Πρόκειται για μια από τις παραστάσεις που μάγεψαν το κοινό πέρυσι. Η επιτυχία της -150 sold-out παραστάσεις και 35.000 θεατές – δεν ήταν τυχαία αφού πρόκειται αφενός για ένα μυθιστόρημα με γερούς χαρακτήρες και αφετέρου για τη μεταφορά του επί σκηνής από τον Στρατή Πασχάλη και τη σκηνοθεσία του από τον Δημήτρη Τάρλοου. Ο «Γιούγκερμαν», το εμβληματικό μυθιστόρημα που θεωρείται το πλέον εντελές και συναρπαστικό του συγγραφέα, γράφτηκε το 1938 δύο χρόνια μετά τη «Χίμαιρα» και πέντε χρόνια μετά τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», μαζί με τα οποία σχηματίζει την τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Η παράσταση συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Πορεία με ένα καστ είκοσι ηθοποιών που συμπληρώνεται από ζωντανή μουσική, μοναδικά κοστούμια και σκηνικά. Η Βασιλική Τρουφάκου μιλάει για τη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου και τους δύο ρόλους της Ντάινα και της Λίλη που υποδύεται.
«Είχα διαβάσει τη “Μεγάλη Χίμαιρα” κάπου μετά το Λύκειο και πραγματικά είχα γοητευτεί και αργότερα όταν σπούδαζα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 2007, διάβασα “Το Δέκα”, καθώς ήταν η εποχή που παιζόταν το σίριαλ στην τηλεόραση» λέει η Βασιλική Τρουφάκου. Το μυθιστόρημα “Γιούγκερμαν” δεν το είχα διαβάσει, το διάβασα πρώτη φορά όταν μιλήσαμε με τον Δημήτρη Τάρλοου γι’ αυτή την παράσταση. Διαφορετική εμπειρία. Θεωρώ ότι ο Καραγάτσης δεν κατέχει τυχαία τη θέση του στις καρδιές του κόσμου, γιατί η γραφή του έχει αφομοιώσει πολλά πράγματα. Εκφράζεται αβίαστα, όπως ένας ταλαντούχος λογοτέχνης κάνει, παρόλο που τα πράγματα είναι κάπως χωνεμένα μέσα του. Εξεπλάγην όταν έμαθα ότι ο Γιούγκερμαν γράφτηκε σε νεαρή ηλικία, γιατί έχει πράγματα από οικονομικές γνώσεις και αυτή την υψηλή διαίσθηση του καλλιτέχνη ως προς τη θέση των ηρώων του. Επεδίωκα τη συνεργασία με τον Δημήτρη Τάρλοου, ήθελα να δουλέψω μαζί του και τελικά ήρθε η ώρα. Η παράσταση είναι τρεις ώρες, είναι η δεύτερη χρονιά που συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία και αυτό οφείλεται στην πανταχόθεν φροντίδα. Αυτό είναι που κάνει επιτυχημένη αυτή την παράσταση και νομίζω ότι γενικά ισχύει αυτό. Φροντίδα από παντού, από τη σκηνοθεσία, την επιλογή των ηθοποιών μέχρι τα κοστούμια, τα σκηνικά, τους φωτισμούς, τη μουσική, τη χορογραφία είναι όλα προσεγμένα και φυσικά το ίδιο το έργο που έχει μεγάλη γοητεία».
«Ερμηνεύω δύο ρόλους, τη Ντάινα και τη Λίλη» συνεχίζει η ηθοποιός. «Η Ντάινα είναι ένα πρόσωπο- ερωτικό απωθημένο και γενικά ερωτικό σύμβολο μέσα στο έργο. Απεικονίζει μια γυναίκα με μια πιο σκοτεινή γυναικεία πλευρά. Ένα πρόσωπο το οποίο ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, για τις επιθυμίες του, παίζει -αν και πολύ μικρή, τη συναντάμε στο έργο 17 χρονών. Είναι ένα θρασύ άτομο και όμως σεξουαλικά πολύ γοητευτικό. Το σεξαπίλ που εκπέμπει, παρόλο που οι άνδρες δεν καταλαβαίνουν γιατί τους συμβαίνει, ωστόσο τους συμβαίνει όπως και στους χαρακτήρες του Καραμάνου (Χρήστος Μαλάκης) και του Γιούγκερμαν (Γιάννης Στάνκογλου). Για κάποιο λόγο αυτή η γυναίκα, αυτός ο ερωτισμός ο θρασύς και ο προφανής, έχει απήχηση. Είναι μια κοπέλα η οποία παίρνει ότι θέλει και διεκδικεί, είναι ένα πρόσωπο που δεν κινείται από το συναίσθημα αλλά από το θέλω της. Μεγαλώνει βέβαια μέσα στο έργο, τη συναντάμε και σε πιο γυναικεία άνθιση στο τέλος του έργου. Η Λίλη είναι η μητέρα του Γιούγκερμαν την οποία συναντάμε στη Γκρενόμπλ. Ο ίδιος ο Καραγάτσης έχει αρκετές αναφορές μέσα στο έργο, όπου ο Γιούγκερμαν λέει πόσο πολύ η Ντάινα του θύμιζε τη μητέρα του, γι΄αυτό και δραματουργικά είναι εξαιρετικά δόκιμο να παίζεται από τον ίδιο ηθοποιό. Σχεδόν επιβάλλεται. Λέει δεν μπορώ να τις ξεχωρίσει και στο τέλος δεν μπορεί να τις ξεχωρίσει. Θεωρώ ότι το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου ήταν αυτό που με κέρδισε πιο πολύ από όλα. Αυτός ο χορός τον οποίο έχουμε και εμείς στο θεατρικό αλλά όσο μπορούσαμε, γίνεται μια μεταφυσική κουβέντα πάνω στην προσωπική ιστορία του ήρωα. Είναι σπαρακτική. Πώς αυτός ο άνθρωπος λέει τι του συνέβη και λίγο πριν πέσει η αυλαία της ζωής του για πάντα, ξυπνάνε όλες οι αναμνήσεις και όλα τα αισθήματα ζωής και του ζητάνε εξηγήσεις. Είναι συγκλονιστικό και αξίζει να διαβάσει κανείς το βιβλίο γι’ αυτό πιο πολύ. Η Ντάινα του θύμιζε εμφανισιακά τη μητέρα του τη Λίλη, η οποία είναι ένα άλλο πρόσωπο που ερωτεύτηκε, που αλώθηκε από το πάθος της για έναν άνδρα και εγκατέλειψε τα παιδιά της αφήνοντας μια ζωή παροχών για να ακολουθήσει τον έρωτά της με ολέθριες συνέπειες, γιατί τη συναντάμε σε μια προχωρημένη παρακμή. Υπάρχει μια σκηνή ανάμεσα στον Γιούγκερμαν και τη μητέρα του όπου της λέει να έρθει μαζί του και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Εκείνη του απαντά ότι είναι περασμένα μεσάνυχτα. Κάποιες φορές είναι πολύ αργά για κάποιους ανθρώπους και για κάποιες προσπάθειες, το οποίο είναι σπαρακτικό γιατί έχουμε μάθει να είμαστε αισιόδοξοι, να το παλεύουμε αλλά η τραγική αλήθεια είναι ότι μερικές φορές είναι πολύ αργά».
Μαριλένα Θεοδωράκου
11.2019, theatermag