν Μιχάλης Καραμάνος, (Χρήστος Μαλάκης), ένας συγγραφέας, φιλόσοφος και συνάδελφος του στην τράπεζα, όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο, τον κατανοεί και μέσω της ιδιαίτερης σκέψης και του στοχασμού του, καταφέρνει να ανοίξει δρόμους στο μυαλό του πρωταγωνιστή. Δρόμους τόσο απέναντι στον εαυτό του, όσο και με κατεύθυνση τον ένα και μοναδικό έρωτα. Εξαιρετικός ο Χρήστος Μαλάκης στο ρόλο του, όπως και στο «Ευχαριστημένο», μεταδίδει όχι μόνο την πραγματική και ιδιάζουσα φύση του στοχαστή, του κυνικού, του φίλου, του παθιασμένου και του δίχως όρια ανθρώπου, μα μας πείθει και για την του ίδιου κατάληξη, δηλαδή τον εγκλεισμό στην ψυχιατρική κλινική.

Ο ένας και μοναδικός έρωτας, το ανέγγιχτο μέσα στη συντριβή, η Βούλα,(Θάλεια Σταματέλου), διάφανη και ευγενική, ο μίσχος ενός άνθους που ζητά να ανοίξει τα πέταλα του και να υποδεχτεί το γόνιμο φως του έρωτα. Του δικού τους έρωτα. Εύθραυστη, ντελικάτη, απόμακρη, μα και ολοκληρωτικά δοσμένη στο απραγματοποίητο, μας πείθει πραγματικά με τη σειρά της για τα αγνά κίνητρα του έρωτα της.

Η Βασιλική Τρουφάκου, (Ντάινα και Λίλη), ως η κόρη του διευθυντή της τράπεζας Carl μα και ως μητέρα του Γιούγκερμαν είναι πολύ καλή. Από τη μια γυναίκα πειρασμός, μία ελεύθερη και ξέφρενα εγωπαθής φύση, θελκτική, ανεπιτήδευτα επιτηδευμένη και από την άλλη ως η συντετριμμένη και αλκοολική μητέρα του πρωταγωνιστή, που με τον άστατο χαρακτήρα της τον στιγμάτισε από παιδί, όταν εκείνος την είδε στην αγκαλιά ενός οικογενειακού φίλου. Ένα γεγονός που γίνεται ορατό κατά το τέλος της παράστασης.

Τέλος η παρουσία του υπόλοιπου επιτελείου με την πολλαπλότητα και τις εναλλαγές των ρόλων τους, μα και την σταθερά καλή τους απόδοση, είναι πολύ σημαντική.

Η μουσική της παράστασης ορίζεται ως ένα από τα ουσιαστικότερα στοιχεία της, μιας και είναι ζωντανή. Η Κατερίνα Πολέμη μα και η Λένα Χατζηγρηγορίου και η Λήδα Μανιατάκου μας μαγεύουν με τους ήχους τους και δημιουργούν εκείνη την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία οι εντάσεις και η εξέλιξη του δράματος διαμορφώνεται υπό το σωστό πρίσμα.

Οι επιλογές των κοστουμιών του Άγγελου Μέντη πολύ σωστές,  εντάσσονται στην εποχή με ευλάβεια, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου άρτιοι, ενώ τα σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου και του Δημήτρη Αγγέλη λιτά, μινιμαλιστικά, με πολύ έξυπνο τρόπο δοσμένα, στοιχειοθετούν μία μακρά και πολύπλοκη διαδρομή στο χώρο και το χρόνο,  χωρίς σε καμία περίπτωση να τη δεσμεύουν ή να την επηρεάζουν αρνητικά. Σκηνοθετικά ο Τάρλοου, με τις οποίες λόγω του περιορισμένου χρόνου παραλείψεις, αντιμετωπίζει και κονταροχτυπιέται με το κείμενο του παππού του, προσπαθώντας να τον αποκωδικοποιήσει, να τον κατανοήσει, να ταυτιστεί με τη συλλογιστική του και εν τέλει να σερβίρει σε εμάς ζέστη και καλά μαγειρεμένη τη δική του οπτική απέναντι σε αυτό που έγραψε.

Και τα καταφέρνει με αξιοσύνη.

Εν κατακλείδι πρόκειται για μία παράσταση μεστή και καλοδουλεμένη με εξαίρετους ηθοποιούς και την αίσθηση της ποιητικής στην αρχή και το τέλος δοσμένη με μαεστρία, καθώς και τον τυχοδιώκτη “Οδυσσέα”, να αναγιγνώσκει στο βάθος, πίσω από τη θολή ατμόσφαιρα του μεγάλου ταξιδιού του, τα νέα δικά του νοήματα για την προσωπική του Ιθάκη.

Βασίλης Κοκκώνης,

23.01.20, FREE SUNDAY

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ