Ο Δημήτρης Τάρλοου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ηθοποιός και σκηνοθέτης σε παραστάσεις που δεν ξεχνιούνται, ιδρυτής του Θεάτρου Πορεία, που έκλεισε τα είκοσι χρόνια, έχει γίνει πόλος έλξης με παραστάσεις όπως η Μεγάλη Χίμαιρα, η Αγριόπαπια, ο Γιούγκερμαν και απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει να το κάνει. Κουβαλά μια βαριά οικογενειακή κληρονομιά ως εγγονός του Καραγάτση και ένα επίσης πολύ σοβαρό, συγχρόνως ευγενέστατο και οξυδερκές ύφος, που μπορεί ν’ αγχώσει λίγο, στην αρχή μόνο τουλάχιστον, τον συνομιλητή – εν προκειμένω εμένα! Κι επειδή το συνηθίζει να απαντά με ερωτήσεις κι επειδή ό,τι φοβάσαι παθαίνεις, όταν τον ρωτάω για την αίσθηση του ξένου μέσα του, η πρώτη του απάντηση είναι, φυσικά, ερώτηση:
«Αν είχατε έναν από τους δυο γονείς σας ξένο, πώς θα νιώθατε; Ένας από τους λόγους που έπεισα τον πατέρα μου να φύγει από την Ελλάδα, ήταν όταν πήγε σε ταινία του Γούντι Άλεν τη δεκαετία ‘70, και ήταν ο μόνος που το απολάμβανε και γελούσε με τις ατάκες του. Οι Έλληνες τότε δεν τις καταλάβαιναν. Αυτή την αίσθηση την έχω μερικές φορές. Αλλά αυτή η ώσμωση έχει βέβαια και πολύ ενδιαφέρον. Η μοναξιά και η αίσθηση αποξένωσης είναι για τους καλλιτέχνες πηγή δημιουργίας, για άλλους πηγή κατάθλιψης και χαπιών. Η αίσθηση του ξένου υπάρχει και στον Καραγάτση. Ίσως γι’ αυτό μ’ ενδιέφερε να ασχοληθώ τόσο πολύ, κι όχι σε επίπεδο συγγένειας. Πράγματι δεν αισθάνομαι κοντά σε διάφορες εκφάνσεις του σύγχρονου ελληνικού βίου και προσπαθώ να κάνω ασκήσεις χαλάρωσης..!»
Αυτό το αισθάνεστε και στο θέατρο;
Συχνά αισθάνομαι ότι αυτό που ζητάω, ενώ είναι κατανοητό σε συναισθηματικό επίπεδο, ακόμα και από τους πολύ ευφυείς ηθοποιούς, είναι ξένο στη νοοτροπία τους. Το καταλαβαίνουν, αλλά ζορίζονται να το εφαρμόσουν. Το γερμανικό θέατρο π.χ. δεν φαινόταν πολύ ξένο μέχρι που άρχισαν να το μιμούνται όλοι με ευλάβεια; Έτσι είναι όμως ο γερμανικός τρόπος έκφρασης, άρα στη σκηνή είναι συμβατό. Στους Έλληνες δεν είναι. Γι’ αυτό ποτέ δεν ζητάω τέτοιου είδους έκφραση. Ζητάω όμως μια απόσταση από τα πράγματα, να μπουν σε ένα βάθος ή να παίξουν ένα δεύτερο κείμενο, το οποίο δυσκολεύονται να κάνουν και εύκολα γίνονται συναισθηματικοί και τελικά μελό. Επίσης δυσκολεύονται πολύ να αυτοσαρκαστούν.
Εσείς όμως μπορείτε να αυτοσαρκαστείτε;
Δίνω άλλη εντύπωση; Αυτά είναι άμυνες. Όσο κατηγορούμαι για σνομπισμό, ελιτισμό αυστηρότητα, απόμακρη διάθεση, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια άμυνα απέναντι σε μια περιρρέουσα ελαφρότητα. Το απολαμβάνω επίσης πολύ όταν με μιμούνται. Ο [Λαέρτης] Μαλκότσης με κάνει τέλεια όταν σκηνοθετώ, γελάω πάρα πολύ! Ξέρετε πού χάνω το χιούμορ μου; Με τη βαρβατίλα και την αγένεια.
Με την κριτική;
Την έχω χάσει πολλές φορές την ψυχραιμία μου. Κακώς. Στην πραγματικότητα, ξέρετε, είμαι θυμικός, έχω ξεσπάσματα. Προσπαθώ να το αλλάξω. Όσο πάει, τόσο λιγότερο τα βγάζω στους ηθοποιούς, αυτή τη σοφία την κατακτώ σιγά σιγά. Τα ξεσπάσματα είναι μάταια, απλές εκτονώσεις, εκρήξεις προσωπικής ανασφάλειας. Στο θέατρο πρέπει λιγάκι να το συγκρατήσεις, γιατί αν εκρήγνυται ο εμπνευστής μιας δουλειάς, πώς να λειτουργήσουν οι ηθοποιοί; Να έχεις ψυχραιμία, ακόμα κι αν όλα πάνε στραβά και υπομονή, που τη μαθαίνω κι εγώ σιγά σιγά μέσα από τη σκηνοθεσία, γιατί είμαι ανυπόμονος άνθρωπος.
Την περιμένατε τόση επιτυχία με τη Χίμαιρα;
Ποτέ δεν περιμένεις την επιτυχία! Όπως και τον θάνατο. Αν σκεφτόμουν τι μεγάλη επιτυχία μπορεί να έχει, θα ήμουν άθλιος καλλιτέχνης. Σκέφτομαι μόνο αυτό που θέλω να κάνω, την επιθυμία μου σε σχέση με ένα κείμενο. Γι’ αυτό και οι επιλογές μου φαινομενικά τουλάχιστον είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Όταν το πρότεινα στο Φεστιβάλ Αθηνών επί Λούκου, αν μου λέγατε ότι θα παιζόταν για 4 χρόνια και θα το έβλεπαν 100.000 άνθρωποι, θα σας έλεγα τρελούς. Φυσικά υπήρχε πρόβλεψη ν’ ανέβει στο Πορεία μετά, αλλά χωρίς να είμαι πεπεισμένος ότι θα είχε τη σούπερ επιτυχία και μου φαινόταν βουνό. Ακόμα όταν το σκέφτομαι, δεν ξέρω πώς έγινε, σαν να μην το έχω κάνει εγώ!
Δεν φαίνεστε πάντως να μην πιστεύετε στον εαυτό σας.
Στην Ελλάδα πρέπει κανείς να έχει την άνεση του σούπερ τρέντυ, που κάνει 4 σκηνοθεσίες στην καθισιά του κι όλα τα σφάζει και τα μαχαιρώνει. Εγώ δεν τυχαίνει να έχω αυτή την ευκολία, το ομολογώ. Δεν έχω την αίσθηση ότι είμαι σπουδαίος σκηνοθέτης, αλλά έχω την πεποίθηση ότι όταν ασχολούμαι με κάτι, το κάνω με σοβαρότητα και σε βάθος. Ενώ σε άλλα πράγματα είμαι πολύ άτολμος, στο θέατρο ξέρω πολύ καλά τι θέλω κι έχω μεγάλη πίστη σε αυτό που κάνω. Έτσι αποκτώ μια σχέση με το αντικείμενο και τους ηθοποιούς, ώστε να παραχθεί κάτι που έχει ζωντάνια, να συμβαίνει κάτι επί σκηνής που να μην προκαλεί φρικώδη νύστα!…
Και δοκιμάζετε διάφορες φόρμες για να πετύχει αυτό;
Όλα έχουν ξαναειπωθεί. Το θέμα είναι στη συγκεκριμένη φόρμα που θα διαλέξεις, τι έχεις να πεις σε προσωπικό επίπεδο. Αν εγώ λοιπόν εγώ έχω να σας πω κάτι μέσω του Γιούγκερμαν για τη στάση μου απέναντι στη ζωή, τον θάνατο, την επιτυχία, την αποτυχία, την άνοδο, την πτώση, τον έρωτα, τη μειονεξία, το σύμπλεγμα, την ελληνική αυθάδεια, το μιμητισμό, τις ανόητες γκόμενες, τα ανύπαρκτα κοριτσάκια που όμως κρύβουν τεράστιο βάθος – αυτά που μου έρχονται συνειρμικά σε σχέση με τον Γιούγκερμαν -, τότε πιστεύω πως θα το ακούσετε. Αυτή είναι για μένα η διαφορά μεταξύ αληθινού θεάτρου και απλής απεικόνισης και όχι η φόρμα. Οι πιο σημαντικές παραστάσεις που έχω δει ήταν αυτές που δεν είχαν φόρμα ή μάλλον που είχαν ουσία πέραν της φόρμας, ήταν μοντέρνες με την έννοια του πραγματικού, σημερινού, συγκινητικού στις σχέσεις που γεννιούνται στη σκηνή.
Φέτος λοιπόν, συνεχίζετε με Γιούγκερμαν κι έχετε κι άλλα σχέδια:
Με Γιούγκερμαν, ναι, με έναν Στάνκογλου στα καλύτερά του και με τη Βασιλική Τρουφάκου ως Ντάινα. Ξεκινάμε, όπως έχουμε ανακοινώσει, τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής με τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και τον Θανάση Τριαρίδη. Από παραστάσεις, το Ύψωμα 731 του Άρη Μπινιάρη είναι πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση και θα έχει ακόμα λίγες παραστάσεις από τον Νοέμβριο. Μ’ ενδιαφέρει πολύ, καλλιτέχνες όπως ο Άρης να δημιουργούν πράγματα για το Πορεία. Έχει σημασία όχι μόνο να μεταφέρεις παραστάσεις, αλλά να δημιουργείς. Όπως ποντάρουμε και στη Μαρία Μαγκανάρη με τη Νύχτα της Ιγγκουάνα.
Μ’ αρέσει πάντα να συνεργάζομαι με ενδιαφέροντες νέους σκηνοθέτες που έχουν κάτι να πουν και θεωρώ ότι η Μαρία είναι μία από αυτές. Και θα έχουμε και τη Δόξα Κοινή από Γενάρη. Μαζί με τον Στρατή Πασχάλη, τον καταλληλότερο να το φέρει εις πέρας ως κείμενο, και με μια ομάδα ανθρώπων που μιλούν τον ποιητικό λόγο, όχι ως απαγγελία, αλλά ως πεζό κείμενο, δημιουργώντας σκηνικές σχέσεις. Θα διηγηθούμε μια ιστορία που σαν κέντρο έχει το «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Εμπειρίκου, μια τυχαία συνάντηση ανθρώπων τον Ιούλιο, στο κέντρο της Αθήνας, όπου τα πράγματα εξαϋλώνονται κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, αλλά ο ήλιος αυτός είναι ταυτοχρόνως και η προϋπόθεση για να δουν οι άνθρωποι διαφορετικά. Διαλέξαμε λοιπόν με τον Στρατή στίχους από ποιητές που θεωρώ κομβικούς και μείζονες και που έχουν ασχοληθεί και με ερωτική ποίηση, όπως Σαπφώ, Χορτάτσης, Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, Ελύτης, Σεφέρης, Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης, Πολυδούρη, Καββαδίας ή δημοτική ποίηση.
Τα ποιήματα μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργώντας έναν ενιαίο καμβά, ώστε ν’ αφηγηθούμε μια ιστορία σε 10 σκηνές. Ο θεατής θα συλλάβει ότι η ελληνική ποίηση είναι από τις μεγαλύτερες που υπάρχουν, σύγχρονη αλλά και αρχαία, ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στη Σαπφώ και τον Ελύτη και ότι ο ποιητικός λόγος δεν είναι κάτι ακατανόητο ή βαρετό, αλλά κάτι φλέγον, απελευθερωτικό, σεξουαλικό! Επίσης θέλω να ξεχειλίσει η σκηνή από ομορφιά – όχι καλλονή, αλλά πραγματική ανθρώπινη ομορφιά, νέα κορίτσια κι αγόρια, ηθοποιούς και μουσικούς, που θα αποδώσουν στο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη αυτή την αντίσταση στον θάνατο. Γιατί ο στίχος του Εμπειρίκου ‘Ὁ καύσων αὐτός χρειάζεται γιά νά ὑπάρξῃ τέτοιο φῶς! Τό φῶς αὐτό χρειάζεται, μιά μέρα γιά νά γίνῃ μιά δόξα κοινή, μιά δόξα πανανθρώπινη, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, πού πρῶτοι, θαρρῶ, αὐτοί, στόν κόσμον ἐδῶ κάτω, ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τόν φόβο τοῦ θανάτου’, νομίζω ότι περικλείει πάρα πολλά από τα νοήματα που απασχολούν τους σύγχρονους Έλληνες και ιδίως τους νέους, και θα βρουν εκεί μια αντίσταση.
Αντίσταση επαναστατική, εννοείτε; Ως στάση ζωής;
Όχι να βγω να τα σπάσω, αυτό είναι το εύκολο. Αλλά να βγω και ν’ αφεθώ σε αυτού του είδους τον καύσωνα. Το δύσκολο είναι να ερωτευτείς, να εμπιστευτείς, να παραδοθείς, να συντριβείς και τελικά να ανορθώσεις αυτό το οποίο ήταν και παραμένει, πιστεύω, το ανάστημα μιας ολόκληρης χώρας, χωρίς κανένα είδος εθνικισμού. Φανταστείτε όλες οι στάσεις στο δρόμο να γέμιζαν με στίχους, στους τοίχους να γράφονταν στίχοι κι όχι ύβρεις και αντικαπιταλιστικές κορωνίδες, τι επαναστατική επίδραση θα είχαν! Έξω, π.χ. στη Ρωσία, οι νέοι αφήνουν λουλούδια στο άγαλμα του Πούσκιν ή του Τσέχωφ, βλέπεις απέραντο σεβασμό στους ποιητές. Αυτό μας λείπει και χρειάζεται με κάποιον τρόπο να το επανεφεύρουμε. Αν αυτό εμπεριέχει ρίσκο, είμαι έτοιμος να το πάρω. Ο λόγος που ασχολούμαι του χρόνου με τον Σαίξπηρ, ανεβάζοντας το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, έχει ένα σκοπό. Αμέσως μετά την ποίηση, θα ασχοληθώ με το ποιητικό θέατρο. Πρέπει να ασχολούμαστε με διάφορα πράγματα, αρκεί να μας δημιουργούν χαρά. Αν όχι, δεν θα δημιουργήσουν χαρά και στους θεατές. αυτή είναι άλλωστε και η τέχνη του εφήμερου. Του αέρα κοπανιστού! Είμαστε οι περιούσιοι αλλά και οι αδικημένοι των τεχνών. Γιατί το επάγγελμα του ηθοποιού έχει επιβιώσει στους αιώνες των αιώνων, αλλά είναι κι αυτό απ’ το οποίο δεν έχει μείνει τίποτα.
Έχετε δουλέψει πολύ ως ηθοποιός, πέρα από τις σκηνοθετικές δουλειές. Τι εντοπίζετε στους νέους ηθοποιούς;
Πολλές ικανότητες και πολλές ελλείψεις κυρίως στον χειρισμό του λόγου και στις γνώσεις κειμένων. Και αυτό που λείπει και νομίζω ότι πρέπει να το ξαναποκτήσουν, είναι θαυμασμός για τους μεγαλύτερους και ικανούς. Εγώ π.χ. θέλω φωτεινούς φάρους που να προσπαθήσω να τους φτάσω, να χρησιμοποιήσω υλικά από το μαγειρείο τους, την ψυχή τους, να μ’ εμπνεύσουν… Αυτό έχει χαθεί στο πλαίσιο της συνεργατικότητας, ότι είμαστε όλοι ίδιοι, όλα τα κάνουμε μαζί – όχι, δεν είναι έτσι! Όλοι μας χρειαζόμαστε πρότυπα. Το ελληνικό σύστημα δυστυχώς ευνοεί αυτούς που δεν έχουν κανένα πρότυπο και τα κάνουν όλα πάρα πολύ καλά από τα είκοσί τους. Χρειάζεται να θητεύσεις, αυτό που παλιά λέγαμε ‘να μάθω την τέχνη’. Όταν εγώ ήμουν 22 χρονών, χάζευα τον Κιμούλη απ’ την κουΐντα, κάθε βράδυ, να παίζει Άμλετ. Παρατηρούσα τον τρόπο ε τον οποίο έπαιζε κάθε σκηνή, τις μεταπτώσεις, τις αλλαγές, πώς μπαινόβγαινε, γιατί μου ήταν χρήσιμο ως υλικό. Τώρα όλοι θέλουν να τα κάνουν εξαρχής τέλεια, γρήγορα, ν’ ανεβούν αμέσως, βαριούνται επίσης να εντρυφήσουν, να παραμείνουν σ’ ένα χώρο πάνω από 1-2 χρόνια, θέλουν μια αλλαγή. Μα η αλλαγή δεν είναι κάτι που έρχεται απέξω, αλλά από μέσα! Αυτό λείπει. Να εμβαθύνουμε, να το κάνουμε με άλλο τρόπο, να πέσουμε και να ξανασηκωθούμε, ξανά και ξανά. Γιατί στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα θα μας απασχολεί. Ας έχουμε μια σεμνότητα με τα πράγματα. Βλέπω πάρα πολλή αποθηκευμένη έπαρση γύρω μου. Εγώ ό,τι κάνω, το θεωρώ τρομακτικό και δύσκολο και αν πετύχει, θεωρώ εκ των υστέρων όλους τους συνεργάτες μου συνυπεύθυνους γι’ αυτό, αλλά δεν περιφέρομαι να λέω ότι όλοι μαζί κάναμε κάτι. Αυτό που χρειάζεται είναι πραγματικά να συνεργάζεσαι με τους άλλους. Να τους δίνεις να κάνουν αυτό, για το οποίο έχεις πιστέψει τον καθένα, τις αληθινές τους προσωπικότητες.
Πιστεύετε;
Θα ήθελα πολύ να πιστεύω. Είμαι ένας αποτυχημένος πιστός, αλλά πιστεύω στην πίστη. Αυτό εξηγώ και στους ηθοποιούς, ότι επάγγελμα χωρίς πίστη δεν υπάρχει στο θέατρο. Πρέπει να πιστέψουν βαθιά και με απόλυτη αθωότητα. Να πιστέψουν ο ένας στον άλλον, να πιστέψουν παραμύθια, να πιστέψουν ότι μπορούν να γοητεύσουν. Είναι μια συνεχής άσκηση θάρρους όλο αυτό.
22.10.19, Άννα Ρούτση, ελculture.gr