Στις 3 Αυγούστου, στην 5η χρονιά του Διεθνούς Φεστιβάλ Άνδρου οι πρόβες για τη βραδυνή παράσταση ακούγονταν από τους περιδιαβαίνοντες τις ανηφοριές της Χώρας σα να κάνουν πρόβες «Διάφανα Κρίνα» και Candlemass μαζί. Κάτι γιαγιάδες, παιδάκια με παγωτά και καθωσπρέπει κόσμος σκιαζόταν.
Ο θεατρόφιλος κόσμος που συνέρρευσε στο ανοιχτό θέατρο ήταν ελαφρώς λιγότερος απ’ ό,τι συνήθως, καθώς οσμίστηκε κάτι «πειραματικό». Όμως, η συγκλονιστική παράσταση του Άρη Μπινιάρη, στο πλαίσιο του Θεάτρου Πορεία, στην πραγματικότητα αφορά μεγάλο μέρος του κοινού που επιμένει να επιλέγει τη θεατρική μέθεξη ως ψυχαγωγία.
Η βασισμένη σε ιστορικές πηγές πραγματική ιστορία των ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν και έπεσαν στο ύψωμα 731 το Μάρτιο του 1941 αντιμετωπίζοντας υπό όρους Δαυίδ και Γολιάθ τα ιταλικά στρατεύματα, αποδόθηκε με ποιητική δύναμη που καθήλωσε το κοινό.
«Έτσι τους βρήκανε στο Ύψωμα οι Ιταλοί. 731 μέτρα πάνω από τη γη. 731 μέτρα πάνω απ’ τον Άδη».
Πατριωτική χωρίς να επιτρέπει εθνικιστικές και μισαλλόδοξοες ματιές να παρεισφρύσουν («Η παράσταση αυτή αφιερώνεται σε όλους τους ιταλούς και τους έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στο Ύψωμα 731»), μοντέρνα στη σκηνοθετική της ματιά και κλασσική ως προς τις αξίες που το πρωτότυπο κείμενο του Μπινιάρη αναδεικνύει (ανδρεία, υπέρβαση, αλληλεγγύη, θάρρος για αναμέτρηση με τον ίδιο το φόβο του αμυνόμενου απέναντι στον κραταιό επιτιθέμενο), η παράσταση αρχικά σόκαρε, όμως, όπως το γνώρισμα κάθε καλοδουλεμένου έργου επιτάσσει, σύντομα έβαλε τον θεατή στον κόσμο του, τον εισρόφησε στο χρόνο του και τις συνθήκες του.
Ο ταλαντούχος Άρης Μπινιάρης και το συγκλονιστικό "Ύψωμα 731"
Πρώτος αρμός αυτής της προσέγγισης με το κοινό ο ποιητικός λόγος που συντονισμένοι, εναλλασσόμενοι και αλληλοσυμπληρούμενοι εξέφεραν ο ίδιος ο Άρης Μπινιάρης και ο Κωνσταντίνος Σεβδαλής. Δωρικός, περιεκτικός, με οξείες γωνίες. Σε πιάνει από το γιακά, σοβαρολογεί με την επείγουσα απόγνωση μιας ιστορικής συγκυρίας χωρίς εναλλακτικές και δισταγμούς, στεφανώνει τον απλό, ανώνυμο ήρωα, που με το αίμα του έχει γραφτεί η ανθρώπινη ιστορία.
Δεύτερος και συλλειτουργός του πρώτου η λιτή σκηνογραφία και ενδυματολογική προσέγγιση (Σκηνικά - Κοστούμια και Φωτισμοί Πάρις Μέξης, βοηθός σκηνοθέτη Δώρα Ξαγοράρη, σκηνογράφου Δέσποινα Φαρίδου, ενδυματολόγου Δάφνη Ηλιοπούλου). Οι δύο ηθοποιοί και οι τρεις μουσικοί που τους συνόδευαν, ντυμένοι με ρούχα που παρέπεμπαν σε στρατιωτικές στολές, κυρίως χάρη στα άρβυλα φορούσαν. Η αναμέτρηση για την οποία μιλά το κείμενο είναι μια πολεμική σύρραξη, όμως θα μείωνε τη σημειολογία του κειμένου το να είναι ντυμένοι με αναγνωρίσιμα στρατιωτικά αξεσουάρ εποχής. Οι σε σκούρο καφέ και πράσινο στολές με τη γραβάτα, επέτρεψαν το να υποδυθούν τόσο τον αμυνόμενο ελληνικό στρατό, όσο και τον φασίστα επιτιθέμενο, αφήνοντας ανοικτό το παράθυρο για παραλληλισμούς με τον εν εξελίξει, σύγχρονο εν ειρήνη πόλεμο, όπου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι είναι κι αυτοί ντυμένοι με γραβάτες, χωρίς αυτό να μειώνει τη λύσσα της μεταξύ τους μάχης.
Τρίτος, η μεταλλική υπόκρουση. Κιθάρα, μπάσο και ντραμς, σε σύνθεση και εκτέλεση τριών μουσικών με οξυμένο αισθητήριο του πώς η μουσική τους λειτουργεί θεατρικά (Βίκτωρ Κουλουμπής στο μπάσο, Πάνος Σκορδέλης στα τύμπανα, Χρήστος Γεωργόπουλος στην κιθάρα) μεταφέρουν τον πολεμικό ρυθμό, την ένταση και την αγωνία της μάχης σώμα με σώμα, την τραγικότητα και τη φρίκη του πολέμου, την μεταλλαγή της απελπισίας και του θρήνου στη βία που υπαγορεύει το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ακόμη και για ένα απαίδευτο αυτί, η επιλογή της σκληρής ηλεκτρικής υπόκρουσης (για τους υποψιασμένους ένα νοήμον “Music Metal Machine” με αντηχήσεις Tool ως και Brian Eno) για ένα τόσο πικρό, άβολο, αλλά πυκνό σε νοήματα έργο για μια αιματηρή, πλήρη αυτοθυσίας και ιδανικών νίκη κάποιων λίγων και εξαθλιωμένων ενάντια σ’ έναν πολυπληθή, κτηνωδώς αλαζόνα κατακτητή δε θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστή μουσική, χωρίς να υποκύψει στην ελεγειακή μελούρα.
Και οι τρεις αυτοί αρμοί, φιλτραρισμένοι μέσα από την αισθητική και την ευαισθησία του Άρη Μπινιάρη, διαχειρίζονται μαεστρικά το συναίσθημα και τα αισθητήρια του κοινού κατά τη διάρκεια της 60λεπτης, χωρίς ανάσα παράστασης.
Ο Άρης Μπινιάρης είναι ένα όνομα που αξίζει να ακολουθήσει όποιος ασχολείται με το σύγχρονο θέατρο. Έχοντας περάσει από θέατρο δρόμου σε απαιτητική ηθοποιία (από Ψαθά και Σκαρίμπα, έως Βάκχες και Πέρσες σε Επίδαυρο) διαθέτοντας παράλληλα ένα ζωντανό ροκ μουσικό υπόβαθρο επιρροών, έχει κάνει σχεδόν αβίαστα το πέρασμα και στη σκηνοθεσία, καθώς είναι γόνιμος και αγαπά τα θέματά του. Στο «Ύψωμα» επιφυλάσσει ένα εκπληκτικής λειτουργικότητας εύρημα, με την φωσφορίζουσα στο πλήρες σκότος κιμωλία, με την οποία είναι κατάλληλα βαμμένοι οι πέντε παριστάμενοι στη σκηνή, κατά το χρονικό σημείο που οι έλληνες στρατιώτες ξεκινούν την τελική σώμα με σώμα αναμέτρηση («Από την κάννη, ρε. Από την κάννη. Από την κάννη ρε, το όπλο. Σαν τσεκούρι, ρε! Σαν δρεπάνι! Σαν πελέκι!»).
Κριτική του Παναγιώτη Παπαϊωάννου στο ΘΕΑΘΗΝΑΙ στις 17/8/19 για την παράσταση "Ύψωμα 731" που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Άνδρου στις 3/8/19.
Το Ύψωμα 731 θα παρουσιαστεί για 10 τελευταίες παραστάσεις στο θέατρο Πορεία. Εκμεταλλευτείτε την προσφορά προπώλησης με 12 ευρώ για όλες τις παραστάσεις.
Για αγορά εισιτηρίων για τις τελευταίες παραστάσεις πατήστε στο θέατρο Πορεία πατήστε εδώ