Είναι όντως η αγάπη λυτρωτική; Κατά πόσο μπορεί ο ανθρώπινος πόνος να καθαρθεί μέσα από τη γραφή;
Η Mαρίνα Καραγάτση κατορθώνει να συγχωρέσει, να περιχωρήσει όλα τα κακώς κείμενα της οικογένειας της, να αφουγκραστεί το λυγμό των παθών της και να απαντήσει με την γραφή της στον πληγωμένο παιδικό της εγωισμό.
Ναι, η αγάπη είναι λυτρωτική. Αρκεί να δεις με τα μάτια της καρδιάς, αρκεί να αποδεχτείς γαλήνια τα ανθρώπινα πάθη αναγνωρίζοντας ότι ουδείς δεν ξεφεύγει. Η Μαρίνα Καραγάτση κατορθώνει μέσα από τη θεατρικότητα του λογοτεχνικού της κειμένου να σκιαγραφήσει μια ολόκληρη εποχή, την Αθήνα του ‘50 απεκδύοντας την από το πανίσχυρο στερεότυπο της αστικής τάξης. Απεναντίας μας προσφέρει την ρεαλιστική όψη εκείνης της εποχής. Όχι με ωμότητα αλλά με άφατη αγάπη. Γιατί ο τρόπος που η Μαρίνα Καραγάτση μιλά για «τους δικούς της ανθρώπους» πίσω από τον πόνο και το παράπονο εμπεριέχει την συγχώρεση, αυτή που δόθηκε στο πέρασμα του χρόνου μέσα από τη γαλήνια έξοδο της στην ενηλικίωση.
Η παιδική της ματιά συγχωνεύει στο τέλος του έργου μίση και πάθη, φόβους και ονειρατα, εικόνες και ακούσματα ώστε οι 3 μονόλογοι του έργου, της Λασκάρως που την ανέθρεψε, της γιαγιάς Μίνας και του Καραγάτση να έχουν βαθύ εξομολογητικό τόνο μέσα από τα μάτια της 14χρονης Μαρίνας.
Η σκηνοθετική πινελιά του Δημήτρη Τάρλοου μέσα από το δίοπτρα μιας κουρτίνας-οθόνης μας παραπέμπει σε δύο εκδοχές. Πρώτον, να ξανασκεφτούμε πιο αλληγορικά τον τίτλο του έργου, δηλαδή κατά πόσο «το ευχαριστημένο» ήταν όντως ευχαριστημένο. Ότι δηλαδή, πίσω από το χαμόγελο της ευτυχίας της κρυβόταν ο φόβος του αυταρχικού πατέρα και της υποτακτικής μητέρας και δεύτερον τη ζωή σε δυο πράξεις, δηλαδή το αληθινό πρόσωπο της αστικής οικογένειας, όπως τη γνωρίζουμε από την πραγματική της όψη που δεν διαφέρει από τις υπόλοιπες τάξεις.
Η Μαρίνα Καραγάτση σκύβει με τρυφερότητα και κατανόηση πάνω στα ανθρώπινα πάθη, επιδιώκει να κλείσει τις παλιές πληγές που βίωσε η οικογένεια της και η ίδια και αποδέχεται λυτρωτικά την συγχώρεση και τη γαλήνη. Αυτή η αγάπη της κατακλύζει το κείμενο. Ως προς αυτό η πρωταγωνίστρια του έργου, Σίσσυ Τουμάση, επιδίδεται μοναδικά στην ερμηνεία του ρόλου της. Όλοι, ένας προς ένας ο Χρήστος Μαλάκης ως Καραγάτσης, η Ειρήνη Δράκου ως Νίκη Καραγάτση, η Σμαράγδα Σμυρναίου ως γιαγιά Νίνα, η Καίτη Μανωλιδάκη ως υπηρέτρια Λασκαρώ αποδίδουν ερμηνευτικά εξαίσια το πρωτότυπο βασισμένοι στην καθοδήγηση του σκηνοθέτη Ταρλοου.
Θαυμάσια είναι τα σκηνικά και τα κοστούμια της εποχής από την Ελένη Μανωλοπούλου ενώ οι φωτισμοί του Αναστασιου Αλέκου προσδίδουν ένταση και σιγή όπου χρειάζεται στους διαλόγους.
Η Μαρίνα Καραγάτση κατορθώνει με την εσωτερική της φωνή που παίρνει σάρκα στο χαρτί και μορφή στο σανίδι να ξεπεράσει τον αυταρχισμό του θαυμαστού κατά τ’ άλλα πατέρα της, αφού τολμά να αφηγηθεί άλλοτε με κατάνυξη και άλλοτε με πάθος την ιστορία μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες της γενιάς του 50. Απομυθοποιεί με αυτό τον τρόπο την εικόνα του ιδεατού στους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής αποδίδοντας τους την φθαρτή γήινη όψη τους, οδηγώντας μας να ταυτιστούμε με τους προκείμενους αντιήρωες. Συγχωρώντας την ιδιόρρυθμη και αυταρχική ιδιοσυγκρασία του πατέρα της Καραγάτση αγκαλιάζει το τεράστιο ταλέντο του και αυτολυτρωνεται βοηθώντας όλους εμάς τους αναγνώστες του βιβλίου και θεατές της δικής της ενδοοικογενειακής κατάστασης να αφουγκραστούμε τις δίκες μας οικογένειες, να ενστερνιστούμε τα δικά μας λάθη και να μας συγχωρήσουμε.
Οι τρεις θεατρικοί μονόλογοι δένουν μεταξύ τους με μια αόρατη κλωστή, σαν προσωπικές εξομολογήσεις χωρίς ανταπόκριση, χωρίς κριτική ανασκόπηση, συνθέτοντας ένα ξεχωριστό ψυχογραφικό πάζλ ιστοριών που αλληλοσυνδέονται καθώς η μια φωτίζει την άλλη. Το βιβλίο μας παρασύρει σε μια συμμετοχή και συνταύτιση καθώς ανακαλύπτουμε συνεχώς ένα κοινό βίωμα η συναίσθημα εντος μας.
Το βέβαιο είναι πώς η κόρη του Καραγάτση κληρονόμησε το ταλέντο του πατέρα της και ελπίζουμε πως θα συνεχίσει να μας χαρίζει κι άλλα απομνημονεύματα – υπέροχα αφηγήματα όπως αυτό.
Η παράσταση κλείνει και η τούλινη λευκή οθόνη αποτραβιέται. Η τεχνική της κουρτίνας λειτουργεί ενωτικά και διαχωριστικά. Στην ουσία απομακρύνει μα και ενώνει ταυτόχρονα τον θεατή από το θίασο. Μια κουρτίνα που επιτρέπει στον θεατή να ζήσει μια ονειρική κατάσταση, σαν παραμύθι, μιας άλλης εποχής πολύ διαφορετικής από τη δική μας. Η Μαρίνα Καραγάτση εμβόλιμα σπάει το όνειρο καταγράφοντας στο σήμερα τις αναμνήσεις της, όπως παρατηρούμε όταν εκείνη εμφανίζεται μέσα από το βίντεο.
Και τότε κάτι μαγικό συμβαινει…οι γονείς της, η Λασκαρώ και η γιαγιά της εμφανίζονται νεκροί στο αυλιδάκι της Άνδρου όπου παρακολουθούν τη Μαρίνα τους, «το ευχαριστημένο» τους να διηγείται τη ζωή τους. Οι νεκροί αγαπημένοι ανακαλούν τη Μαρίνα, κάτι πρωτοφανές για τα λογοτεχνικά δρώμενα, όπου συνήθως συμβαίνει το αντίστροφο, δηλαδή οι ζωντανοί να ανακαλούν τους νεκρούς. Μέσα σε αυτή την ονειρική διάθεση οι στίχοι του Ποε εδώ φαίνονται τόσο ταιριαστοί:
«Ναι ο Παράδεισος σ’ ανήκει, μα εδώ είναι ο κόσμος μας γλυκύς μα και πικρός, τα λούλουδα μας είναι λούλουδα απλώς, ακόμα κι η δική σου συννεφιά σαφώς, λιακάδα και χαρά Θεού είναι για μας.»
Όταν η αυλαία κλείνει μια νέα αρχή ξεκινά..η αίσθηση της αγάπης πέρα από τα πεπερασμένα όρια του εγώ, όταν το εγώ γίνεται εμείς, όταν η αγάπη συγχωρεί τότε ο χρόνος λυτρώνει τα λάθη. Μένει μόνο η γλυκιά ανάμνηση των περασμένων στιγμών μέσα στην ελεημοσύνη του Πανδαμάτορα χρόνου.
15.10.2019, Χρύσα Νικολάκη, Fractal