Θυμόμαστε την ιστορία που μας μάθαιναν στο σχολείο, τους εορτασμούς με τις παρελάσεις για τα κατορθώματα των προγόνων μας και τη φέρνουμε σε αντιπαραβολή με τα όσα βιώσαμε στην παράσταση του Άρη Μπινιάρη και των συνεργατών του, που μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας κατάφερε να μας πει όσα δεν μας είπανε οι δάσκαλοι και τα σχολικά εγχειρίδια στα χρόνια που προηγήθηκαν. Το Ύψωμα 731 ήταν το σημείο-κλειδί του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο, το οποίο, αν έπεφτε στα χέρια των Ιταλών, θα οδηγούσε στην κατάρρευση και την άνευ όρων παράδοσή του. Ο σφοδρός βομβαρδισμός της περιοχής από το πυροβολικό και την αεροπορία του εχθρού, η οικτρή κατάσταση των Ελλήνων στρατιωτών από πλευράς αριθμητικής, συνθηκών και εξοπλισμού σε σχέση με τους αντιπάλους τους και η έμφαση που δόθηκε από τον ίδιο τον Μουσολίνι, που μετέβη στην περιοχή για να επιθεωρήσει αυτοπροσώπως την επίθεση των στρατευμάτων του, ανάγουν την αντίσταση σε μία ακόμη χρυσή σελίδα στην ένδοξη ελληνική ιστορία, όπως την έχουμε συνηθίσει.
Η παράσταση, όμως, διαφοροποιείται και χρησιμοποιεί το ιστορικό γεγονός ως αφορμή και αφετηρία για να μας μιλήσει πέρα από ηρωισμούς, νικητές και εθνικιστικούς αλαλαγμούς, για τον ίδιο τον άνθρωπο των χαρακωμάτων, που πίσω από τα διαλυμένα του άρβυλα, τα τρυπημένα του ρούχα, τις ψείρες, τον πόνο από τα κρυοπαγήματα και το φόβο για την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο του, βρίσκονταν οι σκέψεις των αγαπημένων προσώπων, ο Θεός και η Παναγιά, οι αναμνήσεις από τα μέρη που άφησε πίσω του, όντας βοσκός, αγρότης, αμούστακο παιδί ή οικογενειάρχης με την αγωνία του τι θα απογίνουν ο ίδιος και οι δικοί του.
Ο Μπινιάρης, στηριζόμενος σε πραγματικές μαρτυρίες επιζώντων και σε άρθρα εφημερίδων της εποχής, συνθέτει ένα κείμενο - ποίημα με στίχους γεμάτους από στιγμές και μνήμες αληθινές, που ξεπερνούν τις εξιστορήσεις και τις περιγραφές των βιβλίων, προχωρώντας, πέρα από τους "μανδύες" του υποκειμενισμού της ιστορίας, των πολλαπλών ερμηνειών και αναγνώσεών της, στην "απογυμνωμένη" παρουσίαση των ηρώων της, εκείνων που, χωρίς να το ζητήσουν, βρέθηκαν σε αυτή τη θέση από όλους τους υπόλοιπους.
Η συνύπαρξη των στίχων με τη ζωντανή ροκ μουσική, τους φωτισμούς και το εφέ του καπνού, που προϋπάρχει στο χώρο βάζοντάς μας στο κλίμα του έργου, δίνουν πνοή στις λέξεις που γίνονται ένα μαζί τους για να μας μιλήσουν απευθείας στην ψυχή και την καρδιά, μέσα από μία μοναδική έκρηξη συναισθημάτων.
Μουσικοθεατρική περφόρμανς με στοιχεία ροκ όπερας και δραματοποιημένης αφήγησης, που καταφέρνει με τις αποσπασματικές της φράσεις και στιγμές να μας βάλει στο ρυθμό του ολέθρου, της παράνοιας και της απόγνωσης του πολέμου. Ξεχνώντας στρατόπεδα, νικητές και ηττημένους, αντικρίζουμε το ίδιο το γεγονός χωρίς τα "συρματοπλέγματα" και τους περιορισμούς των συνόρων, του χρόνου, του τόπου και των κάθε λογής κορώνων, που ωραιοποιούν τη βία του πολέμου και τους εφιάλτες που προκαλεί ακόμη και στους "ήρωές του", με ή χωρίς εισαγωγικά.
Ο συνδυασμός των ερμηνειών των Άρη Μπινιάρη και Κώστα Σεβδαλή με τους ήχους των τυμπάνων του Πάνου Σαρδέλη, του μπάσου του Βίκτωρα Κουλουμπή και της κιθάρας του Χρήστου Γεωργόπουλου δίνουν μία ανεπανάληπτη δυναμική στην κάθε λέξη, μεταμορφώνοντάς την σε εικόνα και βίωμα, που έρχεται να μας "βομβαρδίσει" χωρίς σταματημό, μέχρι να σιγήσουν οι φωνές με τις νότες τους και να ακουστεί το χειροκρότημα.
Υπάρχει και αυτός ο τρόπος, υπάρχει και αυτή η ιστορία και καλό θα είναι να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της τέχνης στην προσέγγισή της, ως μέσου που δε βάζει όρια, δε διαχωρίζει και δε φανατίζει, παρά αναζητά την αλήθεια, όχι για το μύθο της, αλλά για τους ανθρώπους της. To θέατρο μπορεί αφοπλιστικά και άμεσα να απομυθοποιήσει την ιστορία, φέρνοντάς την μπροστά στην αλήθεια των γεγονότων της. Απόδειξη των παραπάνω, από τη σύντομη κουβέντα που είχαμε με τον δημιουργό μετά το τέλος της παράστασης, τα δακρυσμένα βλέμματα των θεατών όταν και παίχτηκε το ίδιο έργο στο φεστιβάλ Mittelfest της Ιταλίας.
Κλείνουμε με απόσπασμα από τον Άγγελο Τερζάκη που πολέμησε και έζησε τη φρίκη για να την περιγράψει:
"Εκείνοι που στέκονταν τώρα γαντζωμένοι εκεί απάνω μέσα στη νύχτα, δεν έμοιαζαν με πλάσματα ανθρώπινα. Είτανε κάτι σκέλεθρα ντυμένα με κουρέλια, επίδεσμους, φαντάσματα μαυριδερά και αγριεμένα, όλο χώμα και ιδρώτα που παγώνει, μάτι γυαλιστερό από την πείνα, την αγωνία, την πάλη με το Χάρο… "
Στο τέλος των μαχών για το ύψωμα οι νεκροί Έλληνες ανήλθαν στους 125, οι νεκροί Ιταλοί στους 1.000, οι Ιταλοί τραυματίες στους 3.000, οι Έλληνες τραυματίες στους 425, έχοντας και 28 αγνούμενους.
Αναγνωρίσαμε τμήματα του κειμένου σε αποσπάσματα των συνεντεύξεων επιζώντων και άρθρων της εποχής σε σχετικό αφιέρωμα της Μηχανής του Χρόνου.
Νίκος Πράσσος
26.11.2019, paspartou