«Η φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο χαρακτηριστικός τρόπος ομιλίας του, είναι εικόνες χαραγμένες στη μνήμη μου. Το γεγονός ότι είμαστε και οικογενειακώς πολύ φίλοι με τον γιο του Λεωνίδα με βοηθάει να τον θυμάμαι, γιατί έχει κρατήσει πολλά από τη λαλιά του πατέρα του, το ύφος και το ήθος». Aπό τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού, ποιητής, πεζογράφος, ψυχαναλυτής και φωτογράφος, ο Εμπειρίκος είναι για τον Δημήτρη Τάρλοου «ένας φάρος, πυρσός λαμπρός». Με το ποίημά του «Εις την Οδό των Φιλελλήνων», μπήκε, όπως λέει, στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου «κι όχι με τον Σαίξπηρ ή την Ηλέκτρα».
Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και ηθοποιός ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του με την ευκαιρία της νέας του παράστασης που παρουσιάζεται στις 27 Ιανουαρίου. Εδώ, «η ποίηση μετατρέπεται σε δράση, ο θάνατος σε ηδονή και το σκοτάδι διαλύεται κάτω από το υπέρλαμπρο ελληνικό φως».
Ο Στρατής Πασχάλης έγραψε το κείμενο υπό τον τίτλο «Δόξα κοινή», σμίγοντας την ποίηση με το θέατρο. Από τη Σαπφώ, τον Σολωμό, τον Χορτάτση και τον Καβάφη, έως τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Καββαδία, διαφορετικές μεταξύ τους ποιητικές διάλεκτοι, «καθημερινές εικόνες, πανάρχαιες τελετουργίες, το γλωσσικό και το πολιτιστικό παρελθόν μας συναιρούνται για να υμνήσουν τον έρωτα, την απόλυτη αξία του ελληνικού πνεύματος, που καθιστά τα πάντα κοινά. Οπως και τη Δόξα. Κοινή».
«Νιώθω ότι το οφείλω στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ηθελα πάντα να κάνω ένα θέαμα που να βασίζεται στην ποίησή του» λέει στην «Κ» ο ιδρυτής του θεάτρου «Πορεία». «Κάθε ποίημα συνομιλεί με ένα άλλο και πολλές φορές συνομιλούν δύο ποιήματα μεταξύ τους στην ίδια υποενότητα. Ο ένας ηθοποιός μπορεί να μιλάει με μεσαιωνική ποίηση και να απαντούν οι άλλοι με Εγγονόπουλο. Ενδιαμέσως υπάρχει από τη δημοτική ποίηση ο “Μενούσης”. Ο Στρατής Πασχάλης τα έπλεξε αριστοτεχνικά».
Ο Δ. Τάρλοου γνώρισε τον Εμπειρίκο στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. «Εκείνος ήταν μεγάλος σε ηλικία και κι εγώ στα μικράτα μου. Oταν πέθανε, ήμουν εννέα ετών. Τον θυμάμαι αμυδρώς, αλλά ήταν τόσο χαρακτηριστική η παρουσία του. Είχε έρθει σπίτι μας. Τη γυναίκα του, Βιβίκα Ζήση, τη θυμάμαι πολύ καλά, ήταν φίλη της γιαγιάς μου, Νίκης Καραγάτση. Ο Ανδρέας φώναζε τη Βιβίκα, Μπινμπικούλι. Είχε μια ιδιόλεκτο που άλλαζε ανάλογα με το πρόσωπο. Αλλιώς μιλούσε με τον γιο του Λεωνίδα, αλλιώς με τρεις τέσσερις - φίλους του, αλλιώς με την πρώτη σύζυγό του, την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου. Αυτή η ιδιόλεκτος είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ποίησης, αλλά και της καθημερινότητας του Ανδρέα Εμπειρίκου».
Η σχέση του Δημήτρη Τάρλοου με την ποίηση υπήρξε βιωματική. «Ο λόγος που ασχολήθηκα ένα διάστημα μαζί της ήταν μια πολύ στενή παρέα που είχε η μητέρα μου με τον Νίκο Καρούζο, επί μια πενταετία: 1982-1986. Τότε ξεκίνησα να γράφω κάποια πρωτόλεια ποιήματα και ο Καρούζος με ενθάρρυνε πολύ και με δίδαξε με τον δικό του τρόπο. Ηταν ιδιότυπος άνθρωπος στα όρια της παραφροσύνης και του αλκοολισμού, αλλά για μένα αυτό ήταν η είσοδος σε έναν μαγικό κήπο. Εβλεπα μπροστά μου, πώς ένας ποιητής οδηγείται στην απελπισία, στην παραφροσύνη, στη μέθη και μέσω αυτής, γράφει μια φράση. Πολλές φορές στο σπίτι μου έγραφε σε μια χαρτοπετσέτα ένα ποίημα ή πέντε στίχους. Η περίοδος Καρούζου είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες και αστείες της ζωής μου. Ηταν εξαιρετικά σημαντική και σε συνδυασμό με την ποίηση του Εμπειρίκου που επίσης είχα γνωρίσει».
Σταμάτησε να γράφει παρότι το περιοδικό «Λέξη» είχε δημοσιεύσει ποιήματά του. Στο «Δόξα κοινή», ο Δ. Τάρλοου θέλει να δείξει ότι η ποίηση δεν είναι κάτι βαρετό ή ακατανόητο. Λέει ότι ο Ελληνας έχει απομακρυνθεί από τον ποιητικό λόγο «ίσως όχι άδικα, έτσι όπως διδάσκεται στα σχολεία», από το παραμύθι έως το δημοτικό τραγούδι, από τη βυζαντινή μελωδία έως τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια τα οποία περιλαμβάνουν ποίηση και μάλιστα υψηλή. «Ο στόχος ήταν να μιλήσουμε για τη διαχρονικότητα της γλώσσας, κάνοντας ένα παζλ, στο οποίο, με κέντρο τον
Εμπειρίκο, δημιουργείται ένας ιστός που ξεκινάει από τη Σαπφώ και καταλήγει στον Καββαδία. Η παράσταση είναι για τον έρωτα. Ηθελα όμως να μιλήσω και για την ελευθερία. Ζούμε σε βαθιά συντηρητικούς καιρούς και μάλιστα ο μεγαλύτερος συντηρητισμός προέρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις, τους νέους ανθρώπους».
Μέσα από το ποίημα «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», η παράσταση αναφέρεται σε όλες τις εκφάνσεις του έρωτα: πλατωνικό, παθιασμένο, προδομένο, ματαιωμένο, πορνικό, «όπου μέσα σ’ αυτόν κρύβεται η επανάσταση και το θαύμα». Θίγει όμως και το θέμα της ελληνικότητας και του μοντερνισμού. «Δανείζομαι αρκετά στοιχεία από την ελληνικότητα και τον μοντερνισμό των δεκαετιών του ’30 έως και του ’60, από τον Τσαρούχη μέχρι τον Κουν, από τη Ραλλού Μάνου μέχρι τους πίνακες του Εγγονόπουλου. Δανείζομαι εικόνες και ήχους για να κάνω μια νέα αναφορά στην ελληνικότητα, σα να δημιουργώ ένα νέο κύμα. Το πρόβλημα της γλώσσας ή της νοοτροπίας, ότι δεν ανήκουμε ακριβώς στη δυτική Ευρώπη, μας απαγορεύει να μας καταλάβουν επαρκώς. Με εξαιρέσεις σαν αυτή του Καβάφη».
Σε μια εποχή κατά την οποία «έχει πληγεί το κύρος της ποίησης» όπως είπε πριν από δύο χρόνια ο Στρατής Πασχάλης, αναρωτιέσαι τι είδους κοινό θα πάει στο «Πορεία». «Οι Ελληνες δεν διαβάζουν ποίηση, γι’ αυτό οι συνεργάτες μου με κοιτούν ανήσυχα, που αποφάσισα να κάνω αυτή την παραγωγή. Δεν είναι θέατρο λόγου αλλά θέατρο εικόνας και δράσης όπου οι ποιητικές φράσεις χρησιμοποιούνται περισσότερο ως οχήματα. Εάν ένα μέρος του κοινού που γνώρισε το “Πορεία” ως ένα ποιοτικό σοβαρό θέατρο ρεπερτορίου, αποφασίσει να δει την παράσταση, είναι τιμή μου. Δεν είμαι ανόητος να πιστεύω ότι θα έρθουν 100.000 θεατές όπως στη «Μεγάλη Χίμαιρα». Τέτοιου είδους θεάματα απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό αλλά αν πάει από στόμα σε στόμα, ναι, θα είναι έκπληξη».
Τι προσδοκά σε αυτή την αντιποιητική εποχή; «Είδα πρόσφατα την παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου, αφιερωμένη στο Γούντστοκ, και σε μια παρλάτα του ανέλυσε με ευαισθησία τον λόγο που προσδοκά σε μια νέα επανάσταση, η οποία θα προέλθει από τους νέους του αύριο.
Θα βρουν τον τρόπο και την ανάγκη να ανακαλύψουν ξανά την προσωπική επικοινωνία με τα πράγματα. Θα ερωτευθούν ξανά τον άλλον και την ίδια τη ζωή, μέσα από τον νέο ρομαντισμό. Αυτόν προσδοκώ».
Η φετινή χρονιά φαίνεται να είναι πολύ πιο δύσκολη για το θέατρο. Με πολύ λιγότερες παραστάσεις που πηγαίνουν πραγματικά καλά, και πολλές που κατέβηκαν λόγω έλλειψης κοινού. «Αρχίζει μια αυτορρύθμιση στο θέατρο», πιστεύει ο Δ. Τάρλοου. «Οταν σε μια πόλη έχεις υπερπληθώρα θεαμάτων, δεν αρκούν οι θεατές για να τα στηρίξουν όλα. Νεανικές προσπάθειες θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά μοιραία θα λιγοστέψουν οι παραστάσεις. Εφόσον, πλέον, το κράτος δεν επιδοτεί το θέατρο, αλλά με πενιχρά μέσα συγκεκριμένες παραγωγές, θα αρχίσουμε να προσέχουμε τι ανεβάζουμε και για ποιο λόγο. Θα αρχίσουμε να συνεργαζόμαστε περισσότερο μεταξύ μας, ώστε να υπάρξει αυτορρύθμιση. Τα θέατρα πρέπει να είναι τοπόσημα σε μια πόλη, δεν μπορεί να είναι κάθε αποθήκη και καημός».
Η «φωλιά»
Και αν τα κατάφερε το «Πορεία», που διανύει τον εικοστό του χρόνο, είναι εξαιτίας της οργάνωσης, του έγκαιρου προγραμματισμού, της αυτοθυσίας των τεχνικών, διοικητικών και ηθοποιών. «Είναι μια φωλιά που ξεπηδούν καλλιτέχνες με τη δική μας καθοδήγηση καθώς και άλλων σκηνοθετών που συνεργάζονται μαζί μας. Εξίσου σημαντικό έργο είναι και η Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής, που εγκαινιάσαμε φέτος με τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και τον Θανάση Τριαρίδη. Λόγω του Ιντερνετ, υπάρχει μια παγκοσμιοποιημένη δραματουργία – δεν ξέρεις αν μια ιστορία διαδραματίζεται στην Ελλάδα ή αλλού. Λείπει οποιαδήποτε νότα εντοπιότητας. Να γιατί οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς έχουν να δώσουν πολλά στα νέα παιδιά που διδάσκονται θεατρική γραφή».
Πληροφορίες & αγορά εισιτηρίων
Γιώτα Σύκκα
20.01.20, kathimerini.gr